Το θέμα της κρίσης του Θεού κατέχει κεντρική θέση στο κήρυγμα τόσο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης όσο και του Ιησού Χριστού. Η Παραβολή της Κρίσης (Ματ 25:31-46) είναι η τελευταία αναφορά του Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου στο συγκεκριμένο θέμα πριν από την περιγραφή του πάθους του Χριστού. Με διάφορες ευκαιρίες ο Χριστός αναφέρθηκε στο θέμα αυτό, και στα προηγούμενα κεφάλαια του Ευαγγελίου θίγονται διάφορες πλευρές του ζητήματος. Έτσι τώρα, στην τελευταία αναφορά του στο θέμα, απαριθμεί τα κριτήρια με τα οποία θα γίνει η κρίση.
Η δομή της παραβολής είναι, όπως συμβαίνει συνήθως με όλες τις παραβολές, ιδιαίτερα απλή. Το βάρος στην προκειμένη περίπτωση δεν πέφτει στην πλοκή της ιστορίας αλλά στα κριτήρια με τα οποία ο κριτής κρίνει τους ανθρώπους και γι’ αυτό αυτά επαναλαμβάνονται θετικά και αρνητικά με τις ίδιες ακριβώς λέξεις κάνοντας την αφήγηση λίγο μονότονη.
Καθώς η πορεία της ζωής του ανθρώπου συνιστά μια περίοδο περισυλλογής και επανεκτίμησης των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, προκειμένου οι πιστοί να προετοιμαστούν πνευματικά για την Αιώνιο Ζωή, τα βιβλικά αναγνώσματα της περιόδου βοηθούν τους πιστούς να οδηγηθούν κλιμακωτά στην πληρέστερη κατανόηση του νοήματος της χριστιανικής ζωής και της σωτηρίας που επαγγέλλεται ο Χριστός. Έτσι, αν με την Παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου προβάλλεται η απέραντη αγάπη του Θεού που έχει τη δύναμη να συγχωρήσει και να σώσει ακόμη και τον πιο αμαρτωλό άνθρωπο, και με την Παραβολή του Ασώτου όπου η αγάπη του Θεού-Πατέρα φαίνεται να υπερβαίνει το περί δικαίου αίσθημα, όπως αυτό εκφράζεται από την αντίδραση του μεγαλύτερου γιου, στην Παραβολή της Κρίσης ο Θεός εμφανίζεται επιτέλους να προτάσσει κατά την κρίση του τη δικαιοσύνη, καθώς κρίνει ακριβοδίκαια τους ανθρώπους με βάση τις πράξεις τους. Το κριτήριο όμως και πάλι είναι το ίδιο· οι άνθρωποι κρίνονται ανάλογα με το κατά πόσο επέδειξαν ή όχι αγάπη.
Η παραβολή ξεκινά με την πληροφορία ότι ο "Ὑιός του Ανθρώπου", την έλευση του οποίου στον κόσμο είχε προαναγγείλει ο προφήτης Δανιήλ στο τελευταίο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης (Δαν 7:13) και ο οποίος σε πλήθος χωρίων του πρώτου βιβλίου της Καινής Διαθήκης ταυτίζεται με τον Ιησού Χριστό (Ματ 8:20· 9:6· 10:23· κ.ά.), θα έρθει και πάλι, όχι όμως ως ταπεινός (Ματ 20:28) και περιφρονημένος (Ματ 26:45), αλλά ως ένδοξος κριτής της οικουμένης, όπως είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης (Μαλ 3:19-21· Ησα 26:20-21· 33:10-16· κ.ά.), συνοδευόμενος από τους αγγέλους του. Η δίκη θα είναι σύντομη· ο κριτής δεν θα καλέσει τους κρινόμενους σε απολογία, αλλά θα εκφέρει την κρίση του με μοναδικό κριτήριο αποκλειστικά τη συμπεριφορά του καθένα απέναντι στους συνανθρώπους του.
Η ανταμοιβή για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται από το κριτήριο αυτό είναι «η βασιλεία που είχε ετοιμαστεί γι᾽ αυτούς από την αρχή του κόσμου» (25:34). Οι άλλοι θα καταλήξουν «στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τα πνεύματα που τον ακολουθούν» (25:41). Η βασιλεία του Θεού έχει ετοιμαστεί για όλους και περιμένει τους πάντες· η είσοδος σ᾽ αυτήν εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπό του που βρίσκεται σε ανάγκη. Αντίθετα, η ῾῾αιώνια φωτιά᾽᾽ προβλέπεται μόνο για τις αντίθεες δυνάμεις, όχι για τους ανθρώπους. Μόνον όποιος ταυτίζεται με όσους αντιστρατεύονται το θέλημα του Θεού θα καταλήξει εκεί.
Η μικρή αυτή διαφοροποίηση στο λεκτικό της δεύτερης ετυμηγορίας από την πρώτη λειτουργεί και ως προειδοποίηση για τους σύγχρονους πιστούς. Όπως προκύπτει από την απορία που εκφράζουν οι καταδικασμένοι, οι ίδιοι δεν έχουν συναίσθηση πως έχουν ταυτιστεί με τον διάβολο. Άλλωστε, δεν κατηγορούνται για κάποιο κακό που υποτίθεται ότι έκαναν, αλλά επειδή δεν έκαναν κάποιο καλό, που όμως ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι όφειλαν να κάνουν. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που το επισημαίνει πολύ συχνά ο Χριστός, αλλά και όλοι οι προφήτες πριν από αυτόν (βλ ενδεικτικά Ωση 6:6· Μιχ 6:8· Ησα 1:10-20). Συμβαίνει συχνά η συνεπής εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων να δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους την ψευδαίσθηση ότι επιτελούν στο ακέραιο το θέλημα του Θεού, με αποτέλεσμα να αδιαφορούν πλήρως για τον συνάνθρωπό τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός ταυτίζεται στη συγκεκριμένη παραβολή με κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, δηλώνοντας με εμφαντικό τρόπο ότι μόνον όποιος βλέπει στο πρόσωπο του συνανθρώπου του τον Χριστό αξιώνεται να ζει στη βασιλεία του Θεού.
Σε σημαντικό βαθμό η κατανόηση της παραβολής εξαρτάται από την απάντηση που δίνεται στο σχετικό με την ταυτότητα των κρινομένων ερώτημα. Ο όρος ῾῾ἔθνη᾽᾽ που χρησιμοποιεί το πρωτότυπο κείμενο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κρινόμενοι δεν είναι μόνον τα μέλη της Συναγωγής ή της Εκκλησίας αλλά όλοι οι λαοί, καθώς η κρίση είναι παγκόσμια. Στόχος της παραβολής επομένως δεν είναι να προτρέψει απλώς τους πιστούς σε πράξεις αλληλεγγύης και αγάπης προς τους συνανθρώπους τους, αλλά πρωτίστως να απαντήσει στο αγωνιώδες ερώτημα των διωκόμενων μελών της Εκκλησίας, προς τους οποίους άλλωστε απευθύνεται το Ευαγγέλιο, για τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός θα κρίνει τους διώκτες τους.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η διερεύνηση της σημασίας του όρου ῾῾ἐλάχιστοι᾽᾽ (= άσημοι), με τους οποίους ταυτίζεται ο Χριστός στη συγκεκριμένη παραβολή: «Σας βεβαιώνω πως, εφόσον κάνατε κάτι για κάποιον από αυτούς τους άσημους αδερφούς μου, το κάνατε για μένα» (25:40). Τόσο ο όρος ῾῾ἐλαχιστος᾽᾽ όσο και ο συνώνυμός του ῾῾μικρός᾽᾽ δεν δηλώνει στο Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον μόνον όσους έχουν ανάγκη αλλά και όσους διαδίδουν την πίστη, τους μαθητές του Χριστού: «Όποιος δέχεται εσάς δέχεται εμένα, και όποιος δέχεται εμένα δέχεται αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο … κι όποιος δώσει σ’ έναν απ’ αυτούς τους άσημους ένα ποτήρι κρύο νερό επειδή είναι μαθητής μου, αλήθεια σας λέω, θα λάβει την αμοιβή του» (10:40-42).
Προκαλεί ίσως εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος βιώνει την ένταση των δογματικών διαφορών μεταξύ των διάφορων χριστιανικών παραδόσεων, αλλά και τις θεολογικές διαμάχες μέσα στην ίδια την Ορθοδοξία, ότι κανένα από τα κριτήρια που θέτει ο Χριστός δεν αναφέρεται σε αυτά τα θέματα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην εντύπωση ότι τα θεολογικά ζητήματα αφήνουν τον Θεό αδιάφορο.
Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.
Αν όμως λάβει κανείς υπόψη τη σημασία του όρου ῾῾ἐλάχιστος᾽᾽, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω θα μπορούσε να υποθέσει ότι η επιλογή του όρου λειτουργεί επίσης ως προειδοποίηση για τους σύγχρονους πιστούς.
Υπάρχουν σήμερα πολλοί εγκρατείς στα θεολογικά ζητήματα, που αναγορεύουν εαυτούς σε κριτές της οικουμένης καταγγέλλοντας τους πάντες, πατριάρχες, συνόδους, επισκόπους, καθηγητές για δήθεν δογματικές παρεκτροπές και προδοσία της αληθινής πίστης, κι ακόμα κάποιοι που δεν διστάζουν να αποκοπούν από την Εκκλησία και να δημιουργήσουν δικές τους ομάδες ως ῾῾γνήσιοι᾽᾽, ως ῾῾ενιστάμενοι᾽᾽ ή ως ῾῾αποτειχισμένοι᾽᾽ ορθόδοξοι και άλλες παρόμοιες, σκανδαλίζοντας και παρασύροντας πολλούς πιστούς που εντυπωσιάζονται από τις ῾῾γνώσεις᾽᾽ τους και την επιχειρηματολογία τους. Προς όλους αυτούς που καυχώνται για τη γνώση τους απευθύνεται ο απόστολος Παύλος με το αποστολικό ανάγνωσμα από την Α´ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του: «Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη… Έτσι, η δική σου “γνώση” θα προκαλέσει τον χαμό αυτού του αδύνατου, του αδελφού μας, για τον οποίο ο Χριστός έδωσε τη ζωή του. Αμαρτάνοντας όμως μ᾽ αυτόν τον τρόπο απέναντι στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο τον Χριστό» (8:11-12).
*Ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.