...διακατέχεται από την μετά γνώσεως πίστη
Ο Πλάτων στον «Γοργία» μας κάνει λόγο για δύο είδη πίστεως∙ την ψευδή και την αληθινή.
«Άραγε, Γοργία, είναι δυνατόν να υπάρχει πίστη ψευδή και αληθινή;» Εσύ θα απαντούσες θετικά, καθώς εγώ υποθέτω.
Για την ψευδή πίστη, κάνει λόγο και στην «Πολιτεία» όπου καθορίζει τέσσερεις(4) “διαδικασίες” με τις οποίες η ψυχή και κατ’ επέκταση ο άνθρωπος δύναται να γνωρίσει κάτι. Αυτές με σειρά από το ανώτερο προς το κατώτερο είναι:
επιστήμη(=αληθινή γνώση) -> διάνοια -> πίστη -> εικασία
Από αυτά τα τέσσερα, τα δύο πρώτα, ανήκουν σε μία ευρύτερη έννοια, τη νόηση και τα 2 τελευταία στη δόξα(=απλή γνώμη)
«Θα μας είναι λοιπόν ικανοποιητικό, όπως πρωτύτερα, να ονομάζουμε το πρώτο τμήμα “επιστήμη”, το δεύτερο “διάνοια”, το τρίτο “πίστη” και το τέταρτο “εικασία”• αυτά τα δύο τελευταία να τα λέμε από κοινού “δόξα” και τα δύο πρώτα “νόηση”• να συσχετίζεται η δόξα με τη “γένεσιν” και η νόηση με την “ουσία”• και όπως συσχετίζεται η ουσία με τη γένεσιν, έτσι να συσχετίζεται η νόηση με τη δόξα, και όπως συσχετίζεται η νόηση με τη δόξα, έτσι να συσχετίζεται η επιστήμη με την πίστη και η διάνοια με την εικασία.»
Για την αληθινή πίστη, κάνει λόγο στους «Νόμους»:
«Η αλήθεια ηγείται όλα τα αγαθά, σε Θεούς και ανθρώπους∙ όποιος θέλει να γίνει μακάριος και ευδαίμων, εξ’ αρχής πρέπει να μετέχει σε αυτή, και να ζει ως το πλείστον ως αληθής∙ αυτός είναι ο πιστός»
Άρα, κατανοούμε ότι ο εραστής του μεγαλύτερου θείου αγαθού, της αλήθειας, διακατέχεται από την αληθινή πίστη. Για να αντιληφθούμε όμως κάπως παραπάνω το θέμα του συνδυασμού αλήθειας και πίστεως, και πως η τελευταία μας συνδέει με τους Θεούς θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στον «Φαίδρο» μας αναφέρει ο Πλάτων το «πεδίο της αλήθειας», το οποίο το ονομάζει λειμώνα(=λιβάδι) και όσα περιέχει γίνονται ορατά από τις ψυχές όταν εκείνες “περάσουν” πάνω από την ουράνια αψίδα, κάθονται με την πλάτη στον ουράνιο θόλο και βλέπουν καθώς εκείνος περιφέρεται τα θεάματα του υπερουράνιου τόπου. Αυτά γίνονται ορατά μόνο από τον Ηνίοχο, ο οποίος υψώνει το κεφάλι του προς τον τόπο που είναι έξω από τον ουρανό και θεάται τα όντα εκεί. Ο Πρόκλος, αναλύοντας αυτό το θέμα μας πληροφορεί ότι εκτός από το «πεδίο της αλήθειας», υπάρχει και το «άδυτο της αλήθειας». Η αλήθεια αυτή, συνδέεται με τον Απόλλωνα. Ο Απόλλων συνδέεται με τον Ήλιο, και ο Ήλιος με το Αγαθό. Από αυτά τα τρία πηγάζει φως∙ το αισθητό του Ηλίου, το νοερό του Απόλλωνος και το υπερούσιο του Αγαθού.
«Γιατί καθένας από αυτούς του Θεούς (Ήλιος, Απόλλων) είναι ανάλογος με το Αγαθό, και το αισθητό φως και η νοερή αλήθεια είναι ανάλογα με το υπερούσιο φως· και τα τρία αυτά φώτα ακολουθούν το ένα τ’ άλλο, το θείο, το νοερό και το αισθητό· το αισθητό φτάνει στα αισθητά από τον ορατό ήλιο, το φως του Απόλλωνος φθάνει στα νοερά και το φως του Αγαθού στα νοητά.»
Έως εκ τούτου, ο εραστής της αλήθειας, δηλαδή του νοερού φωτός του Απόλλωνος, γίνεται πιστός και με την πίστη αυτή λούζεται από το υπερούσιο φως του Αγαθού.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόκλος, μας ξεκαθαρίζει το θέμα της πίστεως, λέγοντας:
«Για το Αγαθό δεν χρειάζονται πλέον τη γνώση και την ενέργεια όσοι αδημονούν να συνδεθούν με αυτό, αλλά κατάσταση ιδρύσεως(σταθερότητα το μεταφράζει), μονιμότητας και ηρεμίας. Τί λοιπόν θα μας ενώσει με αυτό; Τί θα σταματήσει την ενέργεια και την κίνηση; Τί όλα τα Θεία τα ενώνει με την πρώτιστη και άρρητη Ενάδα της Αγαθότητος; Πώς καθετί ενιδρυμένο(εδραιωμένο σε μετάφραση) μέσα στον ανώτερό του με βάση το Αγαθό, στον εαυτό του πάλι εδράζει(εδραιώνει σε μετάφραση) όσα το ακολουθούν ως την αιτία τους;
Για να μιλήσω συνοπτικά, των Θεών πίστις εστίν αυτή που συνενώνει(ενίζουσα το αρχαίο) σύμπαντα τα γένη Θεών, Δαιμόνων και Ευδαιμόνων ψυχών. Διότι δεν πρέπει ούτε γνωστικώς, ούτε ατελώς να επιζητούν το Αγαθό, αλλά παραδίδοντας τους εαυτούς τους στο Θείο Φως και «κλείνοντας τα μάτια» (μυσάντας στο αρχαίο), έτσι να εδραιώνονται στην άγνωστη και κρύφια Ενάδα των Όντων∙ διότι αυτό το γένος της πίστης πρεσβύτερον εστι της γνωστικής ενέργειας, όχι σε εμάς, αλλά και στους ίδιους τους Θεούς, και σύμφωνα με αυτό όλοι οι Θεοί έχουν συνενωθεί και σε ένα κέντρο μονοειδώς συγκεντρώνουν όλες τις δυνάμεις και τις προόδους τους.
Αν όμως πρέπει και στα επιμέρους να την προσδιορίσουμε, μη μου θεωρήσεις αυτή την πίστη ίδια με την πλάνη γύρω από τα αισθητά∙ διότι αυτή υπολείπεται της επιστημής και πολλώ μάλλον της των όντων αλήθειας, ενώ η των Θεών πίστη ανεβάζει άπασα τη γνώση και στην κορυφαία Ένωση συνδέει τα δεύτερα(κατώτερα) με τα πρώτα(ανώτερα).
Ούτε πάλι να μην εννοήσεις την πίστη που τώρα υμνούμε όμοια με την πίστη των αποκαλουμένων κοινών εννοιών∙ διότι και τις κοινές έννοιες τις πιστεύουμε πριν από κάθε συλλογισμό, αλλά η γνώση και αυτών είναι μεριστή και με κανένα τρόπο ισάξια με την Θεία Ένωση, και η επιστήμη αυτών όχι μόνο από την πίστη αλλά και από την νοερά απλότητα είναι κατώτερη(δεύτερη)∙ διότι ο νους βρίσκεται επέκεινα πάσης επιστήμης, και από την πρώτη και από αυτή που βρίσκεται μετά την πρώτη.
Ας μην υποστηρίξουμε λοιπόν ότι είναι η ενέργεια του νου ίδια με αυτού του είδους την πίστη∙ καθώς η ενέργεια αυτή είναι πολυειδής(πολύμορφη στη μετάφραση) και διαχωρίζεται από την ετερότητα των νοουμένων της και γενικά από την νοερή κίνηση περί του νοητού∙ πρέπει όμως η Θεία Πίστη να υπάρχει ήρεμη και ενοειδή(ενιαία), τοποθετημένη με τελειότητα(τελείως ιδρυνθείσαν στο αρχαίο) μέσα στο λιμάνι(όρμο στο αρχαία) της Αγαθότητας.
Διότι ούτε το καλόν, ούτε το σοφόν, ούτε κανένα άλλο από τα όντα είναι τόσο πιστό(αξιόπιστο) για όλα τα όντα και ασφαλές και απομακρυσμένο πάνω από κάθε αμφιβολία και διαιρεμένη απόπειρα συλλήψεως και κινήσεως, όπως το Αγαθό. Λόγω αυτού λοιπόν και ο νους ασπάζεται μία άλλη ένωση, ανώτερη από την νοερή ενέργεια και προηγούμενη από την ενέργεια∙ και η ψυχή την ποικιλία του νου και την των ειδών αγλαΐαν(λαμπερό κόσμο) δεν τα υπολογίζει καθόλου σε σύγκριση με την υπεροχή του Αγαθού απ’ όλα, και ανατρέχοντας στην ύπαρξή της αφήνει τη νόηση(το νοείν) και πάντοτε επιδιώκει και κυνηγά και ποθεί και αδημονεί να εγκολπωθεί στο Αγαθό και μόνο σε αυτό από όλα παραδίδει τον εαυτό της άφοβα.
[…] Αυτό λοιπόν το ένα λιμάνι (όρμος) είναι το πιο ασφαλές από όλα τα όντα και αυτό είναι το πιο πιστό(αξιόπιστο) για όλα τα όντα. Και γι’ αυτό βέβαια και η επαφή με Αυτό και η ένωση αποκαλείται πίστη∙ και όχι μόνο αλλά και από τον Πλάτωνα στους «Νόμους» έχει διακηρυχτεί η συγγένεια αυτής της πίστεως με την αλήθεια και τον έρωτα. Ξεγελά όμως τους περισσότερους κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι δεν πραγματεύεται αυτά, καθώς κάνει λόγο για τα αντίθετα και συγκεντρώνει μαζί τους υποβιβασμούς από αυτή την τριάδα.
Λέει λοιπόν και ο ίδιος ξεκάθαρα εκεί ότι «ο φιλοψευδής είναι άπιστος, ο άπιστος είναι άφιλος(ακατάλληλος για φιλία)∙ είναι λοιπόν αναγκαίο ο φιλαληθής να είναι πιστός(αξιόπιστος) και ο πιστός να είναι κατάλληλος για φιλία. Από αυτά λοιπόν ας δούμε την ίδια την αλήθεια, την πίστη, τον έρωτα, και ας συλλάβουμε με τον λογισμό την μία αυτών κοινωνία.
Αν όμως θέλεις, και πριν από αυτά ας θυμηθούμε ότι η αρετή που συνάγει τα διαφορετικά και αναιρεί τους μέγιστους πολέμους (εννοώ τις στάσεις εντός των πόλεων) πιστότητα(εμπιστοσύνη) την έχει αποκαλέσει∙ από αυτά η πίστη παρουσιάζεται ως αιτία ενώσεως, κοινωνίας και ηρεμίας∙ και αν σε μας υπάρχει μια τέτοια δύναμη, περισσότερο θα υπάρχει στους Θεούς.
Διότι αφού σε αυτόν γίνεται λόγος για μία «θεία σωφροσύνη, δικαοσύνη και επιστήμη», πως δεν θα υπάρχει σε εκείνους πίστη που συνέχει ολόκληρο τον διάκοσμο των αρετών; Για να μιλήσουμε λοιπόν περιληπτικά, τρία είναι αυτά που συμπληρώνουν τα Θεία, τα οποία διαπερνούν πάντα τα κρείττονα γένη, αγαθότης, σοφία, κάλλος∙ τρία πάλι είναι και αυτά που συνάγουν αυτά που συμπληρώνονται, κατώτερα από εκείνα, απλωμένα όμως σε όλες τις θείες διακοσμήσεις, η πίστη, η αλήθεια και ο έρως.
Και όλα μέσω αυτών σώζονται και συνάπτονται με τις πρωτουργές αιτίες, άλλα από την ερωτική μανία, άλλα από τη θεία φιλοσοφία και άλλα από την θεουργική δύναμη[με την θεουργία συνδέεται η πίστη, αφού μέσω αυτής, οι θεουργοί πετύχαιναν την ένωση με το αγαθό ακόμα και για τα άψυχα πράγματα όπως τα αγάλματα πχ. ], η οποία είναι ανώτερη από κάθε ανθρώπινη σωφροσύνη και επιστήμη, συγκεντρώνοντας τα αγαθά της μαντικής και τις καθαρτικές δυνάμεις της τελεσιουργικής και γενικά όλες τα ενεργήματα της ενθέου καταλήψεως.»
Καθώς και:
«Οι υποστάσεις στους νοητούς και κρυφίους Θεούς είναι τρεις, με τη μία να χαρακτηρίζεται από το Αγαθό («εκείνη που νοεί το Αγαθό καθαυτό, όπου είναι η πατρική μονάς», λέει το Λόγιο), την άλλη από τη σοφία, όπου και η πρώτη νόηση, και την τρίτη από το καλόν, όπου και το κάλλιστον μεταξύ των νοητών, σύμφωνα με τον λόγο του Τιμαίου∙ υπάρχουν επίσης σύμφωνα με αυτές τις νοητές αιτίες, τρεις μονάδες που κατ’ αιτίαν υπάρχουν στα νοητά και με τρόπο ενοειδώς, εκφαινόμενες πρώτα στην «άφθεγκτή» τάξη των Θεών – η «πίστη», η «αλήθεια» και ο «έρως».
Η πίστη εδραιώνει και εγκαθιστά τα πάντα στο Αγαθό, η αλήθεια αποκαλύπτει την εντός όλων των όντων γνώση, και ο έρως επιστρέφει και συνάγει(συγκεντρώνει) τα πάντα στη φύση του καλού.»