Τι μπορεί να εξισωθεί με τα ευαγγέλια; - Point of view

Εν τάχει

Τι μπορεί να εξισωθεί με τα ευαγγέλια;





  Δικαιολογημένα το σύγγραμμά του [ο ευαγγελιστής Μάρκος] το αποκάλεσε ευαγγέλιο 

  [«Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (:αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού)» 
[Μαρκ.1,1]. 

  Διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε και κήρυττε σε όλους το χαροποιό μήνυμα της κατάργησης της κολάσεως, της συγχώρησης των αμαρτιών, της δικαιοσύνης, του αγιασμού, της απολύτρωσης, της υιοθεσίας, της κληρονομίας των ουρανών, της συγγένειας προς τον Υιό του Θεού, στους εχθρούς, τους αγνώμονες, σε αυτούς που κάθονται στο σκοτάδι. Τι μπορεί να εξισωθεί με τα ευαγγέλια αυτά;

Θεός επάνω στη γη, άνθρωπος στον ουρανό· και όλα έχουν αναμιχτεί, οι άγγελοι χόρευαν μαζί με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι συντρόφευαν τους αγγέλους και τις άλλες δυνάμεις του ουρανού. Και ήταν δυνατόν να δεις να έχει καταπαύσει ο πολύχρονος πόλεμος και να έχει επικρατήσει ειρήνη· ήταν δυνατόν επίσης να δεις την συμφιλίωση του Θεού με εμάς τους ανθρώπους, εξευτελισμένο τον διάβολο, τους δαίμονες να δραπετεύουν, τον θάνατο να έχει καταργηθεί, τον παράδεισο να ανοίγεται, την κατάρα να εξαφανίζεται, την αμαρτία εξορισμένη, την πλάνη να έχει εκδιωχθεί, την αλήθεια να έχει επανέλθει, τον λόγο της ευσεβείας να σπείρεται παντού και να κυματίζει, την πολιτεία του ουρανού να φυτεύεται στη γη, να ομιλούν με ελευθερία οι δυνάμεις εκείνες με εμάς, να επισκέπτονται συνεχώς οι άγγελοι τη γη και να υπάρχει πολλή ελπίδα για την μέλλουσα ζωή.

Για τον λόγο αυτόν λοιπόν κάλεσε την ιερή αυτήν ιστορία Ευαγγέλιο. 

Διότι όλα τα άλλα είναι λέξεις μόνον κενές από πραγματικό περιεχόμενο, δηλαδή ο πλούτος των υλικών αγαθών, το μέγεθος της εξουσίας, τα αξιώματα, οι δόξες και οι τιμές και όλα όσα θεωρούνται αγαθά από τους ανθρώπους.


Τα κηρύγματα όμως των αλιέων θα μπορούσαν αληθινά και κυριολεκτικά να αποκληθούν ευαγγέλια. Όχι μόνο επειδή είναι σταθερά και ακλόνητα αγαθά και ανώτερα από την δική μας αξία, αλλά και διότι μας δόθηκαν με όλη την ευκολία. Διότι ούτε κοπιάσαμε, ούτε ιδρώσαμε, δεν κουραστήκαμε και δεν ταλαιπωρηθήκαμε, αλλά μόνο επειδή αγαπηθήκαμε από τον Θεό, λάβαμε αυτά που λάβαμε.


Και γιατί τάχα ενώ ήσαν τόσο πολλοί οι μαθητές, γράφουν μόνο δύο από τους αποστόλους και δύο από τους ακολούθους τους; Διότι ο ένας ήταν μαθητής του Παύλου και ο άλλος του Πέτρου και μαζί με τον Ιωάννη και τον Ματθαίο έγραψαν τα Ευαγγέλια. Επειδή τίποτε δεν έκαναν για να δοξασθούν αλλά για να εξυπηρετήσουν μία ανάγκη.


Και λοιπόν δεν έφθανε ένας ευαγγελιστής να τα εξιστορήσει όλα; Βεβαίως έφτανε. Αν όμως πάλι αυτοί που γράφουν είναι τέσσερις, ενώ δεν γράφουν κατά τον ίδιο χρόνο, ούτε στους ίδιους τόπους, ούτε έπειτα από συνάντηση και συνομιλία, εντούτοις ομιλούν για όλα σαν από ένα στόμα, γίνεται, τότε αυτό η μεγίστη απόδειξη της αληθείας.


«Ναι, αλλά συνέβη το αντίθετο», θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος· «σε πολλά σημεία οι ευαγγελιστές συλλαμβάνονται να διαφωνούν». Ακριβώς αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αλήθειας. Αν δηλαδή είχαν συμφωνήσει για όλα με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και για τον χρόνο και για τον τόπο και για τις λέξεις τις ίδιες, κανείς από τους εχθρούς δεν θα πίστευε ότι χωρίς συνάντηση και συμφωνία ανθρώπινη έγραψαν όσα έγραψαν· δεν είναι δείγμα ειλικρινείας τόσο μεγάλη συμφωνία και ταύτιση. Τώρα όμως και η φαινομενική στις λεπτομέρειες διαφωνία τούς απαλλάσσει από κάθε υποψία και υπεραμύνεται θαυμάσια του τρόπου των συγγραφέων. Εάν ομίλησαν διαφορετικά για τον χρόνο και τον τόπο, τούτο δεν ζημιώνει καθόλου την αλήθεια των λόγων τους.

Αλλά και αυτά όμως, καθόσον μας παραχωρήσει ο Θεός, θα προσπαθήσουμε προχωρώντας να τα διαλευκάνουμε και έχουμε την αξίωση μαζί με τα λεχθέντα να προσέξετε και το εξής: ότι στα κεφαλαιώδη, που συγκρατούν τη ζωή μας και συνθέτουν το κήρυγμα, πουθενά δεν ευρίσκεται κανένας από αυτούς να διαφωνεί. Ποια είναι αυτά; Ότι ο Θεός λόγου χάριν έγινε άνθρωπος, ότι έκαμε θαύματα, ότι σταυρώθηκε, ενταφιάστηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους ουρανούς, ότι πρόκειται να κρίνει, ότι έδωκε σωτήριες εντολές, ότι δεν εισήγαγε νόμο αντίθετο προς την Παλαιά Διαθήκη, ότι είναι Υιός, Μονογενής, γνήσιος, ότι είναι της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα και όσα όμοια. Σε αυτά θα βρούμε ότι συμφωνούν απολύτως.

Ενώ ως προς τα θαύματα, αν δεν τα ανέφεραν όλοι όλα, αλλά ο ένας ανέφερε τα μεν και ο άλλος τα δε, τούτο ας μη σε ανησυχεί. Αν τα ανέφερε ένας όλα, οι άλλοι ήσαν περιττοί· αν πάλι τα ανέφεραν όλοι διαφορετικά από τους άλλους και μόνον αυτοί, δεν θα υπήρχε απόδειξη της συμφωνίας. Για τούτον τον λόγο και από κοινού μίλησαν για πολλά από τα θαύματα και καθένας από αυτούς πήρε και μας διηγείται κάτι το ιδιαίτερο. Έτσι ούτε περιττός θα φανεί και ούτε ότι συμμετέχει στην εξιστόρηση χωρίς λόγο, αλλά και κριτήριο ακριβές θα προσφέρει για την αλήθεια των λεγομένων.


Ο ευαγγελιστής Λουκάς παραθέτει και την αιτία, η οποία τον ώθησε στη συγγραφή. Λέγει: «Ἵνα ἔχῃς περί ὧν κατηχήθης λόγων τήν ἀσφάλειαν(: για να γνωρίσεις με σαφήνεια και με ακρίβεια την αυθεντική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια των λόγων της πίστεως που προφορικά διδάχτηκες)»[Λουκ.1,4]. Δηλαδή, για να είσαι ασφαλισμένος με τη διαρκή υπόμνηση και να παραμένεις ασφαλής. 


Ο Ιωάννης από την άλλη αποσιώπησε την αιτία που τον παρακίνησε στη συγγραφή του δικού του ευαγγελίου. Διότι υπάρχει παράδοση που έφθασε μέχρι σε μας από παλαιά, από την εποχή των πατέρων μας, ότι μήτε ο Ιωάννης δεν άρχισε να γράφει χωρίς λόγο, αλλά επειδή οι τρεις προηγούμενοι ευαγγελιστές θέλησαν να ασχοληθούν με την αφήγηση της θείας οικονομίας και παρ’ ολίγον να αποσιωπηθεί η διδασκαλία για τη θεότητα του Ιησού Χριστού, τον φώτισε ο Θεός και έτσι άρχισε την συγγραφή του ευαγγελίου του.

Τούτο γίνεται φανερό και από αυτήν την διήγηση, αλλά και από το προοίμιο του ευαγγελίου:

 «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (:στην αρχή της Δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί Του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος)»
[Ιω.1,1]. 

Δεν αρχίζει από την γη κάτω όμοια με τους άλλους ευαγγελιστές, αλλά από τον ουρανό υψηλά, όπου βιαζόταν να φτάσει και χάριν του Οποίου έχει συνθέσει το βιβλίο του όλο· και όχι μόνον στο προοίμιο, αλλά και από την αρχή μέχρι το τέλος του ευαγγελίου του είναι υψηλότερος από τους άλλους.

Επίσης λέγεται ότι και ο Ματθαίος, αφού ήλθαν και τον παρεκάλεσαν, άφησε γραπτά στους Ιουδαίους που πίστεψαν όσα δίδαξε προφορικά και ότι συνέγραψε το ευαγγέλιό του στην εβραϊκή γλώσσα. Αλλά και ο Μάρκος στην Αίγυπτο έκαμε το ίδιο έπειτα από παράκληση των μαθητών.

Για τον λόγο αυτόν λοιπόν ο μεν Ματθαίος, επειδή γράφει προς Εβραίους, δε θέλησε να δείξει τίποτε περισσότερο παρά ότι ο Ιησούς καταγόταν από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ, ο δε Λουκάς επειδή απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους από κοινού, οδηγεί τον λόγο πιο πέρα και προχωρεί μέχρι του Αδάμ. Και ο ένας αρχίζει από την καταγωγή· επειδή τίποτε δεν ικανοποιούσε τόσο τον Ιουδαίο, όσον να μάθει ότι ο Χριστός ήταν απόγονος του Αβραάμ και του Δαυίδ. Ο τρόπος αυτός δεν όμως και του Λουκά· αναφέρει πρώτα πολλά άλλα πράγματα και τότε προχωρεί στη γενεαλόγηση.


Την συμφωνία τους θα την δείξουμε και από την οικουμένη που δέχτηκε το κήρυγμα, αλλά και από τους ίδιους τους εχθρούς της αλήθειας. Διότι έπειτα από αυτούς γεννήθηκαν πολλές αιρέσεις με αντίθετες δοξασίες προς τα κηρυχθέντα και άλλες μεν από αυτές δέχθηκαν όλα τα λεχθέντα, άλλες όμως απέσπασαν και πρεσβεύουν ορισμένες απόψεις της διδασκαλίας.


Εάν όμως υπάρχει κάποια αντίθεση στα λεχθέντα, ούτε όσες αιρέσεις διδάσκουν τα αντίθετα θα τα δέχονταν στο σύνολό τους, αλλά ένα μέρος μόνο που θα συμφωνούσε με αυτές· ούτε πάλι όσες απέσπασαν ένα μέρος μόνο θα ελέγχονταν από το μέρος αυτό, ώστε μήτε τα ίδια τα αποκόμματα αυτά να μένουν απαρατήρητα, αλλά να βοούν την συγγένεια προς όλο το σώμα.


Και όπως, όταν πάρεις ένα μέρος από πλευρά, θα έχεις τα πάντα στο μέρος αυτό από όσα είναι συγκροτημένο το ζώο, και νεύρα δηλαδή και φλέβες, και οστά και αρτηρίες και αίμα και θα έλεγε κανείς θα έχεις ένα δείγμα από ολόκληρη τη ζύμη, έτσι και προκειμένου για τις Γραφές, σε κάθε σημείο των λεχθέντων είναι δυνατόν να διακρίνεις φανερά την συγγένεια με το σύνολο.


Αν όμως ήσαν διαφορετικά, ούτε η συγγένεια θα φαινόταν, αλλά και η διδασκαλία η ίδια θα είχε προ πολλού διαλυθεί. «Πᾶσα γάρ βασιλεία(:κάθε βασίλειο)», λέγει ο Κύριος,

 «ἐφ’ ἑαυτῆς μερισθεῖσα οὐ σταθήσεται (:που χωρίστηκε σε εχθρικές παρατάξεις και με εμφύλιο πόλεμο στράφηκε εναντίον του εαυτού του, καταλήγει σε ερήμωση. Τότε λοιπόν και κάθε σπίτι επιτίθεται εχθρικά εναντίον του άλλου σπιτιού. Κι έτσι διαλύεται μόνο του το βασίλειο αυτό)» 
[Λουκ. 11, 17]. 

Τώρα όμως και σε αυτό το σημείο λάμπει η ισχύς του Αγίου Πνεύματος· έπεισε τους ανθρώπους να ασχολούνται με τα πλέον απαραίτητα και κατεπείγοντα πράγματα, αλλά και από τα μικρά αυτά να μη ζημιώνεται καθόλου.


Δεν πρέπει να επιμείνουμε υπερβολικά σε όσα ο καθένας έγραψε ιδιαιτέρως. Αλλά ότι δεν στάθηκαν αντιμέτωποι, τούτο θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε με όλη την ανάπτυξή μας.


Εσύ όταν κατηγορείς την διαφωνία τους, κάνεις το ίδιο όπως αν διέταζες να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες λέξεις και την ίδια σύνταξη. Δεν σου αντιτάσσω ακόμη ότι και όσοι κομπάζουν πολύ για την ρητορική και τη φιλοσοφία τους, μολονότι είναι πολλοί και έγραψαν πολλά βιβλία για τα ίδια πράγματα, όχι μόνον διαφώνησαν, αλλά και είπαν μεταξύ τους τα αντίθετα. Είναι διαφορετικό πράγμα η διαφωνία από την αντίθεση.


Δεν αναφέρω τίποτε από αυτά. Ας μη μου τύχει από την παράκρουση εκείνων και συνθέσω εγώ την υπεράσπισή μου· ούτε επιθυμώ να συγκροτήσω την αλήθεια από το ψεύδος. Θα ερωτήσω όμως ευχαρίστως το εξής: πώς έγιναν πιστευτά τα συγκρουόμενα; Πώς επικράτησαν; Πώς μολονότι έλεγαν πράγματα αντίθετα, θαυμάζονταν, γίνονταν πιστευτοί και διαλαλούνταν σε όλη την οικουμένη; Υπήρχαν εντούτοις πολλοί μάρτυρες των λεγομένων, καθώς επίσης πολλοί εχθροί και αντίπαλοι.


Διότι βέβαια, αφού έγραψαν τα γραπτά τους δεν τα έχωσαν σε μία γωνία, αλλά τα διέδωσαν σε κάθε σημείο γης και θαλάσσης, στις ακοές όλων. Τα διάβαζαν επί παρουσία των εχθρών τους, όπως και τώρα, και κανένα σημείο των λεχθέντων δεν σκανδάλισε κανένα και πολύ εύλογα. Διότι η θεία δύναμη ήταν εκείνη που ερχόταν και επιτύγχανε τα πάντα σε αυτούς.


Αν δεν συνέβαινε τούτο, πώς ο τελώνης, ο ψαράς, ο αγράμματος διετύπωνε τις σκέψεις αυτές; Όσα οι έξω σοφοί μήτε να τα φανταστούν δεν μπόρεσαν ποτέ, αυτοί με πολλή ενημέρωση τα κηρύττουν και πείθουν σε αυτά· και όχι μόνο όσο ήσαν στη ζωή, αλλά και μετά θάνατον και όχι πέντε ή δέκα ανθρώπους, ούτε εκατό και χίλιους ή δέκα χιλιάδες αλλά ολόκληρες πόλεις, φυλές και λαούς, τη γη και τη θάλασσα, την Ελλάδα και τη βαρβαρική, την κατοικημένη και την ακατοίκητη, και μάλιστα ομιλώντας για πράγματα που υπερβαίνουν κατά πολύ την φύση μας. Διότι άφησαν τη γη και ομιλούν για τα ουράνια και μας προτείνουν μία άλλη ζωή και έναν άλλο βίο και πλούτο και φτώχεια και ελευθερία και δουλεία και ζωή και θάνατο και κόσμο και πολιτεία όλα διαφοροποιημένα.


Όχι όπως ο Πλάτωνας, που συνέθεσε την καταγέλαστη εκείνη πολιτεία[στο αντίστοιχο έργο του με το όνομα «Πολιτεία»] και ο επίσης αρχαίος φιλόσοφος Ζήνωνας και όποιος άλλος συνέγραψε για μια ιδανική πολιτεία όπως τη φανταζόταν και την πρότεινε και συνέθεσε και νόμους να την κυβερνούν. Διότι μόνοι τους έδειξαν όλοι αυτοί ότι ένα πονηρό πνεύμα και ένας άγριος δαίμονας που μάχεται την φύση μας, και είναι εχθρός της σωφροσύνης και πολέμιος της κοσμιότητας, έκαμε τα πάντα άνω κάτω και ξέσπασε μέσα στην ψυχή τους.


 Διότι όταν κάνουν τις γυναίκες κοινές σε όλους, και οδηγούν τις νέες, αφού τις γυμνώσουν, στις παλαίστρες στη θέα των ανθρώπων, όταν στις «πολιτείες» τους θεσπίζουν κρυφούς γάμους και αναμειγνύουν και συγκινούν τα πάντα μαζί και ανατρέπουν τους όρους της φύσεως, τι άλλο μπορούμε να πούμε; Ότι όλα αυτά τα λεγόμενα είναι δαιμονικά και παρά φύση εφευρήματα, θα το μαρτυρήσει και η ίδια η φύση μας, που δεν ανέχθηκε όσα ειπώθηκαν σε αυτά τα συγγράμματα. Και μάλιστα ενώ έγραψαν όχι με τη βία των διωγμών, όχι με κινδύνους και πολέμους, αλλά με κάθε ευχέρεια και ελευθερία και ενώ στόλιζαν τα γραφόμενά τους με λογής σχήματα.


Τα κηρύγματα τώρα των αλιέων, αν και τους κατεδίωκαν, τους χτυπούσαν, αν και κινδύνευαν όλοι, και δούλοι και ελεύθεροι, και βασιλείς και στρατιώτες, και βάρβαροι και Έλληνες, όλοι με κάθε προθυμία τα δέχθηκαν.


5. Και δεν μπορείς να πεις ότι επειδή αυτά είναι μικρά και χαμαίζηλα γι’ αυτό και γίνονται από όλους εύκολα παραδεκτά. Διότι αυτά είναι πολύ περισσότερο υψηλά από εκείνα. Της παρθενίας – να πούμε, για παράδειγμα – εκείνοι ούτε στο όνειρό τους δεν φαντάσθηκαν το όνομα· ούτε της ακτημοσύνης, ούτε της νηστείας, ούτε κάποιο άλλο από τα υψηλά. Ενώ οι δικοί μας δεν εξορίζουν μόνο την επιθυμία, δεν τιμωρούν την πράξη μόνο, αλλά και την ακόλαστη θέα, και τους υβριστικούς λόγους και το άκαιρο γέλιο και την εξωτερική εμφάνιση και το βάδισμα και τη φωνή και εκτείνουν την προσοχή έως τα πιο μικρά και γέμισαν με το φυτό της παρθενίας όλη την οικουμένη.


Κάνουν ακόμη να ασχολούνται σχετικώς με τον Θεό και τα ουράνια πράγματα με σκέψεις τις οποίες ουδέποτε κανείς από αυτούς μήτε στον νου του δεν συνέλαβε. Και πώς θα ήταν δυνατόν να γίνει τούτο από αυτούς που θεοποίησαν τις εικόνες των θηρίων και των ερπετών και άλλων ακόμη χειροτέρων;


Αλλά τα υψηλά δικά μας διδάγματα έγιναν δεκτά και πιστευτά και καθημερινώς ανθούν και προκόπτουν, ενώ τα δικά τους χάθηκαν εντελώς και εξαφανίσθηκαν ευκολότερα από αράχνες· και ήταν πολύ φυσικό, αφού τα διεκήρυτταν δαίμονες. Για αυτόν τον λόγο εκτός από την αμαρτία έχουν πολλή ασάφεια και περισσότερο κόπο.


Διότι βέβαια τι περισσότερο καταγέλαστο θα μπορούσε να υπάρξει από την πολιτεία εκείνη στην οποία εκτός των άλλων που είπαμε, αφού ο φιλόσοφος δαπανήσει αμέτρητες γραμμές, για να επιτύχει να δείξει τι είναι τέλος πάντων το δίκαιο, εκτός από τη φλυαρία, γεμίζει τους λόγους του και με πολλή ασάφεια; Τούτο, ακόμη και κάτι ωφέλιμο αν περιείχε, επρόκειτο βέβαια να είναι εντελώς άχρηστο για τη ζωή των ανθρώπων.


Αν δηλαδή ο γεωργός και ο σιδηρουργός και ο κτίστης και ο πλοίαρχος και κάθε ένας χειρώνακτας βιοπαλαιστής είναι να εγκαταλείψει την τέχνη του και τους δικαίους κόπους και να ξοδέψει τόσα και τόσα έτη, για να μάθει τι είναι δίκαιο και προτού το μάθει να κινδυνεύσει συχνά από την πείνα και τελικώς να πεθάνει για το δίκαιο τούτο, χωρίς να μάθει κανένα από τα άλλα χρήσιμα, αλλά επιπροσθέτως θέσει και βίαιο τέλος στη ζωή του, αν γίνεται έτσι σε αυτούς, δεν συμβαίνει το ίδιο με εμάς.


Αλλά και το δίκαιο και το πρέπον και το συμφέρον και όλη γενικώς την αρετή την περιέλαβε ο Χριστός σε λόγους σαφείς και τη δίδαξε σε μας. Είτε με τα λόγια ότι 

«ἐν δυσίν ἐντολαῖς ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμονται (: σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών)»
[Ματθ. 22, 40],

δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας. Είτε με τα λόγια ότι «Ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς. Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται(: όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε και εσείς σε αυτούς. Διότι αυτός είναι ουσιαστικά και συνοπτικά ο νόμος και οι προφήτες, το να αγαπάτε δηλαδή τον διπλανό σας όπως τον εαυτό σας)»[Ματθ. 7,12]. Αυτά και ο γεωργός και ο υπηρέτης και η χήρα και το παιδί το ίδιο, ακόμα και κάποιος που θεωρείται πολύ ανόητος είναι όλα απλά και εύκολα να τα μάθει καλά.


Έτσι είναι η αλήθεια και το αποδεικνύει η έκταση των πραγμάτων. Όλοι έμαθαν λοιπόν το τι πρέπει να πράττουν. Και δεν το έμαθαν μόνο, αλλά τους δημιουργήθηκε και ο ζήλος, και όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στο μέσο της αγοράς και στων βουνών τις κορυφές να το διακηρύττουν. Διότι και εκεί θα βρεις να υπάρχει πολλή φιλοσοφία και να αστράπτουν χοροί αγγέλων με ανθρώπινα σώματα και την θεία πολιτεία να παρουσιάζεται εδώ.


Μας όρισαν βεβαίως πολιτεία οι αλιείς, δεν μας διέταξαν όμως να τη διδασκόμαστε από της παιδικής ηλικίας, όπως εκείνοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε νομοθέτησαν ότι ο ενάρετος πρέπει να είναι τόσων ή τόσων ετών· ομιλούν απλώς για κάθε ηλικία. Και η συμπεριφορά εκείνων είναι παιχνίδια παιδικά, ενώ εμείς διαθέτουμε την πραγματική αλήθεια. Και ως τόπο για την πολιτεία τους καθόρισαν τον ουρανό και δίδαξαν ότι τεχνίτης της είναι ο Θεός, και νομοθέτης των νόμων της, όπως ήταν και το ορθό.


Αλλά τα βραβεία της πολιτείας δεν είναι φύλλα δάφνης, ούτε «κότινος», ούτε και η σίτιση στο «πρυτανεῖον», ούτε χάλκινοι ανδριάντες, βραβεία άχρηστα και μηδαμινά. Βραβεία είναι η ζωή που δεν έχει τέλος, η ανάδειξή μας σε τέκνα Θεού, η συγχόρευση με τους αγγέλους, η παράστασή μας στο βασιλικό θρόνο και η ατελεύτητη συναναστροφή με τον Χριστό.


Αρχηγοί της πολιτείας αυτής είναι τελώνες και αλιείς και σκηνοποιοί, που δεν έζησαν ολίγα έτη, αλλά ζουν στους αιώνες. Για τούτον τον λόγο και μετά την κοίμησή τους θα μπορούσαν να ωφελήσουν τους ζώντες. Διότι στην πολιτεία αυτήν δεν διεξάγεται πόλεμος εναντίον ανθρώπων, αλλά εναντίον δαιμόνων και εναντίον εκείνων των ασωμάτων δυνάμεων. Για τούτον τον λόγο τούτο και στον πόλεμο αυτόν στρατηγός δεν είναι κάποιος από τους ανθρώπους ή τους αγγέλους αλλά ο ίδιος ο Θεός. Αλλά και τα όπλα των στρατιωτών τούτων είναι ανάλογα προς την φύση του πολέμου· δεν είναι κατασκευασμένα από δέρμα και σίδηρο, αλλά από αλήθεια και δικαιοσύνη και πίστη και κάθε αρετή.


ΠΗΓΕΣ:

http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ.οίκος «Το Βυζάντιον», Υπόμνημα στον ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία Α΄,τόμος 9, σελ. 21-39, Θεσσαλονίκη 1978.

Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 63, σελ. 24 – 34(ή :7-14 του PDF).

Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.







Pages