(…) Γυρίζοντας νύχτα σπίτι, ένα αυτοκίνητο που ερχόταν σταθερά από πίσω μου με στράβωνε με τους προβολείς του· όποιος οδηγεί, ξέρει πόσο επικίνδυνο, βασανιστικό και εξοργιστικό είναι αυτό· του έκανα διάφορα νοήματα, χαμπάρι! Κάποια στιγμή, δεν άντεξα, έβγαλα το χέρι απ’ το παράθυρο, σε μια παρατεταμένη, μεγαλόπρεπη μούντζα. Όταν πια σταμάτησα έξω απ’ το γκαράζ, σταμάτησε κι εκείνο: κοιτάζω απ’ το καθρεφτάκι και διακρίνω τον -συμπαθέστατο μάλιστα– γείτονα που είχε θέση στο ίδιο γκαράζ! Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί… Έκτοτε κοιτάζω καλά καλά ποιος έρχεται πίσω μου, στη γειτονιά· γιατί αλλού, ούτε λόγος, μούντζα θα πέσει και πάλι.
Κοινωνικές αναστολές, ανάμεικτες με φόβο, δέος, ανάλογα, μέσα στην ίδια οικογένεια, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο χωριό, ανάλογα με τη θέση, μπορεί και ανώτερη, του άλλου, ορίζουν τη συμπεριφορά μας, ολόκληρο πλέγμα συμβάσεων και μικρών ή μεγάλων καταναγκασμών.
Οπότε, με την πρώτη ευκαιρία, ευχαρίστως σπάμε την άτιμη την αλυσίδα, και πάλι, ανάλογα, πουλάμε εξουσία, τσαμπουκά, ή απλούστατα αφήνουμε ελεύθερα τα συναισθήματά μας, που είναι παγίως, πάντοτε, φόβος για καθετί καινούριο ή ξένο, δυσφορία έως αποστροφή για ό,τι ξεφεύγει από τον έλεγχό μας -γνωστότατο το φαινόμενο, διέπει όλη μας τη ζωή, τη στάση μας απέναντι σε καινούριες ιδέες, σε αλλαγές στη μόδα, στη γλώσσα, γενικά απέναντι στις νεότερες γενιές κτλ. (…)