Όταν κάποιος επιχειρεί να δικαιολογηθεί επικαλούμενος διάφορες προφάσεις για κάτι που δεν έπρεπε να κάνει, χρησιμοποιούμε τον όρο «προφάσεις εν αμαρτίαις».
Τη φράση αυτή τη συναντάμε σε εκκλησιαστικό ύμνο
(Ψαλμοί του Δαυίδ, Ψαλμός ΡΜ΄. 140)
Δεν αρκεί μονάχα η μετάνοια και η απ' ευθείας εξομολόγηση στο Θεό;
Γιατί τάχα να εξομολογούμαστε και στον ιερέα;
Το ερώτημα είναι κάπως πονηρό. Και φυσικά πρέπει να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα μας απ' ευθείας στο Θεό(«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών», Κυριακή προσευχή, Ματθ. 6,12). Αυτό είναι βασικό χρέος μας. Ο Χριστός όμως ίδρυσε ειδικό προς τούτο μυστήριο και το παρέδωσε στην Εκκλησία του, το όποιο δεν μπορεί να τελέσει όποιος όποιος, αλλά μονάχα ο ιερέας, ως εντολοδόχος του Θεού, ο οποίος είναι πατέρας και γιατρός πνευματικός των ψυχών.
Όπως ο φυσικός γιατρός για να μπορέσει να θεραπεύσει τη νόσο, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τον ασθενή, να κάνει διάγνωση της νόσου του και κατόπιν να προχωρήσει στη θεραπεία της, έτσι και ο πνευματικός πατήρ πρέπει να διαγνώσει τη φύση της πνευματικής ασθένειας και την ειλικρίνεια του μετανοούντος, για να μπορέσει να θεραπεύσει την πάσχουσα και αλγούσα ψυχή.
Αν δε γίνει προσωπική εξομολόγηση, πως θα κάνει τη δουλειά του ο ιερέας; ’λλωστε τα μυστήρια της Εκκλησίας, όπως και στα προηγούμενα είπαμε, δεν είναι μαγικές τελετές, αλλά κινούνται στον ελεύθερο διαπροσωπικό χώρο. Ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί προσωπικά το γιατρό της ψυχής του.
Αυτό έταξε ο Θεός και αυτό απαιτούν οι ανάγκες του ιερού μυστηρίου. Μήπως όμως ο αμαρτωλός, διαπιστώνοντας τα αμαρτήματα αυτά, προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις»; Αποφεύγει τον ιερέα, γιατί ντρέπεται να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του;
Είναι απαραίτητα τα επιτίμια που επιβάλλει ο ιερέας στον εξομολογούμενο;
Απαραίτητα, Οχι. Είναι όμως χρήσιμα και ωφέλιμα. Είναι παιδαγωγίες, φάρμακα θεραπευτικά. Όταν ο πνευματικός διαγνώσει πλημμελή μετάνοια στον έξομολογούμενο, δεν του παρέχει άφεση αμαρτιών, αλλά του επιβάλλει επιτίμια (τον κανόνα), για να τον στερεώσει πνευματικά και να τον οδηγήσει σε ειλικρινή και πλήρη μετάνοια. Το ίδιο μπορεί να κάνει και σ' αυτόν που έλαβε ήδη άφεση αμαρτιών, για να τον στερεώσει στην πνευματική του ζωή και στον αγώνα του κατά της αμαρτίας. Αν λείπουν τα έπιτίμια, δεν παραβλάπτεται η ολοκληρία του μυστηρίου.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι, ότι τα επιτίμια δεν έχουν το χαρακτήρα ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Δεν είναι δηλαδή κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να κάνει ο αμαρτωλός για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, που απαιτεί την τιμωρία του πταίσαντος για τις παραβάσεις του νόμου του Θεού. Την τοποθέτηση αυτή παίρνει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Κατ' αυτήν ο αμαρτωλός πρέπει να κάνει όλα τα επιτίμια στην παρούσα ζωή. Αν εν τω μεταξύ πεθάνει, θα πληρώσει το χρέος στο Ρ urgatorium (καθαρτήριο πυρ). Η Εκκλησία φυσικά (ο Πάπας) μπορεί να τον βγάλει από εκεί δίνοντας του συγχωροχάρτι. Παλαιά αυτό γινόταν με την καταβολή χρημάτων!
Σε τι αποβλέπει το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως;
Για να λουσθεί η ψυχή πνευματικά και να καθαρισθεί από το ρύπο της αμαρτίας. Για να γίνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετανοήσει πρώτα για τις αμαρτίες του, να συντριβεί η καρδιά του για ό,τι προσέβαλε τη χάρη του Θεού, να λάβει απόφαση να απαλλαγεί από τα αμαρτωλά πάθη και τις κακές του συνήθειες, να μισήσει τη σαγήνη της αμαρτίας, η οποία μπορεί να νεκρώσει την ψυχή του, και κατόπιν να προσέλθει στον πνευματικό λειτουργό της Εκκλησίας και να εξομολογηθεί σ' αυτόν με φόβο Θεού και ειλικρίνεια τα αμαρτήματα που πιέζουν τη συνείδηση του.
Ο πνευματικός, διαπιστώνοντας ειλικρινή μετάνοια και προθυμία αλλαγής βίου, συγχωρεί τον εξομολογηθέντα, διαβάζοντας του ειδική συγχωρητική ευχή. Την εξουσία αφέσεως αμαρτιών έχει ο ιερέας ως λειτουργός της Εκκλησίας, την όποια εφοδίασε ο Χριστός με τη δύναμη του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες επί της γης: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. 20, 23).
Με τη συγχώρηση του ο άνθρωπος απαλλάσσεται τελείως από την ακαθαρσία της αμαρτίας λουσμένος στη χάρη του Θεού, και ανακτά τη δικαίωση του ενώπιον του Θεού, την όποια μπορεί να έχασε δια των θανάσιμων αμαρτημάτων του. Το μυστήριο μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε πνευματικές ανάγκες της ψυχής. Δικαίως δε χαρακτηρίζεται και ως δεύτερο βάπτισμα, επειδή λούζει, καθαρίζει την ψυχή.
Ψαλμός ΡΜ΄. 140
«Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις. Συν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν και ου μη συνδυάσω μετά των εκλεκτών αυτών. Παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με· έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου. Ότι έτι και η προσευχή μου εν ταις ευδοκίαις αυτών· κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών. Ακούσονται τα ρήματα μου ότι ηδύνθησαν· ωσεί πάχος γης ερράγη επί της γης, διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην. Ότι προς σε, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοι ήλπισα, μη αντανέλης την ψυχήν μου. Φύλαξον με από παγίδος, ής συνεστήσαντο μοι και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν. Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί κατά μόνας ειμί εγώ, έως αν παρέλθω».
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. (Μετάφραση)
Κυριε, πολλές φορές έκραξα προς σέ. Καμε δεκτήν την προσευχήν μου. Δώσε προσοχήν εις την φωνήν της δεήσεώς μου κάθε φοράν, που με κραυγήν ισχυράν απευθύνομαι προς σέ.
Ας ανέλθη κατ'ευθείαν η προσευχή μου ως ευάρεστον ευώδες θυμίαμα ενώπιόν σου. Κατά την ώραν της προσευχής, η ανύψωσις των χειρών μου προς σε ας γίνη δεκτή ως ευάρεστος εσπερινή θυσία.
Θέσε, Κυριε, φρουράν στο στόμα μου, ώστε να ελέγχη και μη αφήνη να βγαίνουν όλα τα λόγια μου. Θέσε, Κυριε, θύραν, ώστε να περικλείη τα χείλη μου, δια να μη εξέρχωνται λόγοι κακοί από αυτά.
Μη επιτρέψης να παρεκκλίνη η καρδία μου εις λόγους και αποφάσεις πονηράς, ώστε να παρασυρθώ εις ανοήτους προφάσεις, δια να δικαιολογήσω ολοφάνερες αμαρτίες μου, κατά το παράδειγμα των ανθρώπων, οι οποίοι καταπατούν τον Νομον σου και εργάζονται το κακόν. Δεν θέλω να συναναστρέφομαι και να έχω επικοινωνίαν ούτε με τους εκλεκτούς άνδρας αυτών.
Ας με διαπαιδαγωγήση ο δίκαιος, έστω και με αυστηρότητα, την οποίαν όμως θα του εμπνέη η προς εμέ αγάπη του και συμπάθεια, και ας με ελέγξη. Μυρωμένον ευώδες έλαιον αμαρτωλού να μη αρωματίση ποτέ την κεφαλήν μου. Δεν ζηλεύω την ευημερίαν των αμαρτωλών, προσεύχομαι εξ αντιθέτου ποτέ να μη μετάσχω εις αυτήν.
Διότι οι πρόκριτοι και επίσημοι μεταξύ αυτών κατεποντίσθησαν εις την θάλασσαν πλησίον αποκρήμνων βράχων. Οι δίκαιοι θα ακούσουν τα λόγια μου αυτά και θα αισθανθούν γλυκείαν και δικαίαν ικανοποιησιν.
Οπως οι βώλοι του παχέος χώματος όταν ρίπτωνται εις την γην, σπάζουν και διασκορπίζονται ως χώμα, έτσι θα διασκορπισθούν άταφα τα οστά των ασεβών ανθρώπων παραπλεύρως στο στόμα του άδου.
Θα τιμωρηθούν αυτοί, διότι εγώ προς σε, Κυριε Κυριε, έχω εστραμμένα τα μάτια μου. Εις σε έχω στηρίξει την ελπίδα μου. Μη επιτρέψης να αφαιρεθή η ζωη μου από τους πονηρούς ανθρώπους.
Φυλαξέ με από τας παγίδας, τας οποίας αυτοί ολόγυρά μου έχουν στήσει και από τα προσκόμματα, τα οποία παρεμβάλλουν στον δρόμον μου αυτοί, που καταπατούν τον Νομον σου και εργάζονται το κακόν.
Οι αμαρτωλοί θα πέσουν και θα περιπλακούν εις τα δίκτυα της δολιότητός των, τα οποία είχαν κατασκευάσει και στήσει δια τους άλλους. Εγώ όμως θα ζω μεμονωμένος, χωρισμένος από αυτούς, έως ότου προσπεράσω σώος και αβλαβής από τα πονηρά διαβούλιά των.
Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά
Μετάνοια- Εξομολόγηση
Ανδρέα Θεοδώρου,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας,
1997, σελ. 163-165