Ουδείς δύ­να­ται άνευ σού σώ­σαι σε - Point of view

Εν τάχει

Ουδείς δύ­να­ται άνευ σού σώ­σαι σε





   Αὐτεξούσιο - ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου

   Ὁ Θε­ός ἔ­πλα­σε τόν ἄν­θρω­πο «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σίν» Του, γι’ αὐ­τό καί τοῦ δώ­ρη­σε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­γα­θά, πού μαζί μέ τήν λογική, τόν διακρίνει ἀπό τά ἄλογα ζῶα, τό ἀ­γα­θό της ελευθερίας, δηλαδή τό αὐτεξούσιο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς, κατά χάριν, ἰσόθεο τιμή στόν θεοειδή ἄνθρωπο[1].

Τό αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή του στις επιλογές καί τίς πρά­ξεις του τόν κα­θι­στᾶ κύ­ριο κρι­τή των αποφάσεών του καί ὑ­πεύ­θυ­νο τῆς σω­τη­ρί­ας του. Τό­σο πο­λύ, μάλιστα, σέ­βε­ται ὁ Θε­ός τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού, ὅ­πως μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο, «ὁ ἄ­νευ σοῦ πλά­σας σε (Θε­ός) οὐ δύ­να­ται ἄ­νευ σοῦ σῶ­σαί σε»· δη­λα­δή ὁ Θε­ός, πού χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή σέ ἔ­πλα­σε, δέν μπο­ρεῖ, χω­ρίς τήν δι­κή σου συμμετοχή, νά σέ σώ­σει. Τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως δηλαδή, εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα νά κάνει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τίς ἐπιλογές του καί νά φθάνει ἀκόμη στό σημεῖο νά Τόν ὑβρίζει καί νά Τόν ἀρνεῖται.

Καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει γιά τό ἴδιο θέμα: «Ἀλλά γιατί δέν ἔχουμε στήν φύση μας τήν ἀναμαρτησία, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε, νά μήν ὑπάρχει σέ μᾶς ἡ ἁμαρτία; Γιατί κι ἐσύ τούς δούλους σου δέν τούς θεωρεῖς φίλους, ὅταν τούς κρατᾶς δέσμιους, ἀλλά ὅταν τούς δεῖς ἑκούσια νά ἐκτελοῦν τά καθήκοντα σέ σένα. Καί στόν Θεό λοιπόν δέν ἀρέσει ὅ,τι γίνεται ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτό πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀρετή. Ἡ δέ ἀρετή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐλεύθερη βούληση καί ὄχι μέ τήν ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλεύθερη βούληση ἔχει ἐξαρτηθεῖ ἀπό τά “ἐφ’ ἡμῖν”. Τό “ἐφ’ ἡμῖν” ὅμως εἶναι τό αὐτεξούσιο»[2].

Κανείς, λοιπόν, δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλει στόν ἄνθρωπο τήν θέλησή του ἤ νά τόν ἐξαναγκάσει σέ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέπει αὐτό στόν ἑαυτό Του. Μᾶς λέει καί πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Αὐτόν πού ἔχει δημιουργηθεῖ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ καί στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἄρχοντας ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στήν γῆ, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀπεμπολήσει, πές, καί ποιός νά τόν ἐξαγοράσει; Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, μᾶλλον δέ οὔτε αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί τά χαρίσματα, καθώς λένε, εἶναι ἀμετάκλητα», «ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα».[3]

Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλει κάποιον ἐξαναγκασμό στόν ἄνθρωπο, σεβόμενος τήν ἐλευθερία, πού ὁ Ἴδιος τοῦ δώρησε.

Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία ἐπάνω του. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του[4]. Σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τό πατερικό λόγιο, ὁ Διάβολος ἔχει δικαίωμα μόνο «νά πείθει καί νά πειράζει», ὄχι νά ἐξαναγκάζει καί νά ἐπιβάλει μέ τήν βία.

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φαλκίδευση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ποδηγέτηση καί ἡ ἐπιχείρηση ἐξαναγκασμοῦ του εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου πού προσπαθεῖ μέ πονηρία καί δόλο, ἀλλά καί μέ ψυχολογική βία νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο δέσμιο ἑνός ἀνελεύθερου καί, ἐν τέλει, ἀντίθεου θελήματος.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ κάθε ἀπόφαση, ἐπιλογή καί ἐνέργειά του πού τόν χαρακτηρίζει.




[1] Βλ. σχ. Ἁγίου Γρη­γο­ρίου Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐ­πει­δὴ γὰρ θε­ο­ει­δὴς ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γέ­νε­το καὶ μα­κά­ριος τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τε­τι­μη­μέ­νος (τὸ γὰρ αὐ­το­κρα­τές τε καὶ ἀ­δέ­σπο­τον ἴ­διόν ἐ­στι τῆς θεί­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος)…εἰ γὰρ ἑ­κου­σί­ως τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν κα­τὰ τὴν αὐ­τε­ξού­σιον κί­νη­σιν ἐ­πί τι τῶν οὐ δε­όν­των ὁρ­μή­σα­σαν βια­ίως τε καὶ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νως τῶν ἀ­ρε­σάν­των ἀ­πέ­στη­σεν, ἀ­φαί­ρε­σις ἂν ἦν τοῦ προ­έ­χον­τος ἀ­γα­θοῦ τὸ γι­νό­με­νον καὶ τῆς ἰ­σο­θέ­ου τι­μῆς ἀ­πο­στέ­ρη­σις (ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον)­». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)... Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).

[2] Μεγάλου Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1973, σελ. 110, PG 31, 345Β: «Ἀλλά διά τί οὐκ ἐν τῇ κατασκευῇ τό ἀναμάρτητον ἔσχομεν, φησίν, ὥστε μηδέ βουλομένοις ἡμῖν ὑπάρχειν τό ἁμαρτάνειν; Ὅτι καί σύ τούς οἰκέτας, οὐχ ὅταν δεσμίους ἔχῃς, εὔνους ὑπολαμβάνεις, ἀλλ΄ ὅταν ἑκουσίως ἴδῃς ἀποπληροῦντάς σοι τά καθήκοντα. Καί Θεῷ τοίνυν οὐ τό ἠναγκασμένον φίλον ἀλλά τό ἐξ ἀρετῆς κατορθούμενον. Ἀρετή δέ ἐκ προαιρέσεως καί οὐκ ἐξ ἀνάγκης γίνεται. Προαίρεσις δέ τῶν ἐφ΄ ἡμῖν ἤρτηται. Τό δέ ἐφ΄ ἡμῖν ἐστι τό αὐτεξούσιον». Μέ τόν ὅρο «τά ἐφ΄ ἡμῖν» σημαίνονται τά πράγματα πού ἐξαρτῶνται ἀπό τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὁρολογία εἶναι τῆς στωϊκῆς φιλοσοφίας.


[3] Γρηγορίου Νύσσης, Είς Ἐκκλησιαστήν 4, PG 44, 665ΑΒ: Τόν καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ ὄντα καί πάσης ἄρχοντα τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἐπί τῆς γῆς τήν ἐξουσίαν παρά Θεοῦ κληρωσάμενον τίς ὁ ἀπεμπολών, εἰπέ, τίς ὁ ὠνούμενος; Μόνου Θεοῦ τό δυνηθῆναι τοῦτο, μᾶλλον δέ οὐδέ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα.


[4] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κ.λπ. 44, PG 150, 1152 D.

Pages