Εδώ και χρόνια, πολλοί πιστοί, ακόμα και πνευματικοί Πατέρες, απορρίπτουν την επιστημονική γνώση των πτυχιούχων και πεπαιδευμένων ως αιτία ολιγοπιστίας ή και κακοδοξίας.
Η στάση όμως αυτή δεν συμφωνεί με τις μαρτυρίες των αγίων μας, παλαιών και σύγχρονων, διότι τίποτα δεν υπάρχει κακό· το κακό εμφανίζεται ως «συμβεβηκός», δηλαδή ως παρεπόμενο μιας κακής χρήσης και προαίρεσης του ανθρώπου.
Ο συνοπτικός πολλών Πατέρων άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον έκτο αντιρρητικό του λόγο προς Ακίνδυνον, διευκρίνισε σαφώς ότι η ανθρώπινη γνώση ή «κατά κόσμον φιλοσοφία» αποτελεί αγαθό και δωρεά του Θεού κι έχει ως ρόλο την αναζήτηση της αλήθειας μέσα στα κτιστά πράγματα.
Αντίθετα, η «κατά Χριστόν φιλοσοφία», δηλαδή η γνώση περί του Θεού είναι αποκαλυπτική γνώση που φανερώνεται ένα μόνο μέρος της στους αξίους υπό τύπον αρραβώνος.
Μάλιστα, το ωφελιμότερο μέρος από τους λόγους αυτής της γνώσης είναι η έρευνα των θείων δογμάτων, διότι ξεκαθαρίζει την αλήθεια γύρω από τον Θεό και πάνω από κάθε δημιούργημα.
Ο επιστήμονας που συγχέει τις διαφορετικές αρχές των δύο αυτών γνώσεων ή πάλι με κριτήρια της πρώτης αναλύει αλήθειες της δεύτερης, προσφέρει κακή υπηρεσία και στις δύο «γνώσεις» και γίνεται τελικά αφορμή απόρριψης και καταδίκης της πρώτης από τους πιστούς.
Σε ότι αφορά στην χριστιανική γνώση, διόλου τυχαία, ο άγιος Γρηγόριος συνδέει την αλήθεια του Θεού με την πίστη και την θεωρεί ανώτερη από κάθε απόδειξη σαν κάποια ιερή απόδειξη που η αρχή της δεν αποδεικνύεται, αλλά και σαν μόνιμη θεμελίωση των πεπεισμένων.
Είναι σημαντικό ότι ο λόγος της αλήθειας του Θεού διασαφηνίζει, ενώνει τα επόμενα και θεμελιώνει με ιερή και ταιριαστή γνώση στους πιστούς την αλήθεια περί του Θεού επάνω στην βάση της πίστης.
Ο άγιος, σαν να μας απαντάει σήμερα λέει ότι οι πιστοί στηριγμένοι με αυτόν τον τρόπο, δεν μετακινούνται από την ιερή εστία της πίστης, ούτε με τις λογικές και φλύαρες πιθανολογίες ούτε με τις σκληρές επιθέσεις της πολιτικής εξουσίας, αλλά δίνουν μαρτυρία για την ενότητα της ευσέβειας με αμετάπειστη εμμονή, «αμεταπείστω ταυτότητι τω ενιαίω μαρτυρούντας της ευσεβείας» (6, 1, 23).
(Πόσο κατηγορήθηκε στις μέρες μας η αμετάπειστη εμμονή πολλών πιστών και στιγματίσθηκε από γραφίδα κληρικού ως χαρακτηριστικό θρησκευτικού φανατισμού!) Συμπληρώνει δε ο άγιος Γρηγόριος, ότι όσοι έχουν εκπέσει από αυτή την μοναδική ευσέβεια, ορμούν, λέει, προς την πλάνη που έχει πολλές μορφές και στριφογυρίζει σαν στρόβιλος.
Μαζί όμως με την πλάνη φυτρώνει και το ψεύδος, κι αυτό απομακρύνει την ψυχή από τον Θεό.
Κι όπως όλα τα ψεύτικα πράγματα δεν έχουν κάποια σταθερή αξία ή σχέση μεταξύ τους, αντίθετα, προκαλούν στην ψυχή ένα είδος καχεξίας, μία ψυχική αρρώστια που αλλάζει μορφή συνεχώς και οδηγεί τον αιχμαλωτισμένο άνθρωπο σε διάφορα αλλά και αντίθετα κακά (6, 2, 24-30).
Σήμερα, ο άνθρωπος της επιστημονικής λογικής που απέχει από την θεία Κοινωνία και την εκκλησιαστική ζωή, διότι πχ. θεωρεί ότι ο ναός είναι χώρος μετάδοσης μικροβίων και μολυσμού, οφείλει αφενός μεν να γίνεται σεβαστός από τον πιστό, αφετέρου δε αιτία έμπονης προσευχής.
Όταν όμως ο ίδιος άνθρωπος θέλει να δείχνει και πιστός, ενώ κρυφά ή φανερά φοβάται τον μολυσμό εξ αιτίας του συγχρωτισμού μέσα στο ναό ή της προσκύνησης των εικόνων ή του ασπασμού της χειρός του ιερέα, και υποστηρίζει με επιστημονικά κριτήρια τον φόβο του, αυτό δεν είναι μόνο θλιβερό φαινόμενο αλλά και κατακριτέο, διότι ταυτίζεται με την θρησκευτική υποκρισία, την οποία καταδίκασε τόσο έντονα ο Κύριος.
Ένα παράδειγμα της αντίληψης αυτής δημοσιεύτηκε τελευταία λέγοντας ότι: «το βασικό επιχείρημα των κατά φαντασίαν «ομολογητών» είναι ότι όταν μπαίνεις στην Εκκλησία, δεν αρρωσταίνεις.
Σαν να λέμε ότι ο ναός είναι αποστειρωμένος, αντιμικροβιακός κλωβός, που δεν αφήνει τα μικρόβια να μπουν μέσα…».
Οι δύο αυτές φράσεις σημαίνουν ότι 1ον είναι φαντασιόπληκτος εκείνος που λέει ότι ο ναός δεν γίνεται αιτία μόλυνσης, και 2ον ο ναός αποτελεί χώρο μολυσμού όπως όλοι οι χώροι.
Τα επιστημονικά κριτήρια της λογικής, με άλλα λόγια, εφαρμόζονται στα πράγματα της Εκκλησίας και προσπαθούν να ερμηνεύσουν την χριστιανική αλήθεια.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς σκέφτεται ένας πιστός και «κατά Χριστόν φιλόσοφος».
Όταν ο πιστός μπαίνει μέσα στο ναό, αισθάνεται να περνά σε μία άλλη διάσταση τόπου και χρόνου· σε κάθε ναό βλέπει να τον υποδέχονται τα ίδια πρόσωπα.
Βλέπει τις ίδιες ευαγγελικές σκηνές να του θυμίζουν την επίγεια ζωή του Θεανθρώπου και τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό στον τρούλο.
Όλα γύρω του έχουν ζωή, γι’ αυτό και ο πιστός δεν φιλά ζωγραφικούς πίνακες αλλά προσκυνά ζωντανά πρόσωπα-άγιες εικόνες.
(Προσκυνώ, σημαίνει πηγαίνω προς κάποιον και τον ασπάζομαι, τον φιλώ, γι’ αυτό και η προσκύνηση αποτελεί δόγμα της Εκκλησίας από τον 9ο αιώνα.)
Η βεβαιότητα του πιστού ότι εισέρχεται μέσα στη σφαίρα της αγάπης του Χριστού και κυρίως μέσα στην θαλπωρή της παρουσίας Του που είναι το Άγιο Πνεύμα, είναι αποτέλεσμα πίστης και λειτουργικού βιώματος.
Η βίωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όπως και η μελέτη των Πατέρων, ανανεώνουν και εδραιώνουν την βεβαιότητα αυτή μέσα στον πιστό.
Ο άγιος Συμεών, επίσκοπος Θεσσαλονίκης γράφει: «μπορεί ο ναός να είναι κατασκευασμένος από υλικά πράγματα, έχει όμως υπερκόσμια χάρη, διότι τελειοποιείται με τις μυστικές ευχές του αρχιερέα και με το θείο μύρο που έχει χρισθεί.
Ολόκληρος γίνεται κατοικία Θεού, γι’ αυτό και σε άλλα μέρη έχουν πρόσβαση οι ιερείς, και σε άλλα οι λαϊκοί (PG 155, 701D-704A).
Το λειτουργικό βίωμα των λόγων του αγίου βεβαιώνεται πλήρως από τις ευχές της τελετής των εγκαινίων, ευχές που μας δείχνουν ολοκάθαρα την υπέρλογη πραγματικότητα της πίστης.
Ας δούμε κάποιες από αυτές.
1ον) Πριν καθαγιαστεί ο ναός σφραγίζεται· αδειάζει εντελώς από τον λαό και μένει εντός μόνον ένας χειροτονημένος που κλειδώνει τις εξώπορτες.
Γίνεται αυτό, διότι εκείνος που μένει μέσα στον εγκαινιαζόμενο ναό, οφείλει να φέρει σφραγίδα ιεροσύνης, αφού ο ναός πρόκειται να λουσθεί από την δύναμη του Αγίου Πνεύματος όπως και στην χειροτονία.
Οφείλει με άλλα λόγια «ο ευρεθείς εντός να είναι και ιερός υπηρέτης, ως και ιερός οίκος ο καθαγιαζόμενος» (PG. 155 312A).
2ον) Έξω από τον κλειστό ναό ο αρχιερέας λιτανεύει πάνω σε δίσκο τα γεμάτα θεϊκή δύναμη άγια λείψανα, συνήθως μαρτύρων, διότι «θεμέλιοι της Εκκλησίας εισιν οι μάρτυρες, επί τω θεμελίω του Σωτήρος εποικοδομηθέντες».
Τα λείψανα αυτά τοποθετούνται στη συνέχεια σε κιβώτιο κάτω από το θυσιαστήριο, δηλαδή κάτω από την αγία τράπεζα και χύνεται πάνω τους μύρο, δηλώνοντας τον ενταφιασμό του Κυρίου μας.
Η θέση όπου ενταφιάζονται τα λείψανα είναι προς τους δύο ανατολικούς κίονες της τραπέζης, γι’ αυτό και οι κίονες αυτοί ονομάζονται «στύλοι της πίστης»! Οι μάρτυρες, κατά τον άγιο Συμεών, στηρίζουν την Εκκλησία με την ομολογία και τα αίματα, διότι με ζήλο μιμήθηκαν την Ανατολή την ανέσπερη, τον Χριστό.
(PG. 155, 332B).
3ον) Όταν ο αρχιερέας γονατίζει κατ’ Ανατολάς και εύχεται, δείχνει πρώτα την ταπείνωση του δούλου μπροστά στον Θεό κι ύστερα δείχνει ότι ο νέος ναός γίνεται πλέον ουρανός γεμάτος θεϊκή δόξα, και άγγελοι βρίσκονται εντός αυτού, γι’ αυτό και ψάλλεται το τροπάριο «εγκαινίζου, εγκαινίζου η νέα Ιερουσαλήμ», φανερώνοντας έτσι τον ουράνιο χαρακτήρα του ναού.
4ον) Ο πιστός δέχεται ελεύθερα, δηλαδή υπαρξιακά και αγαπητικά αυτά που ακούει στο πρώτο στιχηρό των Αίνων, το οποίο σημειωτέον ψάλλεται δύο φορές και στο εξής τα βιώνει ως μία μυστική-εσωτερική πραγματικότητα.
Ποια είναι αυτά; Ο χώρος του ναού
1) αποτελεί ολόφωτη αναστάσιμη κατοικία του Χριστού,
2) μοιράζει στον κόσμο Ζωή σαν μία πηγή αθανασίας,
3) αναβλύζει ποταμούς θείας Χάρης,
4) μέσα στο ναό τα θαύματα πηγάζουν σαν πλούσια νερά πηγής και τέλος
5) χαρίζει θεραπείες στους αρρώστους! («Σήμερον ο ένθεος, και ιερός και σεβάσμιος, της Χριστού Αναστάσεως, φαιδρώς εγκαινίζεται, φωτοφόρος Οίκος, και νέμει εν κόσμω, τάφος ο θείος την ζωήν, και εμπαρέχει πηγήν αθάνατον, βλυσταίνει ρείθρα χάριτος, θαυμάτων βρύει νάματα και δωρείται ιάματα, τοις αυτόν πίστει μέλπουσιν»).
5ον) Οι πέντε πραγματικότητες του Στιχηρού των Αίνων εγκαινίζονται μέσα στην ψυχή του πιστού, διότι μπροστά στην αγία τράπεζα ο αρχιερέας γονατιστός προς Ανατολάς παρακαλεί τον Θεό Πατέρα μεταξύ άλλων και για τα εξής σημαντικά: «… κατάπεμψε το Πανάγιο Πνεύμα σου που είναι παντοδύναμο και άξιο προσκύνησης, για να αγιάσει αυτό τον Οίκο.
Γέμισέ τον από αιώνιο φως, ξεχώρισέ τον σαν δική σου κατοικία και κάνε τον κατάλυμα της δόξας σου.
Στόλισέ τον με τα θεϊκά και υπερκόσμια χαρίσματά σου, κάνε τον λιμάνι ταλαιπωρημένων, θεραπευτήριο ποικίλων παθών, καταφύγιο αρρώστων, τόπο που εκδιώκει τους δαίμονες.
Κύριε, να έχεις πάνω σ’ αυτό το ναό στραμμένους τους οφθαλμούς σου μέρα και νύχτα και τ’ αυτιά σου να προσέχουν την προσευχή εκείνων που προσέρχονται με δέος και ευλάβεια και επικαλούνται το πάντιμο και προσκυνητό όνομά σου.
Όσα σου ζητήσουν και τα ακούσεις ψηλά στον ουρανό και τους λυπηθείς, δέξου την δέησή τους! (…) ώστε οι ιερουργίες που θα τελούνται μέσα στο ναό, να καταλήγουν στο άγιο και υπερουράνιο και νοερό σου Θυσιαστήριο, και η αμόλυντη επισκίασή σου να μας φέρνει την Χάρη σου! («…κατάπεμψον το πανάγιόν σου Πνεύμα, το προσκυνητόν και παντοδύναμον, και αγίασον τον Οίκον τούτον.
Πλήρωσον αυτόν φωτός αιδίου· αιρέτισον (δλ. διάλεξε) αυτόν εις κατοικίαν σην· ποίησον αυτόν σκήνωμα δόξης σου· κατακόσμησον αυτόν τοις θείοις σου και υπερκοσμίοις χαρίσμασι· κατάστησον αυτόν λιμένα χειμαζομένων, ιατρείον παθών, καταφυγή ασθενών, δαιμόνων φυγαδευτήριον, εν τω είναι τους οφθαλμούς σου ανεωγμένους επ’ αυτόν, ημέρας και νυκτός, και τα ώτά σου προσέχοντα εις την δέησιν των εν φόβω σου και ευλαβεία εν αυτώ εισιόντων, και επικαλουμένων το πάντιμον και προσκυνητόν όνομά σου· όσα αν αιτήσωνταί σε, και συ ακούσεις εν τω ουρανώ άνω, και ποιήσεις έλεος, και ίλεως έση αυτοίς (…) ώστε τας εν αυτώ τελουμένας ιερουργίας, εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν σου Θυσιαστήριον καταντάν, και την χάριν ημίν κομίζειν της σης αχράντου επισκιάσεως…» Διάταξις της ακολουθίας Εγκαινίων Ναού, έκδοση Αποστολικής Διακονίας, σσ. 49-50)
6ον) Τι συγκλονιστικότερο από το χρίσμα, που, σαν νεοβαπτισμένο παιδί, σφραγίζει ο αρχιερέας με άγιο Μύρο, την κόγχη του ιερού, τους τέσσερις κίονες, τους πλάγιους τοίχους και το υπέρθυρο του ναού.
Ο αρχιερέας κάνει το χρίσμα σχηματίζοντας το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού λέγοντας: «Δόξα τη αγία και παντοδυνάμω και ζωοποιώ Τριάδι πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Ο ναός πλέον για τον πιστό εικονίζει αυτό που λέει πάλι ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «Θείαι γαρ δυνάμεις ενεργούνται εν τοις ναοίς, και αγγέλων εμφάνειαι και αγίων…», δηλαδή ‘μέσα στο ναό υπάρχουν ζωντανές οι υποστατικές ενέργειες του Θεού, γι’ αυτό και εμφανίζονται άγγελοι και άγιοι και συντελούνται θαύματα.
Εκπληρώνονται αιτήματα και γίνονται θεραπείες.
Ακόμα κι αυτά τα άψυχα πράγματα, όπως το νερό, οι πέτρες, οι κολόνες, οι κουρτίνες, τα σιδερικά ενεργούν.
Αυτά τα ίδια τα άψυχα και κτίσματα του Θεού που δεν έχουν από μόνα τους τίποτα, πώς ενεργούν; Ενεργούν με την χάρη του Θεού που ήρθε πάνω τους δια της επικλήσεως του αρχιερέα και του ονόματος του Θεού που κατονομάσθηκε πάνω σ’ αυτά τα υλικά, ακριβώς για να αγιαζόμαστε εμείς.
Όπου λοιπόν υπάρχει το όνομα του Θεού και η επίκληση του Δημιουργού των πάντων, δηλαδή της Αγίας Τριάδας που είναι ο μοναδικός αληθινός Θεός, όλα τα κάνει άγια, και εκτελεί τα πάντα, και θεραπείες κάνει και σώζει τους πάντες δια της χάριτος’. (P.G. 155, 336D).
Διαπιστώνουμε εδώ ότι το κάθε τι μέσα στην Εκκλησία, έχει θεανθρώπινο χαρακτήρα.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε κτιστό στοιχείο έχει ενωθεί με το άκτιστο, είτε αυτό λέγεται ναός, είτε εικόνα, είτε άμφιο.
Επομένως, κάθε στοιχείο της Εκκλησίας ανήκει στο χώρο της πίστης και δεν μπορεί να εξεταστεί από την λογική του ανθρώπου.
Αντίθετα, οι κτιστές πραγματικότητες σε μεγάλο βαθμό, και εξετάζονται και αναλύονται από την λογική.
Ο πιστός αποδέχεται τα εκκλησιαστικά πράγματα με την καρδιά του, δηλαδή ελεύθερα.
(Η καρδιά εδώ αναφέρεται στον εσωτερικό άνθρωπο και όχι στο χώρο του συναισθήματος.)
Αφορά σε μία ψυχική κατάσταση, όπου ολόκληρη η ύπαρξη του ανθρώπου συγκατατίθεται.
Ο Απόστολος Παύλος ορίζει την πίστη ως «πραγμάτων έλεγχο ου βλεπομένων», δηλαδή ως μία βεβαιότητα που υπερβαίνει την απόδειξη των σωματικών οφθαλμών, με άλλα λόγια τη νόηση και την λογική.
(Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως είδαμε, την ονόμασε «αναπόδεικτο αρχή ιεράς αποδείξεως».)
Η πίστη είναι βεβαιότητα αόρατη («ελπιζομένων υπόστασις»), ελπίδα που θα γίνει ορατή στα έσχατα, στο τέλος της ιστορίας όταν θα ξαναέρθει ο Χριστός.
Σε κάθε εποχή η ανθρώπινη λογική αντιστρατεύεται την πίστη και την πολεμά προκειμένου να κυριαρχήσει.
Το είχε διαπιστώσει στην εποχή του και ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Αν πρόκειται να μετρούμε τα πάντα με το νου και νομίζουμε ότι αυτό που δεν χωράει στη σκέψη μας είναι εντελώς ανύπαρκτο, τότε θα χαθεί ο μισθός της πίστης, θα χαθεί ο μισθός της ελπίδας.
(…) Ποιους θρηνεί ο Ησαΐας ως χαμένους;
‘Ουαί οι σοφοί εν εαυτοίς, και ενώπιον αυτών επιστήμονες’.
Αυτού του είδους τους ανθρώπους δεν θρηνεί;» (ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου, λόγος β΄).
Αναρωτιούνται κάποιοι, γιατί χωρίζει το ζευγάρι που αγιάστηκε μέσα στην Εκκλησία, όπως κι εκείνος που αρρωσταίνει, ενώ πηγαίνει στο ναό.
Τα ερωτήματα δείχνουν ότι αντιλαμβανόμαστε πολλές φορές το Άγιο Πνεύμα σαν μία μαγική δύναμη που δρα ενάντια στη θέληση του ανθρώπου.
Αυτό είναι πλάνη.
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ξεκάθαρος: «πάντα μεν πληρούν τη δυνάμει (το Άγιον Πνεύμα), μόνοις δε ον μεθεκτόν τοις αξίοις, ουχ ενί μέτρω μετεχόμενον, αλλά κατ’ αναλογίαν της πίστεως διαιρούν την ενέργειαν», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα γεμίζει τα πάντα με την δύναμή του, μετέχουν όμως σ’ αυτό μόνον οι άξιοι και όχι στον ίδιο βαθμό, αλλά διαφοροποιεί την ενέργειά του ανάλογα με την πίστη του καθενός, (περί του Αγίου Πνεύματος, Θ΄).
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ.
Θα ήταν ίσως προτιμότερο να σιωπήσω, διότι σήμερα, μέσα σε τόσο θόρυβο απόψεων δεν είναι δυνατόν να ακουστεί κανενός ανθρώπου η φωνή, (πόσο μάλλον κάποιου που δεν έχει καμία σχέση με την σοφία) αν πιστέψουμε τα λόγια του Εκκλησιαστή: «τα λόγια των σοφών ακούγονται όταν υπάρχει ησυχία» (9,17).
Όταν όμως αναλογίζομαι τα «περί κατά φαντασίαν ομολογητών», στο νου μου έρχεται ο πόνος του Μεγάλου Βασιλείου και θέλω να τον κοινωνήσω: «‘ο συνιών εν τω καιρώ εκείνω, σιωπήσεται, διότι ο καιρός πονηρός εστιν’ λέγει ο προφήτης Αμώς.
Και είναι όντως πονηρός, διότι άλλοι φροντίζουν να πέσει κανείς κάτω, άλλοι χοροπηδούν γύρω από αυτόν που έπεσε, άλλοι επικροτούν την πτώση και δεν υπάρχει κάποιος που από συμπάθεια θα δώσει το χέρι του να σηκωθεί αυτός που γονάτισε.
Γιατί;
Διότι κρύωσε η αγάπη, χάθηκε η συμπόνια ανάμεσα στους πιστούς, το όνομα της ομόνοιας δεν είναι καν γνωστό, χάθηκαν οι νουθεσίες από αγάπη, πουθενά δεν υπάρχει χριστιανική συμπάθεια, πουθενά δεν χύνεται ένα δάκρυ συμπάθειας» (περί του Αγίου Πνεύματος, Λ΄).
Μακάριοι, λοιπόν, εκείνοι που δεν γαλουχήθηκαν μέσα στα θρησκευτικά περιβάλλοντα με βάση την λογική και την επιστημονική σκέψη, αλλά με την εικόνα μιας μάνας που σε κάθε περίσταση (αρρώστια, φτώχεια, σχολικές εξετάσεις) την έβλεπαν γονατιστή στις εικόνες να διαβάζει την Παράκληση της Παναγίας και να ζει με την εδραία εμπιστοσύνη ότι όλα τα ορίζει η Χάρη του Θεού κι όχι η λογική νομοτέλεια, μεταγγίζοντας έτσι την πίστη βιωματικά ως «υπόσταση ελπιζομένων και έλεγχο ου βλεπομένων».