Ο Πλάτων για τη σχέση σώματος και ψυχής - Point of view

Εν τάχει

Ο Πλάτων για τη σχέση σώματος και ψυχής



  Ο Πλάτων στο έργο του «Φαίδων ή περί ψυχής» μέσα από έναν διάλογο παρουσιάζει ορισμένες βασικές θέσεις του σχετικά με την ψυχή. Πρόκειται για μια αφήγηση, έναν διάλογο που έχει πραγματοποιηθεί ανάμεσα στον Σωκράτη και τους φίλους του, λίγο πριν πιει το κώνειο κι ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Φαίδων αφηγείται τη συζήτηση που έγινε στον Εχεκράτη. Το έργο διαπραγματεύεται τη σχέση σώματος και ψυχής, ενώ έμφαση δίνεται στην ανωτερότητα και την αθανασία της ψυχής.


Ο Πλάτων στο έργο του «Φαίδρος», περιγράφει την ψυχή ως ένα άρμα που το οδηγούν φτερωτά άλογα κι ένας ηνίοχος. Το ένα άλογο είναι άριστο και με ευγενική καταγωγή (το θυμοειδές της ψυχής), που αφορά την ψυχή και την αθανασία της, ενώ το άλλο αναζητά επιφανειακές και εφήμερες ανάγκες (το επιθυμητικό της ψυχής), το οποίο αντιστοιχεί στο σώμα. Η ψυχή αποτελείται από τρία μέρη: το λογιστικό μέρος (ικανότητα λογικής σκέψης), το θυμοειδές (γενναιότητα και θέληση) και το επιθυμητικό μέρος (επιθυμίες και πάθη). Στο έργο του «Τίμαιος», ο Πλάτων αναφέρει ότι η ψυχή του κόσμου αποτελείται από αδιαίρετη και διαιρετή ουσία. Η πρώτη εξασφαλίζει την ενότητα στην ψυχή, ενώ η δεύτερη συνδέεται με την πολλαπλότητα και αφορά στα σώματα. Δυο ακόμη συστατικά της ψυχής είναι η ταυτότητα και η ετερότητα.

  Ο Πλάτων κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο ανίδωτο και στο ορατό, λέγοντας ότι το σώμα είναι ορατό, ενώ η ψυχή δεν είναι ορατή, αλλά διατηρεί πάντα την ταυτότητά της. Η ψυχή είναι αόρατη, άυλη και μοιάζει περισσότερο από ότι το σώμα με το ανίδωτο. Όταν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα για να εξετάσει κάτι ή τις αισθήσεις του σώματος, όπως την όραση ή την ακοή, μπορεί να παρασυρθεί από το σώμα προς αυτά που δεν διατηρούν την ταυτότητά τους και να αρχίσει να περιπλανιέται, να ταράζεται και να βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης, εξαιτίας της επαφής της με τέτοιου είδους πράγματα. Η περιπλάνηση μπορεί να σταματήσει μόνο αν η ψυχή μείνει μόνη της και διατηρεί διαρκώς την ταυτότητά της. Το πάθημα αυτό το ονομάζει φρόνηση. «Η ψυχή είναι κάτι που μοιάζει περισσότερο με εκείνο που βρίσκεται πάντα στην ίδια κατάσταση, παρά μ’ αυτό που δεν βρίσκεται πάντα στην ίδια κατάσταση» (Πλάτων, 1995, σ. 139).


  Μέσα από τη συνύπαρξη της ψυχής με το σώμα, «για το μεν σώμα η φύση προστάζει να υπηρετεί και να άρχεται, ενώ για την ψυχή να άρχει και να κυριαρχεί». Παρομοιάζει την ψυχή με το θείο, το αθάνατο και το νοητό, που αποτελεί μια μορφή και διατηρεί πάντοτε αναλλοίωτη την ταυτότητά του, ενώ παρομοιάζει το σώμα με το θνητό, το ανθρώπινο και το μη νοητό, που μπορεί να διαλυθεί και δεν είναι ποτέ ίδιο με τον εαυτό του. Η ψυχή μπορεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σωματικό, εξαιτίας της συναναστροφής με το σώμα και κατά συνέπεια βαραίνει, έλκεται στον ορατό τόπο και φοβάται το ανίδωτο και τον Άδη. Οι ψυχές μπορεί να φύγουν αμόλυντες ή μη αμόλυντες, με αποτέλεσμα να μετέχουν στο ορατό. Καλότυχες χαρακτηρίζονται οι ψυχές που φτάνουν πάλι σε ένα ανάλογο κοινωνικό και ήμερο γένος (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια) ή στο ανθρώπινο γένος.

  Εστιάζοντας στην ψυχή του φιλοσόφου, αναφέρει ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με την αποδέσμευση από το σώμα, ενώ απέχει από τις ηδονές, τις επιθυμίες, τις λύπες και τους φόβους όσο μπορεί. «Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι αναγκασμένη να ευχαριστηθεί έντονα ή να λυπηθεί για κάτι και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι αυτό ακριβώς που της προκάλεσε τόση συγκίνηση είναι το πιο ξεκάθαρο και το πιο αληθινό πράγμα, ενώ δεν είναι έτσι, αυτά δεν είναι κατ’ εξοχήν τα ορατά ή μήπως όχι;» (Πλάτων, 1995, σ. 152). Η ηδονή και η θλίψη καρφώνει την ψυχή στο σώμα, τη στερεώνει, την κάνει σωματική και την κάνει να θεωρεί ότι αληθινά είναι όσα συμφωνούν με αυτά που πιστεύει το σώμα.

  Επίσης, στο κείμενο αναφέρεται ότι η ψυχή είναι μακρόβια, ενώ το σώμα είναι πιο αδύναμο και βραχύβιο. Στον διάλογο, ο Σιμμίας αμφιβάλλει και φοβάται μήπως η ψυχή, που είναι θεϊκότερη και καλύτερη από το σώμα, χάνεται πριν από αυτό, ενώ ο Κέβης υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι μακροβιότερη από το σώμα, αλλά προβληματίζεται μήπως, αφού λιώσει πολλά σώματα και όταν εγκαταλείψει το τελευταίο σώμα, καταστρέφεται και η ίδια. Όπως αναφέρει και στον «Τίμαιο», ο θεός έπλασε την ψυχή πρότερη και πρεσβύτερη του σώματος. «Φοβήθηκα μήπως τυφλωθώ τελείως στην ψυχή βλέποντας τα πράγματα με τα μάτια και προσπαθώντας να τα αγγίξω με κάθε μου αίσθηση» (Πλάτων, 1995, σ. 207).

  Η ψυχή θεωρείται ότι είναι αυτή που κάνει ζωντανό το σώμα, ενώ μπορεί να φέρει ζωή σε ότι κι αν έχει στην κατοχή της. Η ψυχή χαρακτηρίζεται ως αθάνατη και ανώλεθρη, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ενώ οι ψυχές μετά τον θάνατο του σώματος πηγαίνουν στον Άδη. Επομένως, θεωρείται ότι εφόσον η ψυχή είναι αθάνατη έχει ανάγκη από τη φροντίδα όχι μόνο για τον χρόνο που ζει μέσα σε ένα σώμα, αλλά για το συνολικό χρόνο. Η ψυχή πηγαίνει στον Άδη κουβαλώντας μαζί της μόνο την παιδεία και την ανατροφή της, τα οποία ωφελούν ή βλάπτουν την πορεία της προς τα εκεί. Σε περίπτωση που η ψυχή διαθέτει ευπρέπεια και φρόνηση ακολουθεί υπάκουα και δεν αγνοεί τι της συμβαίνει, ενώ η ψυχή που είναι παθιασμένη με το σώμα μπορεί να οδηγηθεί από τον δαίμονα σε άλλο τόπο με καταναγκασμό και δυσκολία.



Πηγές:

Πλάτων. (1993). Φαίδων ή περί ψυχής. Κάκτος.

Πλάτων. (1995). Τίμαιος. Πόλις.

Πλάτων. (2006). Φαίδρος. Ζήτρος.
via

Pages