Η αλήθεια, όπως είχε επισημάνει ο Κίρκεγκωρ, αναλύοντας την ειρωνεία με τον τρόπο που την χρησιμοποιούσε ο Σωκράτης, δεν υπάρχει αντικειμενικά, για να είναι δεδομένη, αλλά είναι υποκειμενική, προσωπικό επίτευγμα του καθενός μας.
Χρειάζεται να στραφεί κανείς μέσα του, στον εαυτό του, και εκεί μόνος του, εντελώς μόνος του, χωρίς την συνδρομή λογικών αποδείξεων, δασκάλων ή οποιωνδήποτε αυτόκλητων συνδρομητών, να επιχειρήσει ένα άλμα πάνω από συναισθηματικούς πειρασμούς και από ηθικές αρχές και κάθε άλλου είδους επιταγές, που μας κρατούν δέσμιους στο κοινωνικό περιβάλλον μας, ένα άλμα που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον Θεό, εν ονόματι του οποίου μόνο μπορεί να ανακαλύψει τι είναι αλήθεια, ένα άλμα προς την πίστη, όπως το ορίζει ο Κίρκεγκωρ, ανάλογο προς τον άλμα που επιχείρησε ο Αβραάμ.
Το ερώτημα, εν τοιαύτη περιπτώσει, είναι: πώς μπορεί να γίνει χριστιανός μέσα σε έναν χριστιανικό κόσμο; Γιατί το γεγονός, θεωρεί, ότι ζει μέσα σε έναν χριστιανικό κόσμο δεν του εξασφαλίζει αυτομάτως και την ιδιότητα του χριστιανού.
Άλλο πράγμα είναι να είσαι μέλος του χριστιανικού κόσμου, κι άλλο χριστιανός. Το ένα δεν συμβαδίζει με το άλλο. Λέγοντας «χριστιανικός κόσμος» ο Κίρκεγκωρ εννοεί την εκκλησία, που έχει περιέλθει σε κατάσταση παρακμής, καθόσον ακολουθεί την διδασκαλία και τις εντολές του Χριστού μόνο στα λόγια με ρηχό, ανούσιο και υποκριτικό τρόπο.
Μοιραία, λοιπόν, όποιος ταυτίζεται με την εκκλησία, η οποία έχει αποξενωθεί από τον Θεό, τον οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί, είναι μοιραίο να χάσει κάθε ουσιαστική επαφή με τον Θεό.
Εκείνος που θέλει να αποκαταστήσει την σχέση του με τον Θεό οφείλει να εγκύψει μέσα του, για να τον ανακαλύψει εκεί και να δει, έτσι, εν ονόματι του Θεού, τι πραγματικά ισχύει, να μάθει τι είναι, επιτέλους, αλήθεια –με δυο λόγια να γίνει χριστιανός.
Σύμφωνα με την διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ορισμένως, ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον μονογενή υιό του, κι εκείνος, επειδή πίστεψε στον Θεό, αποφάσισε να ανταποκριθεί στο θέλημα του Θεού, ο οποίος για την πράξη του αυτή τον αντάμειψε τελικά με την αιωνιότητα.
Για να αποφασίσει, όμως, ο Αβραάμ να θυσιάσει τον υιό του, όπως του ζήτησε ο Θεός, χρειάστηκε να κάνει μέσα του ένα άλμα τέτοιο, που να τον υψώσει πάνω από τον συναισθηματικό δεσμό που ως πατέρας είχε με το υποψήφιο θύμα του και πάνω από την ηθική αρχή ότι δεν πρέπει να αφαιρούμε την ζωή του άλλου έτσι, ώστε χάρη στο άλμα του αυτό να φτάσει στο ύψος μιας τέτοιας πίστης στον Θεό, ώστε να μην υπάρχει τίποτε που να τον αποτρέψει από την απόφασή του να ανταποκριθεί τυφλά στο θέλημα του Θεού.
Οπωσδήποτε, η απόφαση για το άλμα προς την πίστη, χάρη στο οποίο εκείνος που θα το επιχειρήσει μπορεί να ελπίζει ότι θα κερδίσει την αιωνιότητα, κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα άλμα προς την αβεβαιότητα και την αμφιβολία.
Γιατί η πίστη από την φύση της περικλείει την πλάνη.
Δικαιούμαι, ας πούμε, από δω, από την Αθήνα, όπου βρίσκομαι, να πω ότι πιστεύω πως στην Ρόδο βρέχει, γιατί ενδέχεται αυτήν την στιγμή να μην βρέχει πράγματι στην Ρόδο, ενώ δεν δικαιολογούμαι να ισχυριστώ, ενώ είμαι έξω και έχω γίνει μούσκεμα από την βροχή, να πω «ξέρεις, πιστεύω ότι βρέχει», γιατί δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι βρέχει.
Όταν ο Αβραάμ, λοιπόν, κάνοντας το άλμα προς την πίστη του στον Θεό, αποφασίζει να θυσιάσει τον υιό του, κανένας και τίποτε δεν του προεξοφλεί ότι η απόφασή είναι η σωστή.
Τίποτε δεν αποκλείει όλη αυτή η ιστορία, που του ζήτησε ο Θεός να θυσιάσει τον υιό του, να μην ήταν παρά μια πλάνη του, ένα όνειρό του, ένα παιχνίδι της φαντασίας του, οπότε, θυσιάζοντας τον υιό του, δεν θα είχε καταστεί παρά ένας στυγνός πατροκτόνος.
Αποφασίζοντας ο Αβραάμ να κάνει το άλμα προς την πίστη προκειμένου να κερδίσει την αιωνιότητα αναλαμβάνει, συγχρόνως, και τον κίνδυνο να γίνει ένας κοινός εγκληματίας.
Τι από τα δυο επρόκειτο να συμβεί, δεν το ήξερε, όταν επιχειρούσε το άλμα προς την πίστη.
Έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα, για να διαπιστώσει αν δικαιώθηκε ή όχι με την απόφασή του να επιχειρήσει το άλμα του προς την πίστη του στον Θεό.
Πριν από το άλμα προς την πίστη ο Αβραάμ, όπως και κάθε άλλος από μας που στοχεύει, πέρα από την φθορά και την μιζέρια του κόσμου μας, στην αιωνιότητα,
είναι αντιμέτωπος με το δίλημμα:
είτε η αιωνιότητα είτε η καταστροφή, ή θα κερδίσεις το παν ή θα τα χάσεις όλα.
Είναι μια ζαριά που όταν καθίσει το ζάρι, στο οποίο είναι χαραγμένες επάνω του οι λέξεις «όλα» και «τίποτε», θα ξέρεις πια αν κέρδισες το παν ή αν έχασες τα πάντα.
Δεν υπάρχει, όμως, άλλος δρόμος για να φτάσεις στην ποθητή αιωνιότητα εκτός από το δίλημμα αυτό που συνοδεύει το άλμα σου προς την πίστη.
Ασφαλώς, αποφεύγοντας να κάνεις το άλμα προς την πίστη δεν θα ζήσεις την τραγωδία του διλήμματος «ή όλα ή τίποτε», αλλά είναι βέβαιο εκ των προτέρων ότι θα έχεις διαγράψει από τον ορίζοντα της ζωής του κάθε ελπίδα να κερδίσεις την αιωνιότητα, προς την οποία ταυτίζεται η απόλυτη ευτυχία.
Ο καθένας μας σκέφτεται την ευτυχία και θέλει με κάθε τρόπο να την αποκτήσει.
Το κακό, λέει ο Κίρκεγκωρ, είναι ότι νομίζομε πως η πόρτα της ευτυχίας ανοίγει προς τα μέσα και πέφτομε με δύναμη επάνω της να την παραβιάσομε, για να μπούμε μέσα να βρούμε την ευτυχία.
Μάταια, όμως, γιατί η πόρτα της ευτυχίας ανοίγει προς τα έξω.
Ο Κίρκεγκωρ προσπάθησε να μας ανοίξει τα μάτια να δούμε ότι η πόρτα της ευτυχίας δεν ανοίγει έτσι όπως μας λέγανε αλλά αλλιώς, ότι χρειάζεται ο καθένας μόνος του να σκύψει μέσα του και, δίχως καμιά βοήθεια από πουθενά, να επιχειρήσει το άλμα προς την πίστη.