Μην προσδίδεις ρόλους στον Θεό και μετά Τον βγάζεις και σκάρτο. Δηλαδή τον κάνεις δικαστή και μετά τον βγάζεις κακό δικαστή. Και έρχεται ο Θεός και σου λέγει «δεν είμαι δικαστής» και εσύ απαντάς «είσαι, και είσαι κακός δικαστής»· και σου ξαναλέγει ο Θεός «δεν είμαι δικαστής αλλά Πατέρας», μα αυτό δεν μπορείς να το δεχτείς μέσα σου.
Δεν μπορείς να δεχτείς ότι ο Θεός αγαπά το ίδιο την Παναγία και τον Διάβολο, δεν μπορείς να δεχτείς μέσα σου ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης “οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ” (Ρωμ.2.11). Επειδή δεν μπορείς να αποδεχθείς την Αγάπη Του ως γεγονός αιώνιο που δεν φθείρει και δεν αλλάζει, προσπαθείς να “βαπτίσεις” τον Θεό κάτι που δεν είναι ώστε μετά να Τον βγάλεις σκάρτο.
“Γιατί Θεέ μου αφήνεις τις αδικίες στον κόσμο αυτόν”; λες, προσδίδοντας στον Θεό την ευθύνη των αδικιών, αμνηστεύοντας πολλές φορές τους αδικούντες. Τα βάζεις με τον Αγαθό Θεό και όχι με τον άδικο άνθρωπο. Κατηγορείς τον Θεό και ποτέ τον εαυτούλη σου.
“Γιατί ο Θεός που είναι παντοδύναμος επιτρέπει όμως την αδικία”; ξαναρωτάς. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι ο Θεός και το θύμα και τον θύτη τους αγαπά το ίδιο. Γι’ αυτό και τα βάζεις με τον Θεό. Μιλάς για δικαιοσύνη και όχι για αγάπη. Μιλάς για κακούς και καλούς και όχι για αδέλφια. Μιλάς για ηθική και όχι για μετάνοια. Μιλάς για τιμωρίες σύμφωνα με νόμους και κανόνες και όχι για συγχώρεση. Έχεις τη νοοτροπία των δικαστηρίων και όχι τη συγκατάβαση και τη θαλπωρή ενός νοσοκομείου που θέλει τη θεραπεία και όχι την εξάλειψη του ασθενή.
Γι’ αυτό και στο τέλος απορρίπτεις τον Θεό. Απορρίπτεις αυτόν που μόνος σου δημιούργησες γιατί σε απογοήτευσε και σε πρόδωσε.
Πρόδωσε την εμπάθειά σου, τον εγωισμό σου, τον λογισμό σου. Μα ο Θεός στέκει απαθής δίπλα σου. Τον απορρίπτεις και Αυτός σε αποδέχεται. Τον μισείς και Αυτός σε αγαπά. Τον σταυρώνεις και Αυτός σε συγχωρεί. Τον θανατώνεις και Αυτός σε σώζει.
Πρόδωσε την εμπάθειά σου, τον εγωισμό σου, τον λογισμό σου. Μα ο Θεός στέκει απαθής δίπλα σου. Τον απορρίπτεις και Αυτός σε αποδέχεται. Τον μισείς και Αυτός σε αγαπά. Τον σταυρώνεις και Αυτός σε συγχωρεί. Τον θανατώνεις και Αυτός σε σώζει.
Καταλήγεις να δηλώνεις άθεος, όχι γιατί δεν πιστεύεις στον Θεό, αλλά γιατί δεν μπορείς να πιστέψεις ότι ο Θεός μπορεί να αγαπά τόσο πολύ. Γι’ αυτό κτίζεις είδωλα στα δικά σου μέτρα και σταθμά, σύμφωνα με τις δικές σου εμπάθειες και τα δικά σου πάθη ώστε να μην “σκανδαλίζεσαι” πλέον με αυτήν την υπερβατική κατάσταση που λέγεται “Θεϊκή Συγκατάβαση- Συγχώρεση- Αγάπη”. Δεν θέλεις τον Χριστό, γιατί δεν αντέχεις το μεγαλείο Του, τη θυσία Του, την ταπείνωσή Του.
Για να Τον ακολουθήσεις, θέλεις κάτι το επαναστατικό, κάτι που να αλλάξει τον κόσμο τούτο, που θα εξαλείψει τους κακούς, που θα αφανίσει την κακία (όχι όμως και την ηδονή που είναι η αιτία σχεδόν όλων των κακών). Και το σκεπτικό σου πηγαίνει σε κοινωνικές εξεγέρσεις, σε διαδηλώσεις, σε βίαιες “αναγκαίες” -όπως υποστηρίζεις- καταστάσεις. Θέλεις ο Θεός να γίνει συνένοχος στα δικά σου σχέδια, στα δικά σου όνειρα, στους δικούς σου τρόπους «σωτηρίας».
Μα άνθρωπε σκέψου λίγο… υπάρχει πιο επαναστατική πράξη από την αποδοχή του Σταυρού; Επανάσταση θεωρείς κάτι το οποίο θα κάνει τους άλλους να πληρώσουν, να υποφέρουν, να τιμωρηθούν και θα δικαιώσει εσένα. Ο Κύριος όμως δεν έσωσε έτσι τον κόσμο.
Νίκησε, χάνοντας.
Έδωσε Ζωή, πεθαίνοντας.
Δικαιώθηκε, αδικούμενος.
Άλλαξε τον κόσμο, αρνούμενος τα του κόσμου.
Μην τα βάζεις λοιπόν με τον Θεό. Γιατί όταν τα βάζεις με τον Θεό, το σίγουρο είναι ότι τα βάζεις με έναν Θεό που δημιούργησες εσύ. Απορρίπτεις το δικό σου δημιούργημα και όχι τον Αληθινό Τριαδικό Θεό ο οποίος “αγάπη εστί” (Α΄ Ιωάν. 4, 16).
Εάν υποψιαστείς έστω και λίγο ποιος είναι τελικά ο Θεός, τότε ποτέ σου δεν θα τα βάλεις μαζί Του, αλλά πάντα θα απορείς, θαυμάζοντας το μεγαλείο της Αγάπης Του προς όλους και όλα. Το μόνο που θα μπορείς να πεις προς Αυτόν θα είναι «ευχαριστώ». Τίποτα άλλο.
π. Παύλος Παπαδόπουλος