Ποιος σχεδίασε το Σχεδιαστή; - Point of view

Εν τάχει

Ποιος σχεδίασε το Σχεδιαστή;






 
Το σύμπαν δείχνει την απόδειξη μιας δύναμης, που σχεδιάζει ή ελέγχει…


ήτοι μιας παγκόσμιας διάνοιας, της οποίας είναι μονάδες
ή ακόμα παραφυάδες η δική σας και η δική μου διάνοια.
Το σύμπαν φαίνεται ότι σχεδιάστηκε από έναν τέλειο μαθηματικό.

Sir James Jeans
Διάσημος φυσικομαθηματικός του 20ού αιώνα




  Γιατί το σύμπαν μπαίνει στον κόπο να υπάρξει;·
αν σας αρέσει μπορείτε να ορίσετε ως απάντηση σε αυτή την ερώτηση τον Θεό.


Stephen Hawking
Φημισμένος σύγχρονος Άγγλος φυσικός



  Αν δεχτούμε ότι ο Θεός «εποίησε» τον κόσμο με την παντοδυναμία του και τη δική του απόλυτα ελεύθερη βούληση, όπως διδάσκει η χριστιανική «κοσμοθεωρία», τότε από που προήλθε αυτός ο Θεός; Αυτό είναι ένα συχνά προβαλλόμενο ερώτημα από τους υλιστές, τους αθεϊστές και τους πάσης φύσεως σκεπτικιστές.

Η απάντηση σ’ ένα ερώτημα εμπεριέχεται στην ίδια την ερώτηση, παρατήρησε κάποτε με εμβρίθεια, ο γνωστός Ινδός φιλόσοφος Krishnamurti. Αν αυτό αληθεύει γενικά, αληθεύει πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Για ν’ απαντήσει κανείς σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, πρέπει προηγουμένως να ξεκαθαρίσει στη διάνοιά του την έννοια του Θεού. Αν, γι’ αυτόν που ρωτάει, ο Θεός, είναι μια απρόσωπη, αφηρημένη δύναμη, που συχνά μάλιστα ταυτίζεται με τη φύση και τις δυνάμεις της, και ίσως αποτελεί μέρος της φύσης, ή είναι ένα ον περιορισμένο, υποκείμενο στον χώρο–χρόνο, το ερώτημα είναι θεμιτό—το ίδιο θεμιτό όπως και το ερώτημα, «ποιος έκαμε τον κόσμο».

Διότι το ερώτημα, στηρίζεται στην παρατήρηση της αλληλουχίας και αλυσίδας των φυσικών φαινομένων που οδηγεί από το αίτιον στο αιτιατόν. Εφόσον γίνεται και λογικά αποδεκτό ότι nihil ex nihilo fit (=τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα), διότι «άνευ αιτίου και αρχής αδύνατον τι είναι ή γενέσθαι» (Αριστοτέλους Ρητορική, 4, 7), ο κόσμος σαν αιτιατό, πρέπει να έχει την αιτία του σ’ άλλο αίτιο, εκτός του εαυτού του. Γιατί, αν είναι αιτία του εαυτού του, αυτό θα σήμαινε ότι θα προηγούνταν του εαυτού του, όπως σημείωσε ορθά ο Θωμάς ο Ακινάτης, πράγμα αδύνατον. Έτσι, ο υλικός κόσμος, πρέπει να έχει αιτία του ένα αίτιον που προηγείται απ’ αυτόν. Και σαν τέτοιο θεωρείται από τους χριστιανούς ο άυλος Θεός–Δημιουργός.

Η διάνοια όμως του ανθρώπου δεν ικανοποιείται μ’ αυτή την θέση. Προχωρεί πιο πέρα και θέτει το ερώτημα: Εφόσον δεχθούμε ότι υπάρχει Θεός, κι αυτός σαν αιτιατό, πρέπει να έχει κάποια αιτία. Από πού προήλθε, λοιπόν, ο Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει μεταξύ άλλων ο Βρετανός φιλόσοφος Bertrand Russell (Μπέρτραντ Ράσελ), στο βιβλίο του Γιατί δεν είμαι χριστιανός; Το ερώτημα επαναλαμβάνει ο γνωστός αθεϊστής Richard Dawkins: «Η υπόθεση του σχεδιαστή θέτει αμέσως το μεγαλύτερο πρόβλημα: Ποιος σχεδίασε το σχεδιαστή;»

***

Εδώ όμως, έχουμε την πρώτη αντίφαση που εμπεριέχεται σ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Διότι, ο Θεός, κατά την Ιουδαιο–χριστιανική βιβλική αντίληψη (αλλά ακόμη και με την Μωαμεθανική έννοια) εξ ορισμού, είναι το Υπέρτατο Απόλυτο Ον, ένα ον πνευματικό– εξωϋλικό, αυθύπαρκτο, απόλυτα ελεύθερο και παντοδύναμο, το αίτιο των αιτίων. Η έννοια του Θεού είναι άρρηκτα δεμένη ιδιαίτερα με τις ιδιότητες της αυθυπαρξίας και της αιωνιότητας, αλλιώς, Θεός δεν νοείται. Κι αν νοήσουμε προς στιγμήν ένα ον υπερ–υλικό, ισχυρό, που να μην είναι αιώνιο και αυθύπαρκτο, και το ονομάσουμε κατά συγκατάβαση «Θεό», τότε αλλάζει, ή μάλλον αυτοαναιρείται η έννοια του Θεού. Διότι, σ’ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει πράγματι να αναζητήσουμε μιαν άλλη αιτία που δημιούργησε αυτό το ον, εφόσον τούτο δεν είναι αυθύπαρκτο και αιώνιο. Και στη συνέχεια, θα πρέπει να δεχτούμε ένα άλλο ον, που δημιούργησε το δεύτερο ον, κ.ο.κ. Έτσι, όμως, το όλο θέμα βυθίζεται στο χάος των αναπάντητων ερωτημάτων και μετατρέπεται σε μια «ατέλειωτη αναζήτηση» (unended quest). Και έτσι, ουσιαστικά, εκμηδενίζεται η έννοια του Θεού και είναι περιττό να συζητάμε γι’ Αυτόν και για την οποιαδήποτε προέλευσή του.

Ο Θεός όμως της χριστιανικής ομολογίας—γιατί γι’ αυτόν τον Θεό συνήθως τίθεται θέμα προελεύσεώς του από τους ορθολογιστές και τους σκεπτικιστές, μια και οι άλλες μη χριστιανικές και μη βιβλικές θρησκείες, όπως π.χ. ο Βουδισμός, δεν πιστεύουν σ’ έναν Θεό–πρόσωπο, απόλυτο κι αιώνιο—, είναι Θεός αιώνιος, μη έχων αρχήν μήτε τέλος ημερών. Είναι Θεός που κατοικεί την αιωνιότητα, υπάρχει από του αιώνος έως του αιώνος, και κατά την παραστατικότατη έκφραση του προφήτη Δανιήλ είναι ο «Παλαιός των ημερών» (Δαν. 7:9, 22· Ψαλ. 90:1). Είναι πνεύμα υπεράνω της υλικής κτίσης την οποία δημιούργησε και ελέγχει, είναι παντοδύναμος και πάνσοφος (Ιωάν. 4:24, Απ. 4:11, Εφ. 3:17, Ψαλ. 90:4, κ.ά.).

Εξ’ ορισμού ο Θεός των χριστιανών είναι η Πρώτη Αιτία (Causa Prima). Και σαν πρώτη αιτία που παρήγαγε την κτίση όλη, είναι το απόλυτο ον που έφερε σε ύπαρξη την ύλη, το μη ον, με τις ενέργειές του μόνον (Creatio ex Nihilo). Αυτή είναι μια άποψη που, όσο δύσκολο κι αν είναι να τη συλλάβουμε διανοητικά, είναι πάντως μοναδική σ’ όλες τις διδασκαλίες και αντιλήψεις των αρχαίων φιλοσόφων, λαών και θρησκειών. Γιατί μόνον η Βίβλος παρουσιάζει τη ριζοτομική άποψη της δημιουργίας του κόσμου στην κυριολεξία, ενώ οι αρχαίες θρησκείες και οι Έλληνες φιλόσοφοι, μιλούν για Θεό ως οργανωτή της ύλης, η οποία κατ’ αυτούς προϋπήρχε και δεν δημιουργήθηκε απ’ Αυτόν.

Συνεπώς σαν Causa Prima ο Θεός, είναι κατ’ ανάγκην Causa Sui, δηλαδή αυτο–αίτιον, διότι αλλιώς δεν θα ήταν Causa Prima. Ο Θεός είναι αξιωματικά η πρωταρχική αιτία και σαν τέτοια δεν μπορεί να αποτελεί η ίδια μέρος μιας κανονικής αιτιατής αλληλουχίας. Αντίθετα, βρίσκεται πέρα από αυτήν και αποτελεί μια άπειρη πραγματικότητα και όχι καθεαυτή τμήμα μιας φυσικής ή εγκόσμιας τάξης.

Κατά συνέπεια, η ερώτηση «από πού προήλθε ο Θεός», ή «ποιος τον έκανε», είναι σε τελευταία ανάλυση χωρίς σημασία, γιατί είναι σαν να ρωτάμε, ποιος έκανε τον Αιώνιο. Ο Αιώνιος όμως, για να είναι αιώνιος, δεν έχει αρχή. Ή δεχόμαστε ότι ο Θεός για να είναι Θεός είναι αυθύπαρκτος και αιώνιος, οπότε το ερώτημα είναι εξ’ αρχής αντιφατικό με την έννοια του Θεού και άνευ σημασίας, ή αν δεχθούμε ότι ο Θεός δεν είναι αυθύπαρκτος και αιώνιος, τότε δεν είναι Θεός όπως τον εννοεί και τον αποδέχεται η χριστιανική ομολογία.

Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ του ερωτήματος–διλήμματος: Αν ο Θεός δεν είναι αιώνιος, αυθύπαρκτος και δημιουργός του κόσμου, τότε από πού προήλθε ο κόσμος;

Ο κόσμος θα πρέπει, ή να προήλθε από το τίποτα, από το μηδέν, ή πρέπει να είναι αιώνιος, άρα αυτό–αίτιος, ή να δημιουργήθηκε από κάποιον. Ας εξετάσουμε τις τρεις εκδοχές.


***


Το να δεχτούμε ότι ο εξαιρετικά οργανωμένος κόσμος προήλθε μόνος του από το τίποτα, από το μηδέν, είναι άτοπο και παράλογο. Η παρατήρηση και η λογική λέγουν «τίποτα δεν παράγεται από το τίποτα», και ό,τι υπάρχει σαν αιτιατό, πρέπει να έχει την αιτία του, εκτός εαυτού. Ωστόσο, αυτήν την παράξενη εκδοχή υποστήριξε πρόσφατα (2010) ο διάσημος Άγγλος φυσικός Stephen Hawking, αναιρώντας τις προηγούμενες απόψεις του περί δημιουργίας. Στο βιβλίο του The Grand Design (Το μεγάλο σχέδιo), μαζί με τον Leonard Mlodinow, υποστηρίζει ότι οι φυσικοί νόμοι, ιδίως η βαρύτητα, και όχι η θεία βούληση παρήγαγαν ένα πολυσύμπαν! (M–Theory). Οι θέσεις, όμως, του Hawking δεν είναι καθόλου πειστικές, αφήνουν αναπάντητα σοβαρά ερωτήματα (π.χ., από που προήλθαν οι νόμοι της φύσης και πώς ήταν σε θέση να παραγάγουν το σύμπαν), και γι’ αυτό δέχτηκαν σφοδρή κριτική από άλλους φυσικούς και ιδιαίτερα, από τον John Lennox στο βιβλίο του God and Stephen Hawking: Whose Design is it Anyway? (2011).

Είναι ο κόσμος αιώνιος; Έτσι πίστευαν οι υλιστές του περασμένου αιώνα. Ας θυμηθούμε εδώ για λίγο το βιβλίο–ευαγγέλιο της «υλιστικής κοσμοθεωρίας» του Μπύχνερ, Δύναμη και Ύλη, και τόσα άλλα.

Το ότι όμως ο κόσμος και η ύλη που τον συνθέτει δεν είναι αιώνιος δεν συζητιέται σήμερα πλέον. Διότι οι επιστήμονες μιλούν απερίφραστα για ηλικία του σύμπαντος. Και την ανεβάζουν μάλιστα, σε 15–20 δισεκατομμύρια χρόνια. Οι υπολογισμοί τους στηρίζονται κυρίως στο νόμο του E. Hubble, το νόμο δηλαδή, της διαστολής του σύμπαντος, σύμφωνα με τον οποίο τα γαλαξιακά συστήματα απομακρύνονται με ταχύτητα το ένα από το άλλο, γιατί λαμβάνει χώρα σ’ αυτά η κεντρόφυγος κίνηση των σπειροειδών νεφελοειδών. Σήμερα, μάλιστα, η κοσμολογία ασχολείται με την κατάσταση του σύμπαντος κατά το 10–43 δευτερόλεπτο της ζωής του. Και ο χρόνος αυτός, όπως γίνεται δεκτό, είναι στην ουσία η στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος. Αλλά και άλλες επιστημονικές παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν το παραπάνω συμπέρασμα, παρόλο που η επιστήμη με τα σημερινά δεδομένα, αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα τι προκάλεσε και γιατί προκάλεσε την τρομερή έκρηξη της αρχικής εκείνης ύλης και φωτός που γέννησε το Σύμπαν (Big Bang).

Ανεξάρτητα του αν ο παραπάνω χρονικός προσδιορισμός είναι σωστός—υποκείμενος σε μελλοντικές αυξομειώσεις—, γεγονός είναι, ότι, το υλικό σύμπαν δεν είναι αιώνιο, όπως τούτο προκύπτει ιδιαίτερα απ’ το δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο ή αρχή του Carnot–Clausius και του Λόρδου Kelvin, γνωστή ως εντροπία. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όλες οι φυσικές μεταβολές γίνονται προς μία μη αναστρέψιμη κατεύθυνση. Στο σύμπαν, που θεωρείται κλειστό σύστημα, το άθροισμα της ύλης και ενέργειας παραμένει ποσοτικά σταθερό, αλλά ποιοτικά υποβαθμίζεται και τείνει στη μέγιστη τιμή εντροπίας.

Ακόμα και από τις μετρήσεις των ραδιενεργών στοιχείων που μεταστοιχειώνονται σε μη ραδιενεργά όπως π.χ. το ουράνιο σε μόλυβδο κ.λπ., προκύπτει η μη αιωνιότητα του σύμπαντος. Σ’ ένα αιώνιο σύμπαν η μεταστοιχείωση αυτή θα είχε συντελεστεί προ πολλού. Το γεγονός ότι συνεχίζεται, μαρτυρεί για το αντίθετο. Όλα λοιπόν τα υπάρχοντα στοιχεία συγκλίνουν στο να καταδείξουν την, έστω, στο πολύ απομακρυσμένο παρελθόν, γένεση (δημιουργία) του σύμπαντος.

Κατά συνέπεια, η μόνη λογική και αποδεκτή εκδοχή είναι ότι ο κόσμος πρέπει να έχει δημιουργηθεί, όσο κι αν αυτή είναι μια σκληρή και οχληρή αλήθεια για μερικούς επιστήμονες και διανοούμενους, που επί χρόνια είναι εξοικειωμένοι με την έννοια της αιωνιότητας της ύλης. Όπως έγραψε ο Γερμανός αστροφυσικός καθηγητής H. Vogt (Χ. Φοχτ): «Τα αστρικά συστήματα και ο κόσμος ολόκληρος έχουν την ιστορία τους. Δεν προήλθαν απ’ την αιωνιότητα αλλά δημιουργήθηκαν και ακολουθούν μιαν ορισμένη εξέλιξη… Ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει αφ’ εαυτού. Έχει την ανάγκη ενός αιτίου, το οποίον δεν χρειάζεται άλλο αίτιο…» (Kosmos und Gott, Heidelberg 1951, σελ. 102).

Με έναν παρόμοιο τρόπο σχολίασε το θέμα ο διάσημος μαθηματικός και αστρονόμος Edmund Whittaker λέγοντας ότι «η βαθύτερη κατανόηση του σύμπαντος διάνοιξε νέες απόψεις που συνηγορούν για την πίστη προς τον Θεό» (Space and Spirit, London 1946, σελ. 135).

Ακόμα πιο σαφής είναι ο μεγάλος Αμερικανός αστρονόμος, φυσικός και γεωλόγος, διευθυντής της NASA, Robert Jastrow (Ρόμπερτ Τζάστροου), ο οποίος γράφει:

«Η ουσία όλων αυτών των ανακαλύψεων είναι ότι το σύμπαν είχε μια επακριβώς καθορισμένη αρχή· ότι γεννήθηκε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή… Αν παρακολουθήσουμε χρονικά προς τα πίσω τις πορείες των απομακρυσμένων γαλαξιών, ανακαλύπτουμε ότι όλοι τους συσπειρώνονται σ’ ένα σημείο πριν από 20 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια… Τα βασικά στοιχεία της βιβλικής Γένεσης και των σχετικών αστρονομικών περιγραφών είναι κοινά. Βίβλος και αστρονόμοι συμφωνούν ότι η αλληλουχία των γεγονότων που καταλήγει στον άνθρωπο, άρχισε ξαφνικά και απότομα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μέσα σε μία λάμψη φωτιάς και ενέργειας».

Επίσης σημείωσε:

«Στην επιστήμη όπως και στη Βίβλο, ο κόσμος αρχίζει με μια πράξη δημιουργίας. Η άποψη αυτή δεν υποστηριζόταν πάντα από τους επιστήμονες. Μόνο μετά από τις πολύ πρόσφατες ανακαλύψεις μπορούμε να πούμε, με κάποιο σχετικό βαθμό βεβαιότητας, πως ο κόσμος δεν υπάρχει ανέκαθεν, πως ξεκίνησε απότομα χωρίς καμιά φαινομενική αιτία, μ’ ένα κυριολεκτικά κοσμοϊστορικό γεγονός που αψηφάει κάθε επιστημονική εξήγηση. Αυτό το συμπέρασμα έρχεται σαν «σοκ» (Reader’ s Digest, Επιλογές, Φεβρ. 1982, σελ. 34, και του ίδιου, Μέχρι να Πεθάνει ο Ήλιος, εκδ. Κρόνος, 1979, σελ. 20).

Την εμφάνιση της ζωής στη γη ο Jastrow τη χαρακτήρισε σαν ένα θαύμα—ένα συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν πολλοί επιστήμονες όπως π.χ. και ο Paul Dirac (Νόμπελ Φυσικής 1933).

Ο φυσικός Paul Davies υποστηρίζει ότι «η σπουδαιότερη ανακάλυψη της εποχής μας είναι ότι το υλικό σύμπαν δεν υπήρχε πάντοτε» (Superforce, London 1990, σελ. 5). Και ο Arno Penzias (Άρνο Πενζίας) που τιμήθηκε με Νόμπελ Φυσικής (1978) δήλωσε ότι «η αστρονομία μας οδηγεί σε ένα μοναδικό συμβάν. Ένα σύμπαν που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός και που έχει ένα υπερφυσικό σχέδιο».

Δεν μπορούμε λοιπόν να ξεφύγουμε από την ασφυκτική λαβή του διλήμματος. «Δυοίν θάτερον»· ή ο κόσμος είναι αιώνιος, οπότε μας είναι μάλλον περιττή η έννοια του Θεού–Δημιουργού, ή ο Θεός που τον δημιούργησε είναι αιώνιος. Και εφόσον σήμερα, γίνεται επιστημονικά αποδεκτό ότι, ο κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά έχει αρχή, αλλοιώνεται και μεταβάλλεται, κατ’ ανάγκην, πρέπει να δεχθούμε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από ένα ον απόλυτο, αμετάβλητο, εξω–υλικό, υπερ–υλικό, υπερ–αισθητό, εξω–χρονικό, ένα ον που να μην υπόκειται στις μεταβολές του χωροχρόνου. Ένα ον που όλος ο χρόνος (παρελθόν, παρόν και μέλλον) γι’ αυτόν είναι τώρα και όλος ο χώρος είναι εδώ.

Όπως παρατήρησε ο Werner Heisenberg: «Εάν από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υπάρχει ο κόσμος θελήσει κάποιος να συμπεράνει μια αιτία αυτής της ύπαρξης, το συμπέρασμά του δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιστημονική μας γνώση σε κανένα σημείο. Κανένας επιστήμονας δεν έχει στη διάθεσή του ούτε ένα καν επιχείρημα ή οποιοδήποτε είδος γεγονότος με τα οποία να μπορεί να αντιπαρατεθεί σε μια τέτοια υπόθεση. Αυτή ισχύει ακόμα και αν η αιτία όφειλε καταφανώς να αναζητηθεί —και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς— έξω από τον δικό μας, τον τρισδιάστατο κόσμο» (R. Crawford, The God/Man/World Triangle, 2000, σελ. 173).

***

Το συμπέρασμα της δημιουργίας του κόσμου βέβαια, δεν συνάγεται μόνο από την ύπαρξη και τη χρονικότητα του σύμπαντος. Συνάγεται και από τη δομή του, την τάξη που επικρατεί σ’ αυτό, την αρμονία, την ακριβή κίνηση των ουρανίων σωμάτων κ.λπ. Πρώτος ο φιλόσοφος Πυθαγόρας (580–490 π.Χ.) ονόμασε το σύμπαν κόσμο, δηλαδή κόσμημα, στολίδι. «Άπας ο βίος συντέτακται προς το ακολουθείν τω Θεώ, επειδή γαρ έστι τε Θεός και ούτος πάντων κύριος», έλεγε ο Πυθαγόρας. Και ο Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης, που αποκαλούσε την πρώτη αιτία ως το πρώτο «κινούν ακίνητον» (Μετά τα Φυσικά, ΧΙ, 7:1702α), κατέληξε με την ισχυρή λογική του διάνοια και την παρατήρηση στο ότι «ταύτα ουκ άνευ τέχνης παντελούς δεδημιούργηται, αλλά και ην και εστίν ο του παντός δημιουργός».

Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις οδήγησαν κατά περιστάσεις ακόμα και αθεϊστές ή αγνωστικιστές να δεχτούν την ύπαρξη μιας ανώτατης διάνοιας. Έτσι, σύμφωνα με τον μεγάλο Βρετανό αστρονόμο Sir James Jeans, το σύμπαν «παρουσιάζει ενδείξεις υπάρξεως μιας σκεπτόμενης και ελέγχουσας ελλόγου Δυνάμεως». Πιο πρόσφατα ο διάσημος αστροφυσικός Fred Hoyle στο βιβλίο του The Intelligent Universe (σελ. 9), έγραψε ότι η προέλευση του σύμπαντος απαιτεί νοημοσύνη ανώτερου επιπέδου, «μια νοημοσύνη που προηγήθηκε από εμάς και η οποία οδήγησε στην εκούσια πράξη της δημιουργίας των δομών που είναι κατάλληλες για ζωή». Γι’ αυτό δεν είναι παράξενο να συλλάβουμε το γεγονός ότι και ο φιλόσοφος Βολταίρος, καίτοι ορθολογιστής, έφθασε να πει ότι, «κι αν δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε, γιατί όλη η φύση μάς φωνάζει ότι όντως υπάρχει».

Ο Θεός, λοιπόν, για να είναι Θεός, είναι αναπόφευκτα αιώνιος. Και ως αιώνιος κατά λογική συνέπεια και συνέχεια, είναι αΐδιος, δηλαδή, άναρχος και φυσικά ατελεύτητος. Είναι όπως έλεγε ο Θαλής ο Μιλήσιος «ον αγέννητον, μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν». Παρόμοια, ο Πλούταρχος δήλωσε: «Θεόν νοών μη νοών δ’ άφθαρτον μηδ αΐδιον άνθρωπος ουδέ εις γέγονε» (κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει που να πιστεύει σε Θεό και να μην τον θεωρεί ον άφθαρτο και αιώνιο).

Ο Θεός πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται στη Βίβλο ως ο «Ων», δηλαδή ο (διαρκώς) υπάρχων, και ως ο «ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Απόκ. 1:8).

Μπορεί βέβαια να ανακύψουν ερωτήματα, όπως αν ο Θεός υπόκειται στο χρόνο, ή είναι υπεράνω του χρόνου, με ανάλογες συνέπειες και συμπεράσματα, όπως θέλει να μας προβληματίσει ο σύγχρονος φυσικός Paul Davies στο έργο του God and the New Physics, (Θεός και Μοντέρνα Φυσική, μεταφρ. Θ. Τσουκαλάκης, 1983). Γιατί κατά τον Davies, ένας Θεός που υπάρχει μέσα στο χρόνο «εγκλωβίζεται κατά κάποιο τρόπο στη λειτουργία του σύμπαντος».

Ωστόσο, από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο Θεός, δεν μπορεί να είναι «υλικός» στην υπόστασή του, αλλά είναι μη φυσικός στην ουσία. Δεν υπόκειται στους νόμους που υπόκειται η ύλη και η ενέργεια, και είναι υπεράνω τόπου και χρόνου. Γι’ αυτό είναι Θεός ο Θεός. Μπορεί να φαίνεται «δύσκολο να κατανοήσουμε πως ένας άχρονος Θεός μπορεί να ενεργεί μέσα στο χρόνο», όπως σημειώνει ο Davies, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλα όσα συμβαίνουν μπορούμε να τα κατανοήσουμε, και ό,τι δεν κατανοούμε, δεν μπορεί να συμβαίνει. Η διανοητική δυσκολία μας στο να συλλάβουμε την ακριβή φύση του χρόνου ή τη δυνατότητα επέμβασης του άχρονου Θεού μέσα στο χρόνο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή και ηλικία. Και ακόμα περισσότερο ότι, είναι δομημένος και οργανωμένος έτσι, που να μαρτυρεί την ύπαρξη ενός ανώτατου αυτοαίτιου όντος που τον δημιούργησε, και τον προγραμμάτισε να λειτουργεί έτσι όπως λειτουργεί.

Είναι παραλογισμός η αποδοχή αιωνίου όντος Δημιουργού του κόσμου, σ’ αντίθεση με την μη παραδοχή αιωνίου κόσμου–ύλης; «Όχι», απαντά ο Π. Κανελλόπουλος στο έξοχο έργο του Ο χριστιανισμός και η εποχή μας: «Η παραδοχή του αιώνιου πνεύματος δεν είναι παραλογισμός· η παραδοχή, αντίθετα, του απόλυτου μηδενός που, αν και απόλυτο μηδέν γεννάει ξαφνικά κάτι, ένα μόριο ύλης ή ενέργειας, είναι σκέτος παραλογισμός!»

Αυτό το Ον, λοιπόν, του οποίου την ύπαρξη οδηγούμαστε να αποδεχθούμε με επαγωγικούς συλλογισμούς και επιστημονικά και λογικά επιχειρήματα, είναι αυτό που η χριστιανική πίστη αποκαλεί Θεό, και δέχεται ακριβώς σαν αιώνιο, αυθύπαρκτο, πάνσοφο και παντοδύναμο δημιουργό του σύμπαντος και της ζωής, όπως ο ίδιος αυτο–αποκαλύπτεται μέσα στις σελίδες των ιερών κειμένων της Βίβλου.





Ο μεγάλος Βρετανός επιστήμων Sir Isaac Newton κάποτε, παρατήρησε τα εξής, στο κλασσικό έργο του Principia (Αρχές): «Το σύμπαν υπάρχει. Με την ύπαρξή του αυτή, παρουσιάζεται σαν γεγονός θαυμαστό, που προϋποθέτει μιαν άπειρη δύναμη μέσα του. Μια ολότητα μεγαλύτερη οποιουδήποτε μέρους… Το θαύμα δεν συνίσταται στην έλλειψη κρίκων συνδετικών από αίτιον σε αίτιον, αλλά σε αυτή την ίδια την ύπαρξη της αλυσίδας των φαινομένων. Αυτή αποτελεί το απύθμενο μυστήριο, το αναμφισβήτητο θαύμα που γνωρίζουμε, το οποίο μας ανάγει στις ιδιότητες του Θεού».

Ο Newton κατέληξε επαγωγικά στο να πει τα παραπάνω σοφά λόγια. Αλλά είναι γεγονός ότι, τον Θεό, ενώ ο ίδιος είναι «κρυπτόμενος» και αυτοαποκαλύπτεται μέσω του βιβλίου της φύσης, τελικά, Τον ανακαλύπτουν μόνον όσοι επίμονα με πίστη Τον αναζητούν, όπως θα ’λεγε και ο Pascal.


[full_width]

Pages