Πριν από περίπου 2000 χρόνια, ένας από τους σοφότερους ανθρώπους στην ανθρώπινη ιστορία, από τις διδαχές του οποίου ακόμη και σήμερα παίρνουμε πολλά μαθήματα, παραδέχτηκε ευθαρσώς ότι πολύ απλά δεν ήξερε τίποτα.
Ο λόγος για τον Σωκράτη, τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, που η φράση του «Ένα πράγμα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα» είναι σήμερα γνωστή παγκοσμίως και μάλιστα πολύ πέρα από τα στενά όρια των σύγχρονων φιλοσοφικών κύκλων.
Γιατί είπε κάτι τέτοιο ο Σωκράτης, ενώ ξέρουμε πόσο σοφός ήταν; Η απάντηση είναι απλή: επειδή ήταν ένας πραγματικός φιλόσοφος. Δηλαδή αγαπούσε, αναζητούσε τη σοφία, τη γνώση, την αλήθεια. Όσο μακριά κι αν έφτασε σε αυτή του την αναζήτηση όμως, ομολογούσε ότι είχε πολλά περισσότερα ακόμη να μάθει.
Μήπως λοιπόν είναι λίγο αφελές έως αλαζονικό εμείς στην καθημερινότητα μας να πιστεύουμε ότι ξέρουμε ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ότι γνωρίζουμε τα πάντα για ένα συγκεκριμένο θέμα και να υποστηρίζουμε ότι έχουμε απόλυτο δίκιο, ενώ ο συνομιλητής μας απόλυτο άδικο; Να νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι σωστό και τι λάθος, τι είναι αμαρτία και τι αρετή;
Ακόμη και για θέματα στα οποία δεν έχουμε εμπεριστατωμένη γνώση, μόνο αόριστες κι υπεραπλουστευτικές εντυπώσεις, μας αρέσει να επιμένουμε και ανυποχώρητα να υποστηρίζουμε αυτό που νομίζουμε ότι είναι αντικειμενική αλήθεια.
Ο θάνατος του διαλόγου και της φιλοσοφίας
Η στάση αυτή είναι ιδιαίτερα προβληματική επειδή δημιουργεί εξ’ αρχής ένα βαθύ κι αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε εμάς και τον όποιο συνομιλητή μας. Είναι η καταδίκη του πραγματικού διαλόγου και τις συνεννόησης γιατί και τα δύο προϋποθέτουν διαλλακτική διάθεση, γιατί χρειάζεται να είναι κάθε πλευρά διατεθειμένη να ακούσει την άλλη κι ίσως να μάθει ή να καταλάβει κάτι καινούργιο.
Εκεί βρίσκεται και το άλλο πρόβλημα αυτής της αδιαλλαξίας: Αν πιστεύουμε ότι τα ξέρουμε όλα για οτιδήποτε, πολύ απλά δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε τίποτε παραπάνω, δεν μπορούμε να γίνουμε σοφότεροι.
Ξεχνάμε έτσι τον δρόμο που τόσους αιώνες πριν χάραξε ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης. Γιατί όσο κι αν μελετήσουμε κάτι μόνοι μας, υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να μάθουμε μόνο ακούγοντας διαφορετικές οπτικές και απόψεις πάνω σε αυτό και αποδεχόμενοι ότι μπορεί να έχουν έστω κάποιο δίκιο ή κάποια δόση αλήθειας.
Ατελείωτη περιπλοκότητα και ελάχιστη αντικειμενικότητα
Η αντίληψη ότι έχουμε απόλυτο δίκιο παραβλέπει το γεγονός ότι σε έναν τόσο περίπλοκο και πολυσύνθετο κόσμο όπως είναι αυτός που ζούμε, δεν είναι δυνατόν να ξέρουμε τα πάντα για τίποτα. Είμαστε φτιαγμένοι να βάζουμε τα πράγματα σε τάξη και σε μία λογική σειρά για να μπορούμε να τα κατανοήσουμε.
Αλλά ο κόσμος δεν έχει εν γένει απαραίτητα και παντού μία λογική σειρά, ούτε έναν πεπερασμένο αριθμό μεταβλητών που καθορίζουν τι θα συμβεί και τι όχι. Ακόμη και όταν μιλάμε για τα αυστηρά πλαίσια της επιστημονικής μεθόδου, οπού μελετάμε μετρήσιμες ή παρατηρήσιμες παραμέτρους, οι επιστημονικές θεωρίες που προκύπτουν συνεχώς βελτιώνονται και εξελίσσονται καθώς ανακαλύπτουμε στοιχεία που νωρίτερα αγνοούσαμε.
Κι αυτό πριν καν προσθέσουμε στην εξίσωση τον ανθρώπινο παράγοντα, του οποίου τις εμπειρίες, τις σκέψεις, τα κίνητρα, τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις είναι αδύνατον να βάλουμε σε τακτοποιημένα και σαφώς διαχωρισμένα κουτάκια. Γελιόμαστε λοιπόν αν νομίζουμε γνωρίζουμε ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, αν νομίζουμε ότι την γνωρίζει οποιοσδήποτε.
Η πεποίθηση ότι ξέρουμε ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ για κάτι, είναι βαθύτατα λανθασμένη και για έναν ακόμη λόγο. Πρόκειται για μια πλάνη του ίδιου μας του μυαλού, που είναι φτιαγμένο να φιλτράρει και να απλοποιεί τις πληροφορίες που δέχεται επειδή Η ΑΛΗΘΕΙΑ, εκτός από υπερβολικά σύνθετη, είναι και πολύ πιο υποκειμενική απ’ότι θα θέλαμε να νομίζουμε.
Ακόμη κι αν μαθαίναμε τα πάντα για κάποιο θέμα, κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας αν νομίζουμε ότι τα έχουμε καταγράψει όλα αντικειμενικά και αμερόληπτα.
Ο εγκέφαλος μας, παρά την ακατανόητη ακόμη περιπλοκότητα και αποτελεσματικότητα του, κάθε άλλο παρά τέλειος είναι. Για λόγους οικονομίας και όχι μόνο, το μυαλό μας φιλτράρει συνεχώς κάθε ερέθισμα που φτάνει σε αυτό από τις αισθήσεις μας και το κάθε ερέθισμα το επεξεργάζεται ή/και το αποθηκεύει με τρόπο που επηρεάζεται από όλες τις προηγούμενες εμπειρίες κι αντιλήψεις μας.
Το μυαλό μας έχει εκπληκτικές δυνατότητες που συχνά υποτιμάμε: μπορεί να διαστρεβλώνει την ίδια την αντίληψη μας για την πραγματικότητα, όπως μπορεί και να ελέγχει τις σωματικές λειτουργίες μας.
Η απόλυτη αλήθεια
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, δεν υπάρχει καν ΜΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ, αλλά δισεκατομμύρια διαφορετικές αλήθειες που διαφέρουν κατά φαινομενικά μικρούς αλλά στην πραγματικότητα πολύ σημαντικούς τρόπους. Ο καθένας βλέπει και συνθέτει τα γεγονότα με τον δικό του τρόπο και αργότερα τα ανακαλεί αλλοιωμένα από την μνήμη του, συνήθως για να υποστηρίξει αυτά που ήδη πιστεύει.
Ο καθένας έχει την δική του αλήθεια.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναζητούμε την αλήθεια και να διερευνούμε τα γεγονότα όπου μπορούμε, ότι όλες οι απόψεις είναι αλήθειες, ούτε ότι οι αβάσιμες πεποιθήσεις είναι ισοδύναμες με τεκμήρια και αποδείξεις. Αλλά το να αντιτείνουμε ανυποχώρητα τη δική μας αλήθεια, συνήθως δεν βοηθάει κανέναν.
Εσείς πιστεύετε ότι υπάρχει μία ολοκληρωμένη κι απόλυτη αλήθεια για οτιδήποτε;
απόλυτη αλήθεια
Γενικά, η απόλυτη αλήθεια είναι ό, τι ισχύει πάντα, ανεξάρτητα από τις παραμέτρους ή το πλαίσιο. Ο απόλυτος όρος σημαίνει έναν ή περισσότερους από: μια ποιότητα αλήθειας που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, πλήρη αλήθεια, αμερόληπτη και μόνιμη αλήθεια. Μπορεί να συγκριθεί με τη σχετική αλήθεια ή την αλήθεια με μια πιο συνηθισμένη έννοια στην οποία υπονοείται κάποιος βαθμός σχετικότητας.
1) Στη φιλοσοφία, η απόλυτη αλήθεια δηλώνει γενικά ότι είναι ουσιαστικό και όχι επιφανειακό - μια περιγραφή του Ιδεώδους (για να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του Πλάτωνα) και όχι απλώς "πραγματικό" (που ο Πλάτωνας βλέπει ως σκιά το Ιδανικό). Μεταξύ ορισμένων θρησκευτικών ομάδων ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πηγή ή την εξουσία για μια δεδομένη πίστη ή δέσμη πεποιθήσεων, όπως η Βίβλος.
2) Στην επιστήμη, αμφισβητείται η έννοια των απόλυτων από θεωρίες όπως η σχετικότητα και η κβαντική μηχανική. Οι προσπάθειες να συνδυαστούν όλα τα γνωστά γεγονότα σχετικά με το σύμπαν σε μια ενιαία θεωρία (ένα παράδειγμα είναι η θεωρία χορδών ) θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσπάθειες να ανακαλυφθεί η απόλυτη αλήθεια για αυτό το σύνολο γεγονότων.
3) Τα καθαρά μαθηματικά, ωστόσο, λέγεται ότι είναι η απόδειξη για την ύπαρξη της απόλυτης αλήθειας. Μια κοινή τακτική στις μαθηματικές αποδείξεις είναι η χρήση της reductio ad absurdum, (εις άτοπον απαγωγής) στην οποία η δήλωση που πρέπει να αποδειχθεί έχει την άρνηση ως προϋπόθεση, και στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι η υπόθεση αυτή οδηγεί σε αντίφαση. Όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι η άρνηση μιας δήλωσης οδηγεί σε μια αντίφαση, τότε η αρχική δήλωση αποδεικνύεται αληθής.
Η λογική απόδειξη της δήλωσης, "Υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια", είναι σχεδόν ασήμαντη στην απλότητα της. Ας υποθέσουμε ότι επιβεβαιώνουμε την άρνηση της δήλωσης, δηλαδή ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια. Κάνοντας αυτόν τον ισχυρισμό, ισχυριζόμαστε ότι η φράση "Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια" είναι απολύτως αληθής. Η δήλωση είναι αυτοαναιρούμενη, οπότε η άρνησή της, "Υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια", είναι αλήθεια.
Η απόδειξη αυτή ισχύει μόνο για τη λογική. Δεν μας λέει εάν κάποια συγκεκριμένη δήλωση εκτός από την ίδια είναι αλήθεια. Δεν αποδεικνύει την ύπαρξη (ή μη ύπαρξη) του Θεού, του διαβόλου, του ουρανού, της κόλασης ή των μικρών πράσινων ανθρώπων από άλλο γαλαξία. Ούτε ισχυρίζεται ότι μπορούμε πάντα να διαπιστώσουμε την αλήθεια ή την ψευδαίσθηση οποιασδήποτε αυθαίρετης δήλωσης.
Το Θεώρημα ατελειών, το οποίο αποδείχθηκε από τον Kurt Gödel και δημοσιεύθηκε το 1931, έδειξε πράγματι ότι υπάρχουν λογικές δηλώσεις των οποίων η αλήθεια είναι ακατάληπτη, δηλαδή δεν μπορούν να αποδειχθούν αληθινές ή ψευδείς.
via