Ο έρωτας προέρχεται από τη θέα του ωραίου.
Εκ του οράν τίκτεται το εράν.*
Ό,τι αυτό που αγαπάμε είναι πάντοτε το ωραίο δεν υπάρχει αμφιβολία.
Είναι δε τόσο βέβαιο αυτό, ώστε για να μην έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία, και αν ακόμα δεν είναι ωραίο το αντικείμενο του έρωτα, γίνεται ωραίο.
Αυτό που αγαπάμε μεταμορφώνεται σε ωραίο.
Ακόμα κι ένα φυλλαράκι στο δρόμο, αν το δούμε με αγάπη είναι για μας ωραίο.
Το ρητό "εκ του οράν τίκτεται το εράν" έχει μεγάλη σημασία γιατί αν αυτό αληθεύει, όπως το πιστεύω, τότε και ο πνευματικός έρωτας είναι πραγματικότητα.
Μπορεί κανείς να αγαπάει και να νιώθει ερωτική χαρά και μόνο με τη θέα του αγαπημένου προσώπου.
Το ρητό "εκ του οράν το εράν" σημαίνει με την έννοια αυτή, ότι η θέα των αγαπημένων μας είναι αγαπητική.
Αν δεν είχαμε αγαπητική διάθεση μέσα μας κανέναν δεν θα βλέπαμε με αγάπη ούτε τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Αυτό εννοούμε όταν λέμε, πως στην αγάπη δεν αγαπάμε το αντικείμενο, αλλά αγαπάμε την δική μας αγαπητική διάθεση.
Ή αλλιώς ότι αν δεν υπάρχει μέσα μας το ωραίο ούτε έξω από μας μπορούμε να το δούμε.
Πρέπει να ευγνωμονούμε αυτούς που μας παρακινούν να χαρούμε στην θέα τους.
Πάντοτε ένιωθα την ανάγκη να υπάρχουν πρόσωπα που θα χαρώ να τα δω και θα χαρούν να με δουν και εκείνα.
Γι΄ αυτό θέλουμε να ζούμε ως άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους.
Αυτό λέει κι ο Αριστοτέλης, ότι είμαστε εκ φύσεως και όχι συμβατικά κοινωνικοί.
Αυτό λέει κι ο λαός μας με την παροιμία
"μόνος ούτε στον Παράδεισο."
Η χαρά των πρωτοπλάστων είναι ερωτική, πώς μπορούσε να είναι αλλιώς αφού κι οι δυο είναι ωραίοι κι αφού το ωραίο μας παρακινεί να το αγαπήσουμε;
Οι πρωτόπλαστοι δεν πλάστηκαν απ΄ το Θεό να είναι ανέραστοι.
Οι πρωτόπλαστοι με την πονηρία του όφεως έπεσαν στο προπατορικό αμάρτημα για χάρη της σωματικής εμπειρίας του έρωτα.
Αν ο Μοντιλιάνι π.χ. είχε εμπειρική γνώση του ωραίου των μοντέλων του, οπωσδήποτε δεν θα είχε διάθεση να τα ζωγραφίσει και να εκφράσει στα έργα του την παλλόμενη αγάπη που ένιωθε στα στήθια του για την ομορφιά τους.
Ολόκληρη η καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς εξαίρεση είναι ερωτική.
Οι καλλιτέχνες νιώθουν δυνατό έρωτα για το ωραίο, αλλά δεν αφήνουν τον έρωτά τους να φθαρεί ως απλή ικανοποίηση μιας φυσικής όρεξης και να διαρρεύσει από το σώμα τους.
Μετατρέπουν τον έρωτά τους σε καλλιτεχνική δημιουργία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι στέρηση του σωματικού έρωτα, αλλά πνευματοποίηση.
Ένα συγκλονιστικό και πολυεπίπεδα «βαθύ» και ωφέλιμο φιλμάκι,
το οποίο με ένα απλό, αλλά εξαιρετικά σαφή και διεισδυτικό τρόπο,
περιγράφει όλη την περιπέτεια της εμπλοκής, μέσῳ των αισθήσεων
-και ειδικά της όρασης-, με οποιοδήποτε πάθος, για να επαληθεύσει το ρητό:
ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τό ἐρᾶν
Τι να περιττολογώ; είναι ομολογούμενο, αυτόπιστο και αναντίρρητο απ’ όλους, το πολυθρύλητο αυτό αξίωμα, που λέει ότι βλέποντας κάποιον γεννιέται ο έρωτας.
Όπως και από το αντίθετο, να μην επιθυμείς, γεννιέται απ’ το να μη βλέπεις.
Αυτό λέει και το απόφθεγμα εκείνο του Σειράχ που λέει
“Πορνεία γυναικός, εν μετεωρισμοίς οφθαλμών”
(Σειράχ 26, 9).
Γνωρίζοντας αυτό το πράγμα και πολλοί από τους Αρχαίους Έλληνες με το να μη βλέπουν απέκτησουν το να μην επιθυμούν.
Γι’ αυτό ο Αλέξανδρος τις κόρες του Δαρείου, που ήταν ξακουστές για τη θαυμαστή ομορφιά τους, κατά το μέγα Βασίλειο, ούτε να τις κοιτάξει δεν τόλμησε.
(Λόγος προς τους νέους).
Γι’ αυτό και ο Κύρος την Πάνθεια, σύζυγο του Αβραδάτου
*, και ο Καμβύσης την ιέρεια της Άρτεμης, που ξεχώριζαν σε ομορφιά από τις υπόλοιπες γυναίκες, αρνήθηκαν να τις κοιτάξουν.
Χαρακτηριστικό είναι και το επιχείρημα του Σωρείτη, το οποίο αναφέρει κάποιος αββάς στο γεροντικό. Είναι λοιπόν ο Σωρείτης γυμνός.
Αυτό που δεν ειδώθηκε, λέει, δεν το δέχεται η διάνοια.Αυτό που δε δέχεται η διάνοια, δεν κινεί τη φαντασία.Αυτό που δεν κινεί τη φαντασία, ούτε το πάθος κινεί.Και αν δεν κινείται το πάθος, υπάρχει γαλήνη στο εσωτερικό μας.Άρα αυτό που δεν ειδώθηκε, παρέχει γαλήνη στο εσωτερικό μας.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι κι αυτό που λέει κάποιος σοφός:
“Αυτός που απλώνει τα μάτια του σε ξένη ομορφιά, όχι πλέον κόρη, αλλά πόρνη έχει την κόρη του ματιού”,
συμφωνώντας έτσι με τον άγιο Ισίδωρo που είπε πως:
“όχι μόνο το σώμα ανέπαφο, αλλά και oι βολές των οφθαλμών, τις οποίες γι’ αυτό ακριβώς τις ονομάζουμε κόρες, πρέπει να είναι παρθένες”
(Επιστολή 1273 Παύλω πρεσβυτέρω).
Αλλά και αυτή ακόμη η φύση περιέκλεισε τους οφθαλμούς εντός των βλεφάρων, σαν παρθένες μέσα σε δωμάτια, ώστε σαν παρθένες να ντρέπονται, όταν βρίσκονται έξω από τα δωμάτιά τους, να βλέπουν τα τυχαία πρόσωπα, όπως είπε ο ίδιος άγιος.
Γι’ αυτό λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννη της Κλίμακος
“Ας αποφεύγουμε πάση θυσία το να βλέπουμε και να ακούμε τον καρπό και δε θα συγκατατεθούμε ούτε να τον γευτούμε. Γιατί αναρωτιέμαι, αν από το Δαβίδ τον προφήτη, θεωρούμε ισχυρότερους τους εαυτούς μας”
(Λόγος 15).
Από το συμβουλευτικό εγχειρίδιο [no-sidebar]