Γιατί οι άνθρωποι προτιμούν τις σωματικές ηδονές; - Point of view

Εν τάχει

Γιατί οι άνθρωποι προτιμούν τις σωματικές ηδονές;

 «Επειδή δεν πρέπει μόνο να λέμε την αλήθεια αλλά και το αίτιο του ψεύδους.»

Αριστοτέλης

Ποια είναι η αλήθεια για την ηδονή και ποιο το ψεύδος; Η πραγμάτευση του Αριστοτέλη για την ηδονή ακολουθεί τη μέθοδό του. Ως φυσικός φιλόσοφος και βιολόγος δεν μπορεί να παραβλέψει ότι τα ζώα, οι άνθρωποι, ακόμη και τα μικρά παιδιά επιδιώκουν την ηδονή. Το γεγονός αυτό τον εμποδίζει να καταδικάσει την ηδονή εν γένει. Εδώ έγκειται το λάθος. Οι ηδονές καταδικάζονται συλλήβδην χωρίς να είναι όλες κακές. Για παράδειγμα, ακόμη και ο φρόνιμος άνθρωπος (αυτός που λειτουργεί με γνώμονα τη φρόνηση) έχει μερίδιο στην ηδονή, την ηδονή του νου. Οι περισσότεροι όμως όταν μιλούν για ηδονή εννοούν μόνο τη σωματική, με αποτέλεσμα να μονοπωλεί το όνομα:

«αλλά οι σωματικές ηδονές έχουν κληρονομήσει το όνομα γιατί οι άνθρωποι ορμούν σ’ αυτές πολύ συχνά και όλοι συμμετέχουν σ’ αυτές· επειδή λοιπόν είναι οι μόνες γνώριμες, γι’ αυτό νομίζουν ότι είναι και οι μοναδικές.»
Αριστοτέλης

Η πρώτη αιτία της μαζικής προτίμησης των σωματικών ηδονών έχει ήδη λεχθεί.




 Πρόκειται για το γνωριμότερο είδος που ο καθένας μπορεί να απολαύσει χωρίς κόπο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό για τον Αριστοτέλη, που δεν παύει να αναζητεί τις αιτίες ακόμη και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επομένως, θα αναλύσει τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι επιλέγουν τις σωματικές ηδονές. Όπως ομολογεί, «όταν κάτι που δεν είναι αληθές φαίνεται εύλογο, θα πρέπει να πιστέψουμε περισσότερο στο αληθές». Η παρουσίασή του λοιπόν θα αποτελέσει μια μεθοδική και συστηματική καταγραφή των επιχειρημάτων υπέρ των σωματικών ηδονών. Ένα προς ένα θα μελετηθούν όλα, αρχής γενομένης της σχέσης της ηδονής με τη λύπη.

«Επομένως πρέπει να πούμε για ποιον λόγο οι σωματικές ηδονές φαίνονται προτιμότερες από τις άλλες. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ηδονή αποδιώχνει τη λύπη· εξαιτίας της υπερβολικής λύπης, οι άνθρωποι επιδιώκουν την υπερβολική ηδονή και γενικά τη σωματική ως θεραπευτική. Αυτές οι θεραπευτικές ιδιότητες της ηδονής γίνονται έντονες, γι’ αυτό και τις επιδιώκουν, καθώς φαίνονται αντίθετες από τις άλλες.»
Αριστοτέλης


Ξεκινά από την αρχή, από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ηδονή απαλλάσσει από τη λύπη. Έχει ήδη ειπωθεί βέβαια ότι οι σωματικές αποτελούν τον γνωριμότερο τύπο ηδονής και πιο εύκολα προσβάσιμο από όλους, τόσο από τα ζώα όσο και από τους φαύλους ανθρώπους που λόγω συνήθειας τις ακολουθούν χωρίς κριτήριο. Αλλά η ευκολία ποτέ δεν αποτέλεσε επιχείρημα. Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι διττή. Από τη μια, οι θεραπείες συμπληρώνουν μια έλλειψη είναι καλύτερο κάποιος να μην χρειάζεται θεραπεία παρά να στρέφεται προς τα εκεί για να αναπληρώσει το κενό. Θα προσθέσει και ένα τρίτο επιχείρημα: Οι ηδονές αυτές αναζητούνται στη διαδικασία ολοκλήρωσης και είναι μόνο κατά σύμπτωση καλές.




 Θα επιστρέψει όμως στο προηγούμενο ζήτημα γρήγορα για να συμπληρώσει τη σκέψη του:

«Επιπλέον, οι άνθρωποι τις κυνηγούν εξαιτίας της σφοδρότητάς τους, και επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να χαρούν άλλες ηδονές. Αυτοί, αλήθεια, συνηθίζουν τον εαυτό τους να έχει κάποια δίψα γι’ αυτές. Όταν λοιπόν είναι αβλαβείς, δεν είναι μεμπτό, αλλά το να είναι βλαβερές είναι κακό. Επειδή δεν έχουν άλλα πράγματα με τα οποία να χαρούν και σε πολλούς αυτά προκαλούν λύπη από τη φύση τους.»
Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης προσθέτει και άλλους τύπους ανθρώπου που επιλέγουν τις σωματικές ηδονές. Οι νέοι, τους οποίους παραλληλίζει με τους μεθυσμένους, ακολουθούν τις ηδονές. Εξάλλου, η νεότητα από μόνη της είναι κάτι ευχάριστο. Παρομοίως οι εκ φύσεως μελαγχολικοί χρειάζονται πάντοτε μία θεραπευτική αγωγή, και λόγω της διέγερσης το σώμα τους επιδιώκει σφοδρές επιθυμίες. Ως εκ τούτου, για να απαλλαγούν από τη λύπη επιλέγουν την ηδονή και μάλιστα όχι την αντίθετη της λύπης αλλά οποιαδήποτε άλλη τυχαία ηδονή. Οι ηδονές όμως δεν λειτουργούν όλες ως αντίδοτο στον πόνο. Οι θεραπευτικές δεν προσφέρουν μόνιμα ηδονή, καθώς είναι τυχαίες.

Έχει γίνει φανερό ότι η ηδονή δεν μπορεί να είναι ούτε βλαβερή ούτε συμπτωματική για τον Αριστοτέλη. Στην ουσία προσπαθεί να αποκαταστήσει την έννοια της ηδονής, αποδεσμεύοντάς την από το σωματικό της περίβλημα. Οι σωματικές ηδονές είναι αναγκαίες αν δεν ξεπερνούν το μέτρο, αν δεν είναι βλαβερές. Ωστόσο, δεν είναι αυτές που προσφέρουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση στον άνθρωπο, τουλάχιστον όχι σε όποιον έχει γευτεί άλλου είδους ηδονές. Όποιος όμως μένει σ’ αυτές, καθώς είναι οι μόνες γνώριμες για τον ίδιο, δεν μπορεί να αγγίξει την ευδαιμονία. Γι’ αυτό ούτε τα παιδιά ούτε τα ζώα ονομάζονται ευδαίμονα.





Η πραγμάτευση των σωματικών ηδονών είναι συνυφασμένη με την Αριστοτελική θεωρία της ψυχής. Η ψυχή αποτελείται από μέρη. Το κατώτερο μέρος της, το θρεπτικό, το μοναδικό κοινό σε όλα τα έμβια όντα (φυτά, ζώα, ανθρώπους) είναι αυτό που περιλαμβάνει τις λειτουργίες του σώματος που σχετίζονται με τις σωματικές ηδονές (τροφή, αναπαραγωγή). Μπορεί το σώμα στον Αριστοτέλη να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή (έμψυχο=έμβιο) αλλά ο άνθρωπος διακρίνεται από τα υπόλοιπα ζώα χάρη σε ανώτερες λειτουργίες. Αυτές είναι που θα οδηγήσουν στην ευδαιμονία. Και η ευδαιμονία ως κατάσταση περιλαμβάνει την ηδονή. Ακόμη και τη σωματική. Αυτό είναι όμως το κατώτερο είδος της.

Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει τη θεωρία της ηδονής και με τη Μεταφυσική και Φυσική του φιλοσοφία. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι απλή, το έμψυχο σώμα έχει λειτουργίες. Πολλές λειτουργίες. Η φύση του δεν είναι απλή. Αν ήταν μία (π.χ. μόνο η θρεπτική) θα ευχαριστιόταν μόνο με αυτά τα πράγματα. Αλλά ο άνθρωπος έχει αισθήσεις και φυσικά το ανώτερο μέρος της ψυχής είναι η νοητική. Ως φθαρτό ον ο άνθρωπος δεν έχει απλή φύση, ώστε να χαίρεται με τα ίδια πράγματα. Όπως ο Αριστοτελικός θεός, το πρώτο κινούν ακίνητο, η νοήσεως νόησις που είναι μακάριος:

«Δεν προσφέρει πάντοτε το ίδιο πράγμα ηδονή λόγω του ότι δεν είναι απλή η φύση μας, αλλά ενυπάρχει και κάτι άλλο, σύμφωνα με το οποίο είμαστε φθαρτοί, ώστε αν κάτι πράττει κάτι άλλο, αυτό για μια άλλη φύση να είναι αντίθετο, όταν όμως εξισορροπούν, η πράξη δεν φαίνεται να προσφέρει ούτε ηδονή ούτε λύπη. Επειδή αν κάποιου η φύση ήταν απλή, η ίδια πράξη θα ήταν πάντα ευχάριστη. Για τον λόγο αυτό ο θεός χαίρεται πάντοτε με μία και απλή ηδονή. Διότι η ενέργεια δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της κίνησης αλλά και της ακινησίας, και η ηδονή βρίσκεται περισσότερο στην ηρεμία παρά στην κίνηση.»
Αριστοτέλης

Οι άνθρωποι μπορούν λόγω της φύσης τους να απολαύσουν την ηδονή με πολλούς τρόπους. Με το κατώτερο ή με το ανώτερο μέρος της ψυχής, ξεκινώντας με την ηδονή που απορρέει από τις λειτουργίες της θρεπτικής ψυχής (η οποία είναι κοινή σε όλα τα έμβια) έως τη νοητική λειτουργία του παθητικού ή ενεργητικού νου (η οποία είναι κοινή στον άνθρωπο και τον Αριστοτελικό θεό).

Αλλά ο Αριστοτέλης δεν έχει ολοκληρώσει την πραγμάτευση της ηδονής. Θα επανέλθει στο δέκατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων για να συνοψίσει τη θεωρία της ηδονής: Υπάρχουν καλές και κακές ηδονές, όπως οικείες και μη. Οι ηδονές των ζώων δεν είναι τελικά οι ίδιες με των ανθρώπων, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο τον οποίο παραθέτει:

 «Οι όνοι θα προτιμούσαν τα άχυρα από το χρυσάφι»

 Αριστοτέλης,

 καθώς η τροφή για τα ζώα είναι μεγάλη ηδονή. Ανάλογα και τα παιδιά θεωρούν σπουδαιότερα αυτά που αρέσουν στα ίδια. Με ποιο κριτήριο όμως;

Οι σωματικές ηδονές στον Αριστοτέλη βρίσκουν τη θέση τους. Δεν καταδικάζονται ούτε εξαίρονται. Όπως και όλες οι επιθυμίες είναι αποτέλεσμα μάθησης και ήθους, συνήθειας. Επομένως, αν κάποιος μπορεί να γευτεί όλα τα είδη της ηδονής, χωρίς να είναι καταδικασμένος στη γνωριμία μόνο των σωματικών ηδονών, μπορεί να επιλέξει την πιο ευχάριστη. Χωρίς περιορισμούς.

***

Έλσα Νικολαΐδου

Καθηγήτρια Φιλοσοφίας

via

Pages