Παράλληλα, μπορεί να υπάρχει δυσκολία να αρνηθεί κανείς κάτι, ή να αξιώσει μία καλύτερη συμπεριφορά προς το άτομό του αλλά και να αισθάνεται αμηχανία ή και άγχος όταν καλείται να εκφράσει τη γνώμη του, τα συναισθήματα ή τις ανάγκες του, ιδίως απέναντι σε άτομα που γίνονται αντιληπτά ως “άτομα κύρους”. Αμηχανία μπορεί να υπάρχει και όταν εκφράζονται σχόλια για τον ίδιο, κυρίως θετικά, ενώ το άτομο έχει την τάση αντί να ζητά να απαιτεί ή να επικρίνει αν δεν λάβει αυτό που θεωρεί ότι του “αξίζει”. Παραδόξως, υπάρχει μία στρεβλή ή ελλιπής αντίληψη σχετικά με το πόσο το ίδιο το άτομο αξίζει αλλά και αισθήματα αναξιότητας και αμφισβήτησης του εαυτού σε πολλά επίπεδα. Τέλος, το άτομο συνηθίζει να αναλαμβάνει τις ευθύνες των άλλων ως δικές του.
Πώς προκύπτει όμως αυτό το έλλειμμα;
Συνήθως, το άτομο από τη μικρή του ηλικία έχει μάθει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των άλλων ή να θεωρεί ότι οι δικές του ανάγκες είναι λιγότερο σημαντικές σε σχέση με εκείνες των άλλων. Ασφαλώς, αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα σε συνειδητό επίπεδο αλλά μέσα από ένα σύνολο συμπεριφορών που οδηγούν το παιδί σε αυτό το συμπέρασμα. Για παράδειγμα, αν η μητέρα λέει στο παιδί “Πω, πω! Τί άσχημοι βαθμοί είναι αυτοί, ξέρεις πόσο στενοχωριέται η μαμά όταν δεν τα καταφέρνεις;” το παιδί δε θα μπει σε μία διαδικασία αναγνώρισης των προσωπικών επιθυμιών του σε σχέση με τους μαθησιακούς του στόχους, αλλά θα επιδιώκει να ευχαριστήσει τη μητέρα ακόμη και αν για το ίδιο είναι αδιάφορο το αρχικό αποτέλεσμα, δηλαδή η επιτυχία στα μαθήματα. Αναλογικά, αυτό μπορεί να πάρει διαστάσεις σε ποικίλα ζητήματα της ζωής ενός ατόμου.
Έναν άλλο παράγοντα αποτελεί το κατά πόσον βρέθηκε κάποιος ενήλικας να προασπίσει επαρκώς τις ανάγκες του ατόμου (βρέφους, νηπίου, παιδιού ή εφήβου) όταν το ίδιο δεν ήταν σε θέση είτε εξελικτικά (λόγω έλλειψης ικανότητας λόγου) είτε λόγω πλαισίου (π.χ. σε ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο) να το κάνει για τον εαυτό του.
Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει η διαφοροποίηση. Αν δεν έχει προκύψει διαφοροποίηση ανάμεσα στο άτομο και τους φροντιστές του, δηλαδή αν το άτομο δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως διαφορετικό από το φροντιστή του, δε θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τις προσωπικές του ανάγκες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα αφού έχει μάθει να καθρεφτίζει εκείνα των σημαντικών για εκείνο άλλων. Αυτό σημαίνει ότι αν έχει εσωτερικεύσει κάποιον ως “καλό”, δηλαδή με άλλα λόγια αν έχει κατηγοριοποιήσει κάποιον ως καλό για τον ίδιο, θα μεταφράζει ως σημαντικές προς ικανοποίηση τις ανάγκες του άλλου ακόμη και αν αυτές συγκρούονται με τις πρωτογενείς δικές του.
Αντίστοιχα, αν κάποιος έχει βρεθεί σε κατάσταση όπου εσωτερίκευσε την ιδέα πως η έκφραση των αναγκών συνιστά απειλή για την ακεραιότητά του, τότε έχει μάθει να αποκρύπτει ή να “κοιμίζει” τις ανάγκες του στο βωμό της μεγαλύτερης ανάγκης, της επιβίωσής του – είτε αντικειμενικά είτε συμβολικά.
Ποίοι είναι όμως οι λόγοι για τους οποίους αν και τα παραπάνω είναι αυτονόητο δικαίωμα του καθενός κάποια άτομα μπορεί να δυσκολεύονται στην πράξη;
- Ενοχές. Κατά βάθος δεν πιστεύουμε ότι έχουμε δικαίωμα για όλα τα παραπάνω. Ακόμη και αν σε γνωστικό επίπεδο συμφωνούμε, συναισθηματικά δεν έχουμε την ίδια αντίληψη.
- Φόβος για τις συνέπειες.
- Φόβος απειλής. Είτε της σωματικής ακεραιότητας, είτε οικονομικής ανασφάλειας, είτε σε συμβολικό επίπεδο π.χ. της εικόνας εαυτού (μήπως φανώ εγωιστής, ανεπαρκής κ.λ.π.).
- Φόβος αποτυχίας. Δε θα καταφέρω να υπερασπιστώ επαρκώς τον εαυτό μου.
- Φόβος εγκατάλειψης ή απόρριψης. Θα με απομακρύνουν, απορρίψουν ή θυμώσουν μαζί μου. Φόβος μήπως πληγώσω τους αγαπημένους.
- Εσφαλμένη αντίληψη ορίων. Φόβος ότι αν εκφραστώ θα γίνει επιθετικός.
Τι μπορεί να κάνει το άτομο;
Καταρχάς το άτομο που χαρακτηρίζεται από ελλιπή διεκδικητικότητα χρειάζεται να αντιληφθεί τα προσωπικά του όρια και τις προσωπικές του ανάγκες, ώστε να μπορέσει να τις αναγνωρίζει και να τις προασπίζεται. Η συνειδητοποίηση των λόγων που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ελλειμματικής συμπεριφοράς και η επεξεργασία αυτών είναι επίσης καθοριστικής σημασίας για τη μακροχρόνια και ουσιαστική αλλαγή. Επομένως η παρέμβαση στοχεύει αφενός στην εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά, μαθαίνοντας παράλληλα και θέτοντας τα προσωπικά όρια και αφετέρου στην επεξεργασία των πρώιμων βιωμάτων που οδήγησαν το άτομο να έχει αισθήματα αναξιότητας και αμφισβήτησης της αξίας του εαυτού, αλλά και των συναισθημάτων που ανακινούνται στο παρόν και μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία της γνωστικο - ψυχοσυναισθηματικής επεξεργασίας.
Καθοριστικής σημασίας είναι το άτομο να καταφέρει να αντιληφθεί τα όριά του καθώς και να τα καταστήσει σαφή στον περίγυρό του και να μην επιτρέπει να παραβιάζεται ο προσωπικός του χώρος και χρόνος. Ο καθένας έχει δικαίωμα να αρνείται κάτι αν δεν το επιθυμεί χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί για αυτό καθώς και να επιλέγει σε ποιον, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα προσφέρει τη βοήθειά του ή θα ζητήσει υποστήριξη. Εξάλλου, βασική προϋπόθεση για να λάβει κάποιος μία συμβουλή είναι να τη ζητήσει.
Επίσης, είναι σημαντικό το άτομο να αντιληφθεί ότι οι ανάγκες του είναι εξίσου – ή και περισσότερο – σημαντικές με εκείνες των άλλων, ενώ το να εκφράσει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του δεν αποτελεί παραβίαση των άλλων όπως και το να θέτει τις δικές του προτεραιότητες σεβόμενος τον εαυτό του και το ποιος πραγματικά είναι. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και τις συμπεριφορές του και μόνον έτσι δίνουμε την ευκαιρία και στους γύρω μας να συμπεριφερθούν ως υπεύθυνα και ώριμα άτομα. Ο καθένας μπορεί να σφάλλει ή να αλλάζει γνώμη, έχει δικαίωμα (να μπορεί) να εκφράζει την άγνοια ή την αδιαφορία του για κάποιο ζήτημα χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογήσει τον εαυτό του όπως επίσης και να μη γίνεται αντιληπτός σε όλους είτε σε επίπεδο λόγου είτε συμπεριφοράς χωρίς αυτό να είναι κάτι μεμπτό.
***
Ελένη Μπονέ
Ψυχολόγος MSc
- Ψυχοθεραπεύτρια