Η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας είναι ανάλογη με την ιδέα της μαγείας. Στον 15ο αιώνα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι μερικά άτομα ήταν μάγοι και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονταν στη μαγεία. Στον 20ο αιώνα, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μερικά άτομα είναι ψυχασθενείς και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονται στην ψυχασθένεια.
Στο παρελθόν οι άνθρωποι δημιούργησαν τις μάγισσες, τώρα δημιουργούν τους ψυχασθενείς. Σε σχέση μ' αυτό, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως ο ισχυρισμός ότι η τρέλα και οι τρελοί είναι ανύπαρκτοι καθόλου δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει η προσωπική συμπεριφορά που αποδίδεται σε ορισμένα άτομα που χαρακτηρίζονται ως ψυχασθενείς ή ότι δεν υπάρχουν οι κοινωνικές δυσλειτουργίες που αποδίδονται σ' αυτά.
Ο κοινωνικός ρόλος του ψυχασθενή έχει καθιερωθεί από τον ακαταμάχητο συνδυασμό της κυρίαρχης εξουσιαστικής γνώμης, της πλατειά διαδεδομένης προπαγάνδας και της λαϊκής ευπιστίας ότι περιστασιακά συμβαίνει μερικοί άνθρωποι να ισχυρίζονται από μόνοι τους πως είναι ψυχασθενείς. Οι άνθρωποι αυτοί υποστηρίζουν ότι ενστερνίζονται τις ιδέες και τα αισθήματα που χαρακτηρίζουν τα ψυχικά άρρωστα άτομα και εκδηλώνουν ανοικτά την παρεκκλίνουσα θέση τους για την επίτευξη των δικών τους σκοπών (που μπορεί να είναι η απαλλαγή τους από τη στρατιωτική θητεία ή από ορισμένες άλλες υποχρεώσεις ή το πλήγωμα των εαυτών τους και των οικογενειών τους, κ.ά.). Είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να αυτοχαρακτηρίζονται ψυχασθενείς με σκοπό να εξασφαλίσουν την ψυχιατρική βοήθεια που θεωρούν πως χρειάζονται και επιθυμούν. Κατά κανόνα, τέτοιοι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν είναι ψυχικά άρρωστοι και ότι η αρρώστια τους είναι μεταφορική. Αλλά αναλαμβάνουν το ρόλο του ψυχασθενούς ως το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν για να απαιτήσουν τις υπηρεσίες ενός ειδικού, οι πελάτες του οποίου είναι κοινωνικά προσδιορισμένοι μ' αυτό τον τρόπο.
Για να ερμηνευθεί η αναγωγή ενός φτωχού σε ανεπιθύμητο προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός προσώπου που θ' αναλάβει το ρόλο του ψυχασθενή. Ένα παράδειγμα, τυχαία παρμένο από τον καθημερινό τύπο, είναι αρκετά εύγλωττο: «Δικηγόροι εκπρόσωποι ευκατάστατων πελατών, κατάθεσαν ενόρκως στην Κρατική Επιτροπή Κοινωνικής Ευημερίας ότι μέσα στα δύο τελευταία χρόνια σε έξη ή επτά περιπτώσεις, άτομα που έτυχαν περίθαλψης ατό Τμήμα Ευημερίας της Νέας Υόρκης και δημιούργησαν επεισόδια στους υπαλλήλους, στάλθηκαν στο ψυχιατρικό τμήμα του Bellevew».[9]
Πράγματι, όπως η Ιερή Εξέταση ήταν η χαρακτηριστική κατάχρηση του Χριστιανισμού, έτσι και η Θεσμική Ψυχιατρική είναι η χαρακτηριστική κατάχρηση της Ιατρικής. Με άλλα λόγια, είναι λογικό και χρήσιμο να διερευνούμε τις χρήσεις και τις καταχρήσεις τέτοιων πολύπλοκων ανθρώπινων μεθοδεύσεων όπως η Θρησκεία, Ιατρική, Επιστήμη και ο Νόμος. Κι επιπλέον, είναι παράλογο και άχρηστο να μιλάμε για τις χρήσεις και τις καταχρήσεις των διαφόρων ιδρυμάτων (θρησκευτικών, ιατρικών, πολιτικών, κ.ά.), που εξαιτίας των χαρακτηριστικών και αναγκαίων γι' αυτά μεθόδων που χρησιμοποιούν, τα θεωρούμε ασυμβίβαστα με τις έννοιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ηθικής.
Μ' όλο που έχω προσεγγίσει κοινωνιολογικά την «παρέκκλιση», σε τούτη τη μελέτη απέφυγα, όπου ήταν δυνατό, να αποκαλώ «παρεκκλίνοντες» τις μάγισσες και τους ψυχασθενείς. Οι λέξεις μιλάνε από μόνες τους. Και παρόλο που πολλοί κοινωνιολόγοι επιμένουν πως ο όρος «παρεκκλίνων» δεν υποβαθμίζει την αξία του προσώπου ή της ομάδας που χαρακτηρίζει, στο όρο ενυπάρχει η ενοχοποίηση της κατωτερότητας. Φυσικά οι κοινωνιολόγοι δεν είναι εξ' ολοκλήρου άμοιροι της μομφής: Χαρακτηρίζουν τους εξαρτημένους χρήστες ουσιών και τους ομοφυλόφιλους ως «παρεκκλίνοντες» αλλά ποτέ τους ολυμπιονίκες η τους νομπελίστες. Ο όρος σπάνια αποδίδεται σε άτομα με αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά όπως ο εντυπωσιακός πλούτος, η υψηλή επιδεξιότητα, η φήμη, ενώ συνήθως δίνεται σε ανθρώπους με καταφρονητέα χαρακτηριστικά όπως η φτώχεια, η ανυπαρξία όποιας αξιοσημείωτης επιδεξιότητας ή η ατιμία.
Δες και αυτό