… Λίγα πράγματα για αυτή την περίφημη «μετα θάνατον ζωή».
Σίγουρα για να μιλήσω γι αυτά τα θέματα θα ήταν σωστό να χρησιμοποιήσω αγιογραφικά και πατερικά χωρία, ορολογίες και έννοιες. Όμως αυτά είναι υψηλού επιπέδου και εμβαθή καθαρά θεολογικά θέματα και θα βαρύνει πολύ το κλίμα. Γι’ αυτό θα σας πω την ουσία της Ορθόδοξης Χριστιανικής διδασκαλίας περί του θέματος, αποφεύγοντας βαριές έννοιες και αναλύσεις.
· Να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής, ότι η αιώνιος ζωή δεν είναι μια αφηρημένη αθανασία της ψυχής αλλά:
γνωριμία, συνάντηση, μετοχή και εμπειρία του ίδιου του Χριστού,
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του εἶπε:
«αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν..».
Δηλαδή είναι κατά χάριν(δώρο) μέθεξης της Δόξας του Θεού. Ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο.
· Ο άνθρωπος δεν είναι φύση αθάνατος διότι τότε θα ήταν Θεός, είναι όμως κατά χάριν αθάνατος. Ο Θεός θέλει να μην πεθάνει, να μην γυρίσει στο μηδέν. Και τα χαρίσματα του Θεού είναι αμετάκλητα. Δεν τα παίρνει δηλαδή πίσω.
· Ο θάνατος δεν είναι θέλημα Θεού. Γι΄ αυτό και η σωτηρία μας είναι προαποφασισμένη προ της δημιουργίας των αιώνων, δηλ. του χώρου, του χρόνου και κόσμου. Σε εμάς μένει μονάχα να αποδεχτούμε αυτή την σωτηρία στο πρόσωπο του Χριστού.
· Η «μετά θάνατον» ζωή δεν είναι μια άλλη ζωή, αλλά η συνέχεια αυτής. Αυτό είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε διότι μόνο έτσι θα συνειδητοποιήσουμε πόσο αξία έχει η παρούσα φάση ζωής.
Στο σήμερα κτίζουμε το αύριο, στο παρόν το αιώνιο.
· Αυτό που είμαστε σε αυτή την ζωή, αυτό αποτυπώνεται στην ψυχή μας. Το αποτύπωμα της παρούσας φάσης θα πάρουμε στην επόμενη μετά θάνατο πραγματικότητα. Δεν μπορείς εδώ να ζεις στο σκοτάδι της κακίας και μετά να πας στο φως της Αγάπης.
· Όλοι θα μετέχουμε της Χάριτος του Θεού. Όλοι θα ενωθούμε με την αρχή και ουσία της ύπαρξης μας που είναι ο Χριστός. Θα κολυμπάμε μέσα στην δόξα Του, στο υπέρλαμπρο φως Του. Αλλά δεν θα γευόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο αυτή την ένωση.
· Η κόλαση και ο παράδεισος δεν είναι τόπος με καζάνια και φωτιές. Αυτά είναι ποιητικές και συμβολικές περιγραφές. Είναι κατάσταση της ύπαρξης. Οπότε δεν είναι τόπος αλλά τρόπος.
· Δεν θα είναι αιώνιος μόνο ο παράδεισος αλλά και η κόλαση. Και οι κολασμένοι θα μετέχουν της αιωνιότητας και της δόξας του Θεού αλλά ως οδύνη.
· Η κόλαση δεν θα είναι τιμωρία του Θεού αλλά αυτοεξορία του ανθρώπου.
· Για να γευτείς την αιώνια κόλαση πρέπει να το θες πάρα πολύ. Γιατί ο Θεός, δεν θέλει να χαθεί κανείς από την δόξα της Βασιλείας Του. Θέλει όλοι να σωθούν και κάνει τα πάντα γι’ αυτό. Την κόλαση θα την βιώσουν μονάχα εκείνοι που το θέλουν. Γιατί ο Θεός όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητής δεν κολάζει τον άνθρωπο. Δεν μπορεί η αγαθότητα του να κολάσει κανέναν εκτός από εκείνους που δεν θέλουν να ζήσουν μαζί Του. Δηλαδή στην πραγματικότητα εμείς κολάζουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας, ποτέ ο Θεός.
· Οι ψυχές των ανθρώπων που έχουν φύγει από την παρούσα φάση ζωής, προγεύονται την δόξα του Θεού είτε ως χαρά είτε ως οδύνη ανάλογα την πνευματική τους κατάσταση. Περιμένουν την τελική κρίση, την κοινή Ανάσταση κατά την οποία θα γίνει και πάλι η ένωσης τους με τα σώματα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστεύει στην Ανάσταση των σωμάτων και όχι μόνο των ψυχών. Δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως σώμα γιατί τότε μιλάμε για φάντασμα αλλά ούτε σώμα δίχως ψυχή γιατί τότε έχουμε πτώμα. Και τα δυο μαζί ενωμένα είναι ο άνθρωπος. Αυτό θα γίνει στο τέλος της ιστορίας όταν τα πάντα θα γίνουν Χριστός. Τα πάντα και οι πάντες θα ενωθούν στο φως του αναστημένου και δοξασμένου Σώματος Του. Δηλαδή αυτό που εξ αρχής πριν καν δημιουργήσει ο Θεός το κόσμο είχε αποφασίσει.
H Αρχιερατική Προσευχή του Χριστού
Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε·
Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.
Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι.
Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμὶ. ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ.
Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.
Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.
Κατά Ιωάννην ιζ' 1-26