«Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα», παραδοσιακή παροιμία. Εντάξει, να μην αναβάλλεις, έχεις και πολλές δουλειές. Να πας σούπερ μάρκετ, να καθαρίσεις, να πληρώσεις λογαριασμούς. Όλη τη βδομάδα τρέχεις στη δουλειά, στο σπίτι. Βάλε πλυντήριο, μαγείρεψε, πλύνε τα πιάτα, σιδέρωσε τα ρούχα.
Παραπονιέσαι συνέχεια πως δε σου φτάνει ο χρόνος, είσαι συνέχεια κουρασμένος, αγχωμένος, πανικόβλητος σχεδόν. Αφήνεις για το σαββατοκύριακο ότι δεν πρόλαβες να κάνεις μέσα στη βδομάδα, να δεις φίλους, να βγεις, να ξεκουραστείς βρε αδερφέ. Το έχεις ανάγκη, το θέλεις.
Κι έρχεται η μέρα που μπορείς να κάνεις όλα όσα δεν πρόλαβες τις προηγούμενες. Δεν κάνεις τίποτα. Το κορμί σου αρνείται να υπακούσει την εντολή «καθάρισε» ή οποιαδήποτε άλλη.
Βυθίζεσαι στη λήθη της απραξίας, το πολύ -πολύ να ξαναδείς όλα τα επεισόδια του Game of thrones (τιμή και δόξα στους έλληνες υποτιτλιστές) και είναι πολλά, δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτε άλλο.
Ή χαζεύεις στο χαζοκούτι σα λοβοτομημένος, με μάτια απλανή και το μυαλό να ακούει χωρίς να ακούει τις βλακείες της τηλεόρασης.
Τι κάνεις λοιπόν στον τόσο πολύτιμο ελεύθερο χρόνο σου;
Σαπίζεις στον καναπέ, τρως delivery, δε σηκώνεις το τηλέφωνο, δεν κάνεις ούτε μπάνιο.
Βαριέσαι. Βλέπεις το τασάκι γεμάτο και σκέφτεσαι «πρέπει να το αδειάσω». Μένεις στη σκέψη. Που να σηκώνεσαι τώρα, να το κουβαλάς μέχρι την κουζίνα, να ανοίγεις τον κάδο με τα σκουπίδια, να το αδειάζεις, να γυρνάς πίσω. Προτιμάς να πάρεις ένα καθαρό και να τα έχεις και τα δυο μπροστά σου. Θα το κάνεις μετά.
Η αναβλητικότητα είναι η δίδυμη αδερφή της βαρεμάρας, λίγο μεγαλύτερη για να την προστατεύει κιόλας. «Μετά». Μεγάλη κουβέντα.
Για το ξεκάρφωμα, όταν πας – αναπόφευκτα – στο μπάνιο, θα πάρεις μαζί σου και το τασάκι ή το περιτύλιγμα της σοκοφρέτας που τσάκισες ξαπλωμένος. Ή το ένα ή το άλλο όμως, όχι και τα δυο μαζί. Βλέπεις το διαμορφωμένο χάλι στο σπίτι σου με συγκατάβαση, και τι έγινε που είναι ακατάστατο, σκασίλα σου. Αν πεινάσεις θα πειραματιστείς με ό,τι υπάρχει για να φτιάξεις κάτι γρήγορο κι απλό. Πόσα αριστουργήματα βγήκαν έτσι από την κουζίνα σου;
Αν χτυπήσει το τηλέφωνο (σε περίπτωση που το σηκώσεις) και δεχτείς πρόσκληση για έξοδο θα επικαλεστείς τα πάντα για να αρνηθείς. Κρύωσες, πονάει η μέση, περιμένεις κόσμο, χάλασε η βρύση, σου επιτίθενται Αρειανοί. Δε θες να δεις κανέναν, ούτε να μιλήσεις. Θες να βουλιάξεις στη βαρεμάρα σου και να το απολαύσεις.
Η βαρεμάρα είναι πιο ωραία όταν είσαι μόνος, γιατί αλλιώς όλο και κάποιος θα σε τσιγκλίσει να βγεις από αυτήν. Εσύ όμως έχεις ανάγκη να κάνεις μια παύση, να σταματήσεις να τρέχεις πέρα – δώθε κι όπως είναι της μόδας τελευταία, να κάνεις μια επανεκκίνηση του εαυτού σου, κάτι που γίνεται μόνον αφού πρώτα σταματήσει το μηχάνημα.
Να κάνεις ό,τι σου καπνίσει είναι πολυτέλεια που δεν την απολαμβάνεις συχνά.
Για αυτό όταν βρεις την ευκαιρία μην αναλωθείς σε τύψεις. Όλοι έχουν δικαίωμα στις διακοπές, όχι τις αγχωμένες του καλοκαιριού, τις άλλες, τις χαλαρές που διαρκούν ένα Σαββατοκύριακο, ένα τριήμερο, ένα δίωρο.
Το καλό με αυτές τις διακοπές είναι πως δε χρειάζεται να πας πουθενά και να κάνεις τίποτα. Το καλύτερο είναι πως αδειάζει το μυαλό προσωρινά, καθαρίζει. Το κάλλιστο είναι πως τα διαστήματα βαρεμάρας τα διαδέχονται αυτά της έντονης δραστηριότητας και δημιουργίας.
Άραξε στον καναπέ σου λοιπόν. Το «μετά» σου θα είναι ανανεωμένο, φρέσκο και ορεξάτο. Σαν εσένα.
Jane Jazzy
via