Ότι η επιστήμη έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας, αυτό στο οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πιστεύουν, είναι πρόδηλο εδώ και καιρό. Στη σύγχρονη Δύση, έχουν συνυπάρξει και, σε κάποιο βαθμό, συνυπάρχουν ακόμα, τρία μεγάλα συστήματα πεποιθήσεων: ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός και η επιστήμη. Στη νεωτερική ιστορία, αυτές οι τρεις “θρησκείες” διασταυρώθηκαν αναγκαστικά κατ’ επανάληψη, ερχόμενες από καιρού εις καιρόν σε σύγκρουση και, στη συνέχεια, με διάφορους τρόπους, πάλι σε συμφιλίωση, έως ότου, προοδευτικά, να επιτευχθεί ένα είδος ειρηνικής και αρμονικά διαρθρωμένης συνύπαρξης, αν όχι πραγματικής συνεργασίας στο όνομα του κοινού συμφέροντος.
Το νέο γεγονός είναι ότι μεταξύ της επιστήμης και των άλλων δύο θρησκειών έχει αναζωπυρωθεί χωρίς να το αντιληφθούμε μια υπόγεια και αδυσώπητη σύγκρουση, της οποίας τα νικηφόρα αποτελέσματα για την πρώτη, την επιστήμη, εμφανίζονται σήμερα μπροστά στα μάτια μας και καθορίζουν με τρόπο πρωτοφανή όλες τις πτυχές της ζωής και της ύπαρξής μας. Αυτή η σύγκρουση δεν αφορά, όπως στο παρελθόν, τη θεωρία και τις γενικές αρχές, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, τη λειτουργική πρακτική. Ακόμα και η επιστήμη, στην πραγματικότητα, όπως κάθε θρησκεία, διακρίνεται σε διαφορετικά επίπεδα και μορφές, μέσω των οποίων ρυθμίζει και οργανώνει τη δική της δομή: στις λεπτές και ακριβείς διατυπώσεις μιας αυστηρής δογματικής αντιστοιχεί, στην πράξη, τo εξαιρετικά ευρύ και εκτενώς δικτυωμένo πεδίο λατρείας που συμπίπτει με αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ως πρωταγωνιστής αυτού του νέου θρησκευτικού πολέμου εμφανίζεται εκείνος ο κλάδος της επιστήμης του οποίου η δογματική είναι λιγότερο αυστηρή και η πραγματιστική πτυχή του υπερισχύει: η ιατρική, της οποίας άμεσο αντικείμενο είναι το ζωντανό σώμα των ανθρώπων. Ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της νικηφόρας πίστης με την οποία θα πρέπει να αναμετριόμαστε ολοένα και περισσότερο.
1) Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι η ιατρική, όπως και ο καπιταλισμός, δεν χρειάζεται ειδική δογματική, αλλά περιορίζεται στον δανεισμό των θεμελιωδών εννοιών της από τη βιολογία. Σε αντίθεση με τη βιολογία, ωστόσο, διατυπώνει αυτές τις έννοιες με τρόπο γνωστικο-μανιχαϊστικό, δηλαδή σύμφωνα με μίαν ακραία δυαλιστική αντίθεση. Υπάρχει ένας θεός ή μια κακοήθης αρχή, κατ’ ακρίβειαν η ασθένεια, της οποίας οι ειδικοί νοσογόνοι παράγοντες είναι τα βακτήρια και οι ιοί, και ένας θεός ή μια ευεργετική αρχή, που δεν είναι η υγεία, αλλά η ανάρρωση, της οποίας οι παράγοντες λατρείας είναι οι γιατροί και το σύστημα θεραπείας. Όπως και σε κάθε Γνωστική πίστη, οι δύο αρχές είναι σαφώς διαχωρισμένες, αλλά στην πράξη είναι δυνατόν να βεβηλωθούν η μία απο την άλλη, εφόσον η ευεργετική αρχή, καθώς και ο γιατρός που την εκπροσωπεί, μπορούν να κάνουν λάθος και να συνεργαστούν ασυνείδητα με τον εχθρό τους, χωρίς αυτό βέβαια να καθιστά άκυρη την πραγματικότητα του δυαλισμού και την ανάγκη της λατρείας, μέσω της οποίας η ευεργετική αρχή δίνει τη μάχη της. Και είναι σημαντικό ότι οι θεολόγοι που πρέπει να καθορίσουν τη στρατηγική της είναι οι εκπρόσωποι μιας επιστήμης, της ιολογίας, η οποία δεν έχει τον δικό της χώρο, αλλά βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ βιολογίας και ιατρικής.
2) Αν η λατρευτική πρακτική ήταν έως τώρα, όπως κάθε λειτουργία, επεισοδιακή και περιορισμένη στο χρόνο, το αναπάντεχο φαινόμενο του οποίου γινόμαστε σήμερα μάρτυρες είναι ότι αυτή έχει καταστεί μόνιμη και πανταχού παρούσα. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα λήψης φαρμάκων ή υποβολής, όταν είναι απαραίτητο, σε ιατρική εξέταση ή χειρουργική επέμβαση: ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων πρέπει να γίνεται κάθε στιγμή, ο τόπος μιας αδιάκοπης λατρευτικής τελετουργίας. Ο εχθρός, ο ιός, είναι πάντα παρών και πρέπει να καταπολεμείται ακατάπαυστα και χωρίς ανακωχή. Ακόμα και η χριστιανική θρησκεία γνώρισε παρόμοιες ολοκληρωτικές τάσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν μόνο σε ορισμένα άτομα —ιδίως τους μοναχούς— που επέλεξαν ως έμβλημα ολόκληρης της ύπαρξής τους το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Η ιατρική ως θρησκεία υιοθετεί το παράγγελμα του Παύλου και, ταυτόχρονα, το αντιστρέφει: η λατρεία πρέπει να ασκείται σήμερα με την ίδια επιμέλεια με την οποία οι μοναχοί συγκεντρώνονταν στα μοναστήρια για να προσευχηθούν, πλην όμως με τον όρο ότι θα παραμένουμε χωρισμένοι και σε απόσταση.
3) Η πρακτική λατρείας δεν είναι πλέον ελεύθερη και εθελοντική, εκτιθέμενη μόνο σε κυρώσεις πνευματικής τάξεως, αλλά πρέπει να καταστεί υποχρεωτική με κανονιστικές ρυθμίσεις. Η συμπαιγνία μεταξύ θρησκείας και μη ειδήμονος εξουσίας δεν είναι ασφαλώς κάτι νέο· εντελώς νέο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτή δεν αφορά πλέον τη διακήρυξη των δογμάτων, όπως συνέβαινε για τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά την τέλεση της λατρείας. Η μη ειδήμων εξουσία οφείλει να επαγρυπνεί ώστε η λειτουργία της θρησκείας της ιατρικής, η οποία συμπίπτει πλέον με ολόκληρη τη ζωή, να τελείται πράγματι με ακρίβεια και χωρίς καμία παρέκκλιση. Ότι πρόκειται εν προκειμένω για μια λατρευτική πρακτική και όχι για μια ορθολογική επιστημονική απαίτηση είναι εξώφθαλμο. Οι καρδιοαγγειακές παθήσεις αποτελούν μακράν την πιο συχνή αιτία θνησιμότητας στη χώρα μας και είναι γνωστό ότι αυτές θα μπορούσαν να μειωθούν εάν εφαρμοζόταν ένας πιο υγιεινός τρόπος ζωής και εάν ακολουθούσαμε μια συγκεκριμένη δίαιτα. Αλλά δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός γιατρού ότι ο τρόπος ζωής και δίαιτας που συμβούλευε στους ασθενείς του, θα αποτελούσε αντικείμενο νομικών ρυθμίσεων, που θα επέβαλαν ex lege τι θα πρέπει να τρώμε και πώς θα πρέπει να ζούμε, μεταμορφώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη σε υγειονομική υποχρέωση. Ακριβώς αυτό έγινε και, τουλάχιστον προς το παρόν, οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί, σαν να ήταν αυτονόητο, να παραιτηθούν από την ελευθερία των κινήσεών τους, από την εργασία, τις φιλίες, τους έρωτες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους.
Παρατηρούμε εδώ σε ποιο βαθμό οι δύο άλλες θρησκείες της Δύσης, η θρησκεία του Χριστού και η θρησκεία του χρήματος, παραχώρησαν την πρωτοκαθεδρία, καταφανώς χωρίς μάχη, στην ιατρική και την επιστήμη. Η Εκκλησία αρνήθηκε τις αρχές της ξεκάθαρα και απερίφραστα, ξεχνώντας ότι ο άγιος, του οποίου το όνομα φέρει ο σημερινός ποντίφηκας, αγκάλιαζε τους λεπρούς, ότι ένα από τα έργα του ελέους ήταν η επίσκεψη στους αρρώστους, ότι τα ιερά μυστήρια τελούνται μόνο με φυσική παρουσία. Ο καπιταλισμός από την πλευρά του, αν και με κάποιες διαμαρτυρίες, δέχτηκε απώλειες παραγωγικότητας που ποτέ δεν είχε τολμήσει να υπολογίσει, ίσως ευελπιστώντας ότι αργότερα θα επιτύχει κάποια συμφωνία διακονισμού με τη νέα θρησκεία, η οποία, ως προς τούτο, φαίνεται διατεθειμένη να συμβιβαστεί.
4) Η θρησκεία της ιατρικής έχει αρυσθεί χωρίς επιφύλαξη από τον Χριστιανισμό την εναγώνια εσχατολογική προοπτική του που ο ίδιος άφησε να εκπέσει στο περιθώριο. Ήδη ο καπιταλισμός, εκκοσμικεύοντας το θεολογικό παράδειγμα της σωτηρίας, είχε εξαλείψει την ιδέα του τέλους του χρόνου, υποκαθιστώντας την με μια κατάσταση μόνιμης κρίσης, χωρίς λύτρωση ή τέλος. Η λέξη «Κρίσις» έχει αρχικά, εκ προελεύσεως, μία ιατρική έννοια, η οποία προσδιορίζει, στον Ιπποκράτειο Κώδικα, τη στιγμή που ο γιατρός αποφαινόταν εάν ο ασθενής θα ανέκαμπτε από την ασθένεια. Οι θεολόγοι έχουν προσλάβει τον όρο αυτό για να υποδηλώσουν την τελική κρίση που λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του κόσμου. Εάν παρατηρήσουμε την κατάσταση εξαίρεσης που βιώνουμε σήμερα, φαίνεται ότι η θρησκεία της ιατρικής συνδυάζει τη διαρκή κρίση του καπιταλισμού με τη χριστιανική ιδέα ενός τέλους του χρόνου, με το «έσχατον», κατά το οποίο η οριστική απόφαση είναι πάντα σε εξέλιξη και το τέλος καταπίπτει και αναβάλλεται ταυτόχρονα, σε μια ακατάπαυστη προσπάθεια να μπορέσει να το διαχειριστεί και να το ελέγξει, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να το αντιμετωπίσει ουσιαστικά και να κατορθώσει να το αποτρέψει ἀπαξ και δια παντός. Είναι η θρησκεία ενός κόσμου που αισθάνεται ότι έχει φθάσει στο τέλος του και όμως δεν είναι σε θέση, όπως ο ιπποκρατικός γιατρός, να αποφασίσει εἀν θα επιβιώσει ή θα πεθάνει.
5) Όμοια με τον καπιταλισμό και ανόμοια με τον Χριστιανισμό, η θρησκεία της ιατρικής δεν προσφέρει καμία προοπτική σωτηρίας και λύτρωσης. Αντίθετα, η ανάρρωση στην οποία στοχεύει μπορεί να είναι μόνο προσωρινή, εφόσον ο κακοήθης Θεός, ο ιός, δεν μπορεί να εξαλειφθεί οριστικά, αλλά αλλάζει συνεχώς και λαμβάνει πάντα νέες μορφές, ενδεχομένως πιο επικίνδυνες. Η επιδημία, όπως υποδεικνύει η ετυμολογία του όρου («δήμος» είναι στην ελληνική ο λαός ως πολιτικό σώμα και «πόλεμος επιδήμιος» είναι στον Όμηρο η ονομασία του εμφύλιου πολέμου) είναι προπαντός μία πολιτική έννοια, η οποία προετοιμάζεται να γίνει το νέο έδαφος της πολιτικής — ή της μη πολιτικής—παγκοσμίως. Είναι πιθανό, μάλιστα, η επιδημία που βιώνουμε να είναι η πραγματοποίηση του παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου που, σύμφωνα με τους πιο προσεκτικούς πολιτικούς επιστήμονες, έχει υποκαταστήσει τους παραδοσιακούς παγκόσμιους πολέμους. Όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί είναι τώρα σε διηνεκή πόλεμο με τον εαυτό τους, γιατί ο αόρατος και ασύλληπτος εχθρός με τον οποίο πολεμούν βρίσκεται μέσα στον καθένα από εμάς.
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας, οι φιλόσοφοι θα πρέπει και πάλι να έρθουν σε σύγκρουση με τη θρησκεία, η οποία δεν είναι πλέον ο Χριστιανισμός, αλλά η επιστήμη ή ο επιμέρους κλάδος της που έχει λάβει τη μορφή θρησκείας. Δεν ξέρω εάν θα επανέλθουν οι πυρές και εάν κάποια βιβλία θα περιληφθούν σε λίστα απαγορευμένων, αλλά η σκέψη εκείνων που συνεχίζουν να αναζητούν την αλήθεια και να αρνούνται το κυρίαρχο ψέμα, θα είναι, σαφώς, όπως συμβαίνει ήδη μπροστά στα μάτια μας, περιθωριοποιημένη και θα κατηγορείται ότι διασπείρει ειδήσεις ψευδείς —ειδήσεις, όχι ιδέες, επειδή η είδηση είναι πιο σημαντική από την πραγματικότητα! Όπως σε όλες τις περιόδους έκτακτης ανάγκης, είτε αυτές είναι πραγματικές είτε είναι προσομοιωμένες, θα ξαναδούμε ανίδεους να συκοφαντούν τους φιλόσοφους και απατεώνες να γυρεύουν τρόπο να επωφεληθούν από τις συμφορές που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει. Όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν, αλλά εκείνοι που μαρτυρούν για την αλήθεια, δεν θα σταματήσουν να το κάνουν, γιατί κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον μάρτυρα.
Giorgio Agamben