Αλήθεια και Πίστη, Γνώση και Αμφιβολία - Point of view

Εν τάχει

Αλήθεια και Πίστη, Γνώση και Αμφιβολία

  



Η πίστη δεν είναι μια σταθερή κατάσταση, δεν είναι στατική αλλά δυναμική.

  Η αμφιβολία είναι αναγκαία για την καθαρότητα της πίστης.

  Η σχέση μεταξύ πίστης και λογικής, οδηγεί στο ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στην αξιοπιστία της ανθρώπινης λογικής, και στην πίστη, η οποία έχει να κάνει με τις επιλογές του ανθρώπινου νου.


  Ας στοχαστούμε πάνω στις ακόλουθες τέσσερεις έννοιες: (1) την αξιοπιστία, δηλαδή το πώς εμπιστευόμαστε κάτι, (2) την πίστη, (3) την αμφιβολία, και (4) τη θεμιτή διερώτηση που χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο νου μας.

  Ας αρχίσουμε από την πίστη. Τι μού επιτρέπει να πιστεύω κάτι; Διότι πιστεύω σημαίνει πιστεύω κάτι. Τι επιτρέπει στον ανθρώπινο νου να θεωρήσει αξιόπιστο και να δώσει εμπιστοσύνη σε έναν ισχυρισμό, σε μια παρατήρηση, σε μια αίσθηση ή σε ένα συναίσθημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει καταρχήν να εξερευνήσουμε τις οδούς του ανθρώπινου γνωρίζειν, δηλαδή με ποιες οδούς ο άνθρωπος αποκτά γνώση κάποιου πράγματος.

  Ο άνθρωπος γνωρίζει καταρχήν μέσω της αισθητηριακής αντίληψης. Η άμεση αυτή οδός γνώσης, την οποία έχει κοινή με τα ζώα ή έστω με τα περισσότερα από αυτά, του επιτρέπει να βλέπει, να αισθάνεται, να αγγίξει και να γεύεται. Ο εγκέφαλος, που είναι το όργανο της γνώσης, έρχεται σε επαφή με το εξωτερικό κόσμο μέσω του σώματος και το σώμα τού επιτρέπει να πράττει καθορίζοντας την δράση του. Το σώμα, το σώμα μας, είναι «βυθισμένο» μέσα σε ένα πεδίο φυσικών δυνάμεων και σε επαφή με επιμέρους αδρανείς ή οργανικές υλικές πραγματικότητες. Έτσι, ο αμφιβληστροειδής χιτώνας μας συλλαμβάνει τα κύματα του φωτός, ο κοχλίας συλλαμβάνει τα ηχητικά κύματα και οι σχετικοί υποδοχείς του δέρματός μας συλλαμβάνουν την άσκηση δυνάμεων πίεσης, τριβής και θερμότητας επάνω μας. Η όσφρηση και η γεύση μας σχετίζονται με ευαίσθητους αισθητήρες, που διαθέτουμε υπό τη μορφή συγκεκριμένων μορίων. Τα αισθητήρια όργανά μας έχουν ως λειτουργία το μετασχηματισμό των φυσικών και χημικών διακυμάνσεων σε νευρικές ώσεις, τις οποίες χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να δομήσει, να ερμηνεύσει και να νοηματοδοτήσει τον περιβάλλοντα κόσμο.

  Ωστόσο, η αισθητηριακή εμπειρία μάς φέρνει σε επαφή με ένα επιμέρους αντικείμενο κάθε φορά και ο επαγωγικός συλλογισμός είναι αυτός που μας επιτρέπει να περάσουμε από το επιμέρους στο γενικό. Η όραση και η αφή μάς δίνουν να γνωρίσουμε αυτό εκεί το κάθισμα. Όμως, η επαγωγική σκέψη είναι αυτή που μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίσουμε ένα κάθισμα ως κάθισμα, ανεξάρτητα από την επιμέρους μορφή του. Έτσι, για παράδειγμα, για τον θρόνο που είναι το κάθισμα του βασιλιά, λέω ότι είναι και αυτός ένα κάθισμα όπως όλα αυτά στα οποία κάθεστε εσείς εδώ μπροστά μου, παρ’ όλο που η χρήση τους διαφέρει αφού στο πρώτο κάθεται κανείς για να κυβερνήσει ενώ στα δεύτερα κάθεται κανείς για να ακούσει. Άλλο παράδειγμα: όταν βλέπω έναν άνθρωπο, ή ένα πλήθος ανθρώπων, μπορώ να σχηματίσω την έννοια της ανθρωπότητας ανεξάρτητα από το ύψος, το χρώμα δέρματος ή το φύλο.

 Επομένως, μια από τις λειτουργίες του εγκεφάλου είναι να σχηματίζει το νοητό από το αισθητό, επιτρέποντάς μας να εισέλθουμε στη γνώση καθολικών εννοιών και μέσω της αφαίρεσης να συλλάβουμε το καθ’ όλου μέσα στο επιμέρους. Γνωρίζουμε λοιπόν το επιμέρους με τις αισθήσεις μας και το καθ’ όλου με το λογικό συλλογισμό μας. Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να δίνουμε ορισμούς, ή τον ορισμό ενός πράγματος, μέσω του οποίου μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία αυτού του πράγματος, δηλαδή τι είναι αυτό το πράγμα. Εδώ βρίσκεται όλη η διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη και την κατανόηση.




  Ας δούμε τώρα τη γνώση. Τι μου χρειάζεται για να μπορώ να πω «πιστεύω» και για να μπορώ να πω «γνωρίζω»;  Όπως είπα, η αισθητηριακή εμπειρία μάς φέρνει σε επαφή με το περιβάλλον μας και μας δίνει την εμπειρία ενός μοναδικού αντικειμένου, βάσει της οποίας η νόηση μπορεί να σχηματίσει τον ορισμό του. Το σύνολο αυτών των εμπειριών αποθηκεύεται στη μνήμη, στο περιεχόμενο της οποίας μπορούμε να έχουμε συνειδητή πρόσβαση, την οποία εκφράζουμε και γράφουμε μέσω της γλώσσας. Γι’ αυτό το λόγο, η μνήμη αυτή ονομάζεται «δηλωτική μνήμη».

 Αυτή η μνήμη χωρίζεται σε δυο είδη. Αφ’ ενός τη σημασιολογική μνήμη, η οποία περιέχει πολιτισμικού τύπου γνώσεις (ορισμούς, σύμβολα, έννοιες) κανόνες, επιτρέπει την έκφραση και την κατανόηση μέσω της γλώσσας, και συγκεντρώνει τις ιστορικές, γεωγραφικές, επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, τις οποίες αποκτούμε στη διάρκεια της ζωής μας. Οι γνώσεις αυτές σχετίζονται με τον εξωτερικό κόσμο, την οργάνωσή του και με το νόημα που του δίνει το υποκείμενο. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που ονομάζουμε «αποδεκτή επιστημονική γνώση» (savoir) και εδώ εντοπίζεται το πεδίο της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας των γνώσεών μας: στη βάση αυτής της σημασιολογικής μνήμης λέμε «γνωρίζω [κάτι]» ή «πιστεύω ότι» (αλλά με την έννοια του «γνωρίζω»).

 Μια άλλη μορφή της δηλωτικής μνήμης είναι η λεγόμενη επεισοδιακή μνήμη. Λέγεται έτσι, διότι περιέχει γεγονότα που συνέβησαν μέσα στο χρόνο έτσι όπως τα βιώσαμε προσωπικά. Με βάση αυτή την προσωπική εμπειρία μπορώ να πω «θυμάμαι [κάτι]» και τις περισσότερες φορές αυτή τη μνήμη εννοούμε όταν μιλάμε για μνήμη.

 Όταν λοιπόν λέω «πιστεύω», «ξέρω», «γνωρίζω», δηλώνω μια αλήθεια και πρέπει τώρα να εξετάσουμε το θέμα της αλήθειας. «Και τι είναι αλήθεια;».

 Τι είναι η αλήθεια και επίσης τι είναι η άλλη όψη της, η αμφιβολία.

 Η πρώτη γνώση είδαμε ότι συνδέεται με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δουλεύει με υλικό γνώσεις, οι οποίες βρίσκονται σε ευθεία σχέση, σε σύμπτωση, με το πραγματικό. Αυτό εδώ το αντικείμενο που αγγίζω, υπάρχει πραγματικά. Οι καμπάνες του ναού μας, που θα ακούσουμε να χτυπούν, υπάρχουν πραγματικά. Τις είδα άλλωστε εδώ, σε αυτό τον σηκό τη μία δίπλα στην άλλη. Το κελάηδημα του αηδονιού, που θα ακούσω βγαίνοντας έξω στα δέντρα του κήπου, υπάρχει πραγματικά. Το αντιλαμβάνομαι, το συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μου και είναι πραγματικό. Η νόησή μου σχετίζεται με μια εξωτερική πραγματικότητα. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε συνήθως «αλήθεια», είναι αυτή η σύμπτωση του νοητού με το πραγματικό. Η διάνοια, επιστρατεύοντας τον συλλογισμό, θα συνεχίσει να αναζητά την αλήθεια αυτού ή του άλλου αντικειμένου με τη βοήθεια αυτού που ονομάζουμε «λογική επιχειρηματολογία».

 Ωστόσο η διάνοια, η οποία συλλαμβάνει άμεσα το «είναι» στην καθολική του διάσταση, είναι περιορισμένη, έχει όρια, τα οποία τίθενται από τον ίδιο τον εμπειρικό τρόπο του γνωρίζειν. Δεν είναι σε θέση να γνωρίσει δια μιάς όλες τις πραγματικότητες που την περιβάλλουν και γι’ αυτό το λόγο την ονομάζουμε «διασκεπτική» (discursive). 

Αυτό σημαίνει τρία πράγματα.

 Πρώτον, ότι είναι μερική, δεν μπορεί να συλλάβει άμεσα το όλον.

 Δεύτερον, ότι προχωρά διαδοχικά, τα διαφορετικά μέσα γνώσης συμπληρώνουν το ένα το άλλο, χωρίς τα αλληλοεπικαλύπτονται.

 Και τρίτον, ότι είναι προοδευτική, δηλαδή ότι υπάρχει σταδιακή αύξηση των αποκτώμενων γνώσεων.

 Για παράδειγμα, τον ολοκληρωτικό λογισμό δεν τον μαθαίνουμε στο Νηπιαγωγείο. Δεν μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε δια μιάς την ολότητα της πραγματικότητας.

 Επομένως, τι είναι αυτό που μπορεί να μoυ δώσει μια βεβαιότητα; Διότι αυτό είναι το ζητούμενο. Θα φέρω ως παράδειγμα μια μέθοδο, η οποία είναι καθολικά αναγνωρισμένη. Είναι η επιστημονική μέθοδος. Δικαίως θεωρείται αξιόπιστη, διότι στηρίζεται:

  (1) στην παρατήρηση, δηλαδή στην αισθητηριακή εμπειρία,

  (2) στη ερμηνεία, δηλαδή στην εξαγωγή νόμων,

 (3) στην επεξεργασία θεωρίας, δηλαδή στον ορθολογικό συλλογισμό, και

 (4) στο πείραμα.

  Έτσι, μια επιστημονική θεωρία συγκροτείται υπό τον όρο ότι η παρατήρηση και οι μετρήσεις μπορούν να αναπαραχθούν και να επιβεβαιωθούν από άλλους ερευνητές, οι οποίοι χρησιμοποιούν διαφορετικά πειραματικά εργαλεία και τεχνικές.

 Στο πεδίο της Φυσικής λ.χ., αυτό που πάντοτε ενδιαφέρει είναι η έρευνα της ύλης. Επομένως, αυτό που εδώ γνωρίζουμε εξαρτάται από μια ποσότητα είτε αυτή είναι υπό τη μορφή μάζας, χώρου ή χρόνου. Και το μέγα ερώτημα που τίθεται στην Επιστήμη, όπως άλλωστε και σε όλες τις μορφές γνώσης:

  Η Επιστήμη, που αναζητά την αλήθεια, είναι σε θέση να πει την απόλυτη αλήθεια, αυτό που είναι απολύτως αληθές;

 Στο τέλος του 19ου αιώνα, η νευτώνεια Φυσική θεωρείτο ως αληθής. Η ιδέα ότι είμαστε σε θέση να φτάσουμε στην απόλυτη αλήθεια μέσω της επιστημονικής μεθόδου, είχε εκφραστεί ρητώς από τον επιστήμονα Σιμόν Ντε Λαπλάς στις αρχές του 18ου αιώνα με εκείνη την περίφημη φράση του προς τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, η οποία έλεγε ότι ο επιστημονικός ντετερμινισμός θα μας επιτρέψει να απαλλαχθούμε από την υπόθεση της ύπαρξης του Θεού.

   (Εγκλωβισμένη μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού, η ντετερμινιστική Επιστήμη του 19ου αιώνα έριχνε στο ίδιο τσουβάλι την άγνοια, την πίστη στο Θεό και τη δεισιδαιμονία, υποστηρίζοντας ότι κάλυπταν απλώς ένα κενό, το οποίο σύντομα θα εκμηδένιζε η Επιστήμη.)

 Πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής ασπάζονταν αυτή την ιδέα και υποστήριζαν ότι η πίστη έχει πλέον περάσει σε δεύτερο πλάνο, νικημένη από τον ορθό λόγο και την Επιστήμη.

 Σήμερα όμως, αυτή η ιδέα αμφισβητείται πλέον από την ίδια την Επιστήμη. Ο Αϊνστάιν έδειξε ότι ο χρόνος και ο χώρος μεταβάλλονται σε συνάρτηση με την ταχύτητα του παρατηρητή. Η νευτώνεια θεωρία της βαρύτητας, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και ο χώρος είναι απόλυτα μεγέθη, παύει να αληθεύει όταν ο παρατηρητής κινείται με ταχύτητες που πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός. Ισχύει βέβαια στο πλαίσιο των συνηθισμένων κινήσεών μας, και αρκεί εδώ για τους υπολογισμούς μας, όμως δεν ισχύει απολύτως, δεν είναι αξιόπιστη σε όλες τις περιπτώσεις.

 Κατά παρόμοιο τρόπο, η κβαντική Φυσική —μέγα μυστήριο της Φυσικής— μας πληροφορεί ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε ταυτόχρονα τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου ύλης. Όσο ακριβέστερα υπολογίζουμε την ταχύτητά του, τόσο ασαφέστερος γίνεται ο εντοπισμός της θέσης του. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που δεν οφείλεται σε κάποια τεχνική δυσκολία εκ μέρους μας, αλλά είναι εγγενές στην ύλη.

 Επιπλέον, η κβαντική Φυσική έδειξε ότι η παρατήρηση προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός υποκειμένου, το οποίο παρατηρεί, και ότι αυτός ο παρατηρητής, όταν παρατηρεί, αλληλοεπιδρά με το παρατηρούμενο αντικείμενο, και έτσι κάθε μέτρηση εμπεριέχει μια αβεβαιότητα, την οποία εκφράζει η περίφημη «αρχή της αβεβαιότητας» του Χάιζενμπεργκ.

 Γι’ αυτό το λόγο ο καθηγητής Φρανσουά Λαμπέρ μπορεί να πει ότι η αβεβαιότητα φαίνεται πως αποτελεί στοιχείο, αν όχι της ίδιας της πραγματικότητας, τουλάχιστον της γνώσης μας για την πραγματικότητα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι αδύνατο να διατυπώσουμε μια επιστημονική θεωρία με απόλυτη βεβαιότητα. Το δόγμα, αυτό που στην Επιστήμη ονομάζεται «παράδειγμα», είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρξει στην Επιστήμη.

 Προκύπτει λοιπόν η σκέψη: εάν η αβεβαιότητα αποτελεί τον κανόνα στην Φυσική, τότε μήπως θα έπρεπε, παίρνοντας μια θέση αντίθετη προς αυτή του επιστημονικού ντετερμινισμού του Λαπλάς, να συμπεράνουμε ότι η θεωρία της Σχετικότητα κατέστησε σχετική κάθε αλήθεια;

 Δεν θα έπρεπε άραγε να δεχτούμε τότε ότι δεν υπάρχει αλήθεια;

  Εάν ο σχετικισμός καταλαμβάνει το πεδίο ακόμα και της ακριβούς Επιστήμης, τότε τίποτα δεν είναι γνήσια αξιόπιστο και από εδώ μπορεί να υπεισέλθει η έννοια της αμφιβολίας, αλλά ως καχυποψία.

 Παρ’ όλα αυτά, ας προσέξουμε ότι όλες αυτές οι επιστήμες είναι ακριβείς μέσα σε ένα επιμέρους πεδίο παρατήρησης και μόνο.

 Παραθέτω από τον Κλοντ Πολό, θεολόγο και μοριακό φυσικό:

 «Η Φυσική μάς επιτρέπει την πρόσβαση σε μια όψη της αλήθειας, να γνωρίσουμε αυτή την όψη με βάση τη σημερινή κατάσταση της Επιστήμης, η οποία δεν είναι ποτέ κάτι το απολύτως εδραιωμένο. Δεν μας επιτρέπει όμως να γνωρίσουμε τα πάντα για την ύλη». 

Αυτή είναι η θέση και του Μπερνάρ Εσπανιά, επίσης φυσικού επιστήμονα, ο οποίος λέει ότι :

  Ο φυσικός τείνει μεν προς το πραγματικό, αλλά  «το πραγματικό είναι κεκαλυμμένο». Υπάρχει μια αλήθεια, την οποία ο φυσικός προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο με τις θεωρίες του, χωρίς όμως ποτέ να την εγκλωβίζει.

 Επιβάλλεται λοιπόν ένα πρώτο συμπέρασμα. Η αβεβαιότητα είναι ένα δεδομένο του πραγματικού. Δεν είναι προϊόν μιας άγνοιας. Το πραγματικό είναι μεγαλύτερο από όσα αντιλαμβανόμαστε για αυτό.

 (Με αυτό το δεδομένο, η υπόθεση ύπαρξης του Θεού δεν είναι αποκύημα μιας έλλειψης, μιας άγνοιας, αλλά —παρ’ ότι τίποτα δεν έχει αποδειχτεί, ούτε και είναι αποδείξιμο— μια διόλου αδιανόητη δυνατότητα του πραγματικού.)

  Νομίζω όμως, σε σχέση με όσα είπα για τη βεβαιότητα και την αμφιβολία, ότι η διερώτηση πρέπει να είναι ο κανόνας προκειμένου να οξύνεται η νόηση, η οποία, όπως έχουμε πει, στον άνθρωπο είναι διασκεπτική. Εδώ ακριβώς αποκτά το πλήρες νόημά της η φράση του Νοέλ Κοπαίν, «αμφιβάλλω, άρα πιστεύω», εάν την συνδέσουμε με την επιστημονική γνώση και κυρίως με το σύνολο των γνώσεών μας: η αμφιβολία ως διερώτηση και η απουσία οριστικών βεβαιοτήτων είναι αυτό που μας επιτρέπει να «ενηλικιωνόμαστε» γνωστικά και που επιτρέπει στον ανθρώπινο νου να αναπτύσσεται και να εκδιπλώνεται.

 Πρέπει λοιπόν να δούμε ότι υπάρχουν δυο μορφές αμφιβολίας:

 Η πρώτη είναι η διερώτηση, η οποία ανήκει στη σφαίρα της νόησης και του ορθού λόγου.

 Η δεύτερη είναι η καχυποψία, η οποία οδηγεί στην απόρριψη κάθε είδους αξιοπιστίας.

 Τι είναι λοιπόν, τώρα, αυτό που μας ωθεί στη γνώση, στο γνωρίζειν, ποια είναι η κινητήρια δύναμη της γνώσης;

 Αν σταθώ προς στιγμήν στο πεδίο της φυσικής επιστήμης, όπως είπα ο ορθολογικός συλλογισμός είναι, εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο ανθρώπινος νους γνωρίζει. Τα μαθηματικά για παράδειγμα, είναι εξ ορισμού η επιστήμη της ποσότητας. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται στις πειραματικές επιστήμες, στη Φυσική και την Βιολογία. 

 Όπως αυτές, η επιστήμη των μαθηματικών εφαρμόζεται στο πραγματικό και, εδώ, η αυστηρότητα του αποδεικτικού συλλογισμού μάς επιτρέπει να επαληθεύσουμε τις υποθέσεις που έχουμε κάνει.

 Παρ’ όλα αυτά, ο μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ έδειξε ότι υπάρχουν όρια στη μαθηματική απόδειξη:

 υπάρχουν αληθείς μαθηματικοί ορισμοί, που ωστόσο δεν μπορούν να αποδειχτούν. 

 Το θεώρημα του Γκέντελ δείχνει ότι η ορθολογική σκέψη δεν είναι παντοδύναμη. Θα υπάρχει πάντοτε ένα όριο στις γνώσεις μας. Από εδώ ορμάται η σκέψη του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, την οποία παραθέτω:

 «Οι μαθηματικοί τύποι και ορισμοί δεν αναπαριστούν πλέον την πραγματικότητα, αλλά τη γνώση μας για αυτήν».

  Το θεώρημα του Γκέντελ ονομάστηκε και «θεώρημα της μη-πληρότητας». Αυτή η μη-πληρότητα του ορθού λόγου σε σχέση με το σύνολο της υλικής πραγματικότητας δεν αποσταθεροποιεί τις γνώσεις μας, αλλά γεννάει μια δίψα, ένα πόθο για γνώση, που, αν και δεν μπορεί να σβήσει με την κατάκτηση μιας ακλόνητης λογικής βεβαιότητας (η οποία θα εμπεριείχε όλη την υπάρχουσα πραγματικότητα), βρίσκεται στη ρίζα ενός δυναμισμού, ο οποίος ωθεί τον ανθρώπινο νου να ερευνά αδιάκοπα. Πρόκειται δηλαδή για ένα εξαιρετικά «καλό νέο»: ο πόθος να γνωρίσουμε την αλήθεια, αυτή η δίψα είναι η κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου λογικού.

 Μέχρι στιγμής μίλησα μόνο για το τι σημαίνει «πιστεύω κάτι τι». Όταν όμως λέω «πιστεύω», δεν το λέω αναφορικά μόνο προς κάτι τι, προς κάποιο πράγμα. Το λέω επίσης, κάποιες φορές, αναφερόμενος σε κάποιον. «Πιστεύω κάποιον», «πιστεύω σε κάποιον», αυτό ονομάζεται εμπιστοσύνη. Εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως είπαμε σχετικά με τον υλικό κόσμο, τι συμβαίνει με τον μη-υλικό κόσμο, τον οποίο συλλαμβάνει η σκέψη και αποτελεί το θεμέλιο κάθε διαπροσωπικής σχέσης;

 Τι είναι η τρυφερότητα; Η φιλία, η αγάπη, η χαρά, η ελευθερία, το νόημα, ο σκοπός της ζωής; Τι είναι όλα αυτά, τα οποία δεν μπορούμε να συλλάβουμε αντικειμενικά δια της επιστημονικής μεθόδου;

  Όλα αυτά δεν στηρίζονται σε υλικά δεδομένα, στα οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση με τη βοήθεια μαθηματικών εξισώσεων. Χωρίς αμφιβολία, παίρνουν αντικειμενική μορφή μέσω των συνεπειών τους, των χειρονομιών, των εκφράσεων του προσώπου, τον τρόπο δράσης. Δεν είναι όμως πράγματα αποδείξιμα. Είναι πράγματα που τα βιώνει κανείς.

 Αυτό το υποκειμενικό πεδίο το ερευνούν οι λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου» μέσω και μόνο των αντικειμενικών συνεπειών, τις οποίες βιώνει υποκειμενικά το ανθρώπινο υποκείμενο. Για παράδειγμα, οι ιατρικές απεικονίσεις δείχνουν μεν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο ενώ λειτουργεί, αλλά δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για αυτό που σκέφτεται το συγκεκριμένο άτομο. Για να το μάθουμε αυτό, χρειαζόμαστε τη μαρτυρία του ίδιου του ατόμου, να μας πει το ίδιο τι σκέφτεται. Αυτό λέει και ο νευροφυσιολόγος Μπέντζαμιν Λίμπετ: «Ακόμα και μια πλήρης γνώση της νευρωνικής αναπαράστασης, δεν πρέπει να αξιολογείται χωρίς τη μαρτυρία του υποκειμένου πάνω σε αυτό που αισθάνθηκε υποκειμενικά». Ασφαλώς, όταν ο υπό εξέταση άνθρωπος κάνει μια κίνηση, πει κάτι, κ.λπ., τότε στην απεικόνιση φαίνονται ποιες περιοχές του εγκεφάλου δραστηριοποιούνται. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε τι αισθάνθηκε εάν δεν μας το πει ο ίδιος.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχει και μια άλλη μορφή αξιοπιστίας, που είναι η μαρτυρία. Για γεγονότα στα οποία δεν είμαστε παρόντες, μόνο μέσω της μαρτυρίας άλλων, που τα έζησαν, μπορούμε να γνωρίσουμε τι ήταν αυτό που αισθάνθηκαν ή γνώρισαν. Η άγνοιά μου, που είναι μεγάλη, το ξέρω, οφείλει να αναζητήσει στήριγμα σε μια εμπιστοσύνη, η οποία προσδίδει αξιοπιστία σε εκείνον που δίνει τη δική του μαρτυρία, ή που μου την μεταδίδει.

 Όταν π.χ. ήμουν μαθητής, πίστευα αυτά που μου δίδασκαν οι καθηγητές μου της Ιστορίας και των Μαθηματικών επειδή είχαν την αυθεντία, που τους προσέδιδε το δίπλωμά τους και κυρίως επειδή εγώ ήμουν τότε ανίκανος να αποδείξω ένα θεώρημα, ή να επαληθεύσω τα ιστορικά δεδομένα που μου μετέδιδαν. Ή πάλι, αθωώνουμε ή καταδικάζουμε ένα κατηγορούμενο ακούγοντας μαρτυρίες. 

  Πώς όμως μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι αυτές οι μαρτυρίες είναι αξιόπιστες;

  Τι θα μας επιτρέψει να πιστέψουμε αυτές τις μαρτυρίες, που έχουν τόσο σοβαρές συνέπειες; Μπορούμε να αναζητήσουμε περισσότερα εχέγγυα γι’ αυτές τις μαρτυρίες. 

 (Για παράδειγμα, στη Βίβλο αναφέρεται ότι μια κατάθεση κρίνεται αξιόπιστη εάν κι εφόσον την επιβεβαιώνουν τουλάχιστον δυο μάρτυρες.)

  Βλέπουμε λοιπόν ότι, όταν βγαίνουμε από το καθαρά υλικό πεδίο, η αξιοπιστία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη προς κάποιον, έστω και αν μπορούμε να την ενισχύσουμε με πιο αντικειμενικά κριτήρια χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, που χρησιμοποιούν κριτήρια επιστημονικά (παρατηρήσεις, στατιστικές, σημειωτική).

 Έχοντας πλέον αποσαφηνίσει τη διαφορά ανάμεσα στο «πιστεύω κάτι τι» και στο «πιστεύω κάποιον» και «πιστεύω σε κάποιον», φτάνω τώρα στο μεγάλο ερώτημα, για το οποίο βρισκόμαστε εδώ. Την πίστη. Είναι το δυσκολότερο ερώτημα, διότι εξ ορισμού δεν ανήκει στο πεδίο του παρατηρήσιμου. Είναι καθαρό πνεύμα και συνεπώς εκφεύγει των κριτηρίων της υλικότητας. Τα ίχνη της  μπορούμε να τα αντιληφθούμε μόνον έμμεσα. Πώς λοιπόν μπορούμε να την εμπιστευτούμε;;

Ξεκινώ από το «πιστεύω». Όταν λέω «πιστεύω», εννοώ φυσικά ότι πιστεύω στην ύπαρξη της. Η πίστη μπορεί βεβαίως να είναι αποτέλεσμα ενός ορθολογικού συλλογισμού. Ο Βολταίρος για παράδειγμα, μιλώντας για τον κόσμο που παρατηρούσε, έλεγε: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό εδώ το ρολόι υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει ωρολογοποιός». Ο Αϊνστάιν πάλι, βεβαιώνει ότι η πίστη του επιστήμονα (παραθέτω) «συνίσταται στο ότι αισθάνεται έκπληκτος, εκστασιάζεται μπροστά την αρμονία των νόμων της Φύσης, μια αρμονία που αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας διάνοιας τόσο ανώτερης ώστε, μπροστά της, όλες οι ανθρώπινες σκέψεις με όλη τους την ιδιοφυΐα δεν αποκαλύπτουν παρά τη μηδαμινότητά τους». Πολύ δυνατή διατύπωση, για να πω την αλήθεια.

  Ο μεγάλος σύγχρονος αστρονόμος Τριν Τσουάν Τουάν λέει στο βιβλίο του «Ο Κόσμος και ο Λωτός» (2011): «Πιστεύω ότι ο λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος είναι προικισμένος με νου και ικανός να αποκρυπτογραφήσει τον κοσμικό κώδικα, βρίσκεται στο ότι η συνείδηση δεν είναι προϊόν ευτυχούς σύμπτωσης της κοσμικής εξέλιξης, αλλά προγραμματίστηκε μέσα στο σύμπαν, όπως και το ίδιο το σύμπαν ρυθμίστηκε με απόλυτη ακρίβεια ήδη από την απαρχή του έτσι ώστε να προκύψει η ζωή».

  Την ίδια όμως στιγμή, και χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορθολογικό συλλογισμό, μπορούμε να παραθέσουμε μια πλειάδα επιστημόνων που αρνούνται πλήρως και απόλυτα μια τέτοια υπόθεση. Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς λ.χ., και πολλοί άλλοι.

  Επομένως, αυτό που θα μας επιτρέψει να σχετιστούμε μαζί της, δεν είναι η αισθητηριακή γνώση, η επιστημονική γνώση. Αυτό που θα μας το επιτρέψει είναι μόνο μια διαπροσωπική σχέση, βασισμένη στην εμπιστοσύνη και την οποία ονομάζουμε πίστη.

 Για να γνωρίσουμε την αξιοπιστία της, δεν αρκεί μόνο να ερευνήσουμε διεξοδικά με τη διασκεπτική διάνοιά μας. Πρέπει επίσης να λάβουμε μια μαρτυρία, την οποία θα προσλάβουμε ως αξιόπιστη.

  Η πίστη συνίσταται στην συγκατάθεσή μας.

 Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο «πιστεύω κάτι» και την πίστη μας. Υπάρχει ένα ποιοτικό άλμα ανάμεσα στο να πιστεύεις κάτι το αληθοφανές και στην πίστη ως μια προσωπική πράξη αυτοπαράδοσης και δεξίωσης ενός δώρου που μας δόθηκε. Εδώ βρίσκεται το πρώτο στάδιο της πράξης πίστεως.


  Όλα όσα είπα, αφορούν το ζήτημα της σχέσης μας με την αλήθεια, η οποία δεν είναι απλώς μια έννοια σύμπτωσης της διανοίας μας με το πραγματικό, μας ζητάει να συντονίσουμε τα βήματά μας με μια συγκατάθεση της καρδιάς μας αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου με μια συγκατάθεση της διάνοιάς μας, με μια πράξη ελευθερίας.

 Πίστη ονομάζουμε αυτήν ακριβώς την πράξη συγκατάθεσης με τη διάνοια, η οποία εκδιπλώνεται ελεύθερα, και μάς προσφέρεται απλόχερα. Γι’ αυτό το λόγο η πίστη δεν είναι απλώς μια πράξη της διασκεπτικής μας νόησης, αλλά είναι μια απόκριση εμπιστοσύνης.

 «Η γνώση δεν είναι ποτέ έργο της διάνοιας και μόνο (…) Η ανθρώπινη γνώση είναι ανεπαρκής και τα πορίσματα των επιστημών δεν μπορούν, από μόνα τους, να δείξουν την οδό προς την πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπου. (…) Υπάρχει η πλήρης νοημοσύνης εμπιστοσύνη και η πλήρης εμπιστοσύνης νοημοσύνη» .

 Έχοντας αποσαφηνίσει πλέον τις διάφορες έννοιες που θελήσαμε να εξετάσουμε, πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο συνδέονται. Πρώτα-πρώτα, ας δούμε πώς συνδέονται η πίστη και η αξιοπιστία.

 Όσα αναφέραμε, μάς υποχρεώνουν να διακρίνουμε ανάμεσα στο αληθές και το αληθοφανές. Το αληθές είναι πάντοτε και αληθοφανές. Το αληθοφανές είναι πάντοτε και αληθές;? 

 (Μια παρθένος η οποία μένει έγκυος και γεννάει, ένας νεκρός που ανασταίνεται, ένας Θεός που ενανθρωπίζεται παραμένοντας Θεός, όλα αυτά δεν είναι αληθοφανή, δεν είναι ορθολογικά, δεν είναι προσβάσιμα από την ανθρώπινη διάνοια, η οποία γνωρίζει στηριζόμενη στην εμπειρία και την παρατήρηση.)

 
 Ας δούμε τώρα πώς συνδέονται η πίστη και η αμφιβολία. Είπαμε ότι η πίστη είναι η πράξη ελεύθερης συγκατάθεσης. 

 Αυτό που ονομάζουμε αμφιβολία, είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης και βέβαια η απώλεια της εμπιστοσύνης οδηγεί στην καχυποψία. 

  Στο πνευματικό πεδίο, η πίστη προηγείται της λογικής.

Για να κλείσω, θα έλεγα λοιπόν ότι η πίστη δωρίζεται εν αφθονία. Είναι δικό σου θέμα να ασκήσεις στη συνέχεια τη νοημοσύνη και τη λογική σου, έτσι ώστε το πνεύμα σου να συμμετάσχει στη χαρά που δίνει στον άνθρωπο η πίστη.

Η λογική αβεβαιότητα του ανθρώπινου νου και η δομική μη-πληρότητα της γνώσης του πραγματικού συναντούν την πνευματική εμπειρία της πίστης, η οποία δεν μπορεί να τα κάνει δικό της κτήμα και να τα εγκλείσει μέσα σε μια περιορισμένη γνώση. Ο πόθος που γεννά η δίψα της γνώσης και που δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως με την άσκηση του ορθού λόγου και μόνον, είναι ένας πόθος που μάς γεννά η πίστη. Η πράξη πίστης είναι η ελεύθερη δεξίωση  η οποία μάς εδραιώνει σε μια σχέση ξεκάθαρη, που φωτίζει και συμπληρώνει αυτό που λείπει από την ανθρώπινη διάνοια προκειμένου να γνωρίσει το όλον.

Η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, την οποία θα μπορούσε να συλλάβει πλήρως ο ανθρώπινος νους. Για να γνωρίσουμε την αλήθεια, πρέπει να έρθουμε σε στενή σχέση με κάποιον που την κατέχει, δηλαδή υπάρξουμε μαζί του και να μας την μεταδώσει. Να μας επιτρέψει να εισέλθουμε στο νέο πεδίο μιας γνώσης, η οποία υπερβαίνει την απλή αντικειμενοποίηση του παρατηρήσιμου υλικού κόσμου, που χαρακτηρίζεται από την απουσία πληρότητας και την ατέλεια. 


Aupetit Michel

Pages