Ο «τόπος» συναντήσεως Θεού και ανθρώπου - Point of view

Εν τάχει

Ο «τόπος» συναντήσεως Θεού και ανθρώπου




Ἡ Βιβλική ἔννοια τῆς καρδίας



Α) Εἰσαγωγή


Κατά τήν Βιβλική ἀντίληψη ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς συστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποτελεῖ τόν «ἔσω ἄνθρωπον». Τό βαθύ ταμεῖο τῆς ἀνθρωπίνης ὀντότητος. Εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἀναπαύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός ἀλλά καί οἱ δαίμονες. Ὅπως γράφει ὁ Παῦλος Εὐδοκίμωφ ἀναφερόμενος στούς Πατέρες «Ἐκεῖ (στήν καρδιά) ὁ Θεός, ἐκεῖ καί οἱ ἄγγελοι, ἐκεῖ ἡ ζωή καί ἡ Βασιλεία».[1]


Στό κρυφό βάθος τῆς καρδίας ἐνοικεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού λαμβάνουμε κατά τήν Βάπτιση, ἐκεῖ στήν ἐπιφάνεια τῆς καρδίας περιπολοῦν τά πονηρά πνεύματα, ἐκεῖ διεξάγεται ὁ ἀγώνας γιά τήν κατά Θεόν ἐπί τά κρείττω μεταμόρφωσή μας. Ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν διασκορπισμό πρός τό περιβάλλον καί τήν αἰχμαλωσία του σ̉ αὐτό.

 Ἡ καρδιά ἀποτελεῖ τό φυσικό κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ τόν ἡγεμονικό θρόνο τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ καρδιά ἔρχεται πρώτη ἱεραρχικά μέσ̉ στήν δομή τοῦ ἀνθρώπου»[2] καί «ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο πού ἀκτινοβολεῖ καί διαπερνᾶ ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον, μένοντας ὅμως κρυφή ἀπ̉ αὐτόν στό μυστηριακό της βάθος».[3]


Στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἑδράζεται ἡ βαθεῖα προσωπικότητά του. Στίς μέρες μας γίνεται πολύς λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, διαφεύγει ὅμως τῆς προσοχῆς ὅτι τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται μέ τήν καρδιά του, καί δή τήν «βαθεῖαν καρδίαν». Ἔχει γραφεῖ ὅτι «ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀνθρώπου ἑδρεύει τό καλόν καί τό κακόν».[4] 

Ὅταν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἀποβάλλει τόν βύθιον δράκοντα καί τά θεοστυγῆ πάθη καί πληρωθεῖ ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ὁ ἄνθρωπος καθίσταται θεοειδής, Χριστοειδής. Φθάνει στό καθ̉ ὁμοίωσιν καί γίνεται ἀληθινό πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐν ἀληθείᾳ πρόσωπον ὄχι ὅταν συμμορθωθεῖ πρός ὀρισμένους ἐξωτερικούς τύπους, ὅταν τακτοποιήσει τήν ἐξωτερική συμπεριφορά του, ἀλλ̉ ὅταν ἡ καρδία του, ὁ ἕσω ἄνθρωπος, πληρωθεῖ ὑπό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί γίνει ὄντως θεοειδής.


Στήν συνέχεια θά φέρουμε ὁρισμένα παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν Καινή Διαθήκη γιά πιστοποιήσουμε τήν Βιβλική ἔννοια τῆς καρδίας.

Β)  Ἡ ἔννοια τῆς καρδίας στήν Παλαιά Διθήκη


Στό ἔργο Παροιμίαι ΚΓ’ 26 διαβάζουμε «δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν». Ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο νά τοῦ ἀφιερώσει ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο καί ὄχι μέρος αὐτοῦ. Ἡ καρδία εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν ἐσωτερικῶν ψυχοσωματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ ἄνθρωπος ‒ δηλαδή ἡ καρδιά του ‒ δέν εἶναι μόνο συναίσθημα, οὔτε μόνον νόησις, οὔτε μόνον βούλησις. Εἶναι ὅλα μαζί».5 Ἡ ἀνθρωπίνη καρδία εἶναι τό κέντρον τῆς νοήσεως, τῆς βουλήσεως καί τοῦ συναισθήματος. Μέ ἄλλα λόγια εἶναι τό κέντρον τοῦ λογιστικοῦ, τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μορίου τῆς ψυχῆς.


Ὁμοίως στό Δευτερονόμιον ΣΤ’ [5] ἔχουμε «καί ἀγαπήσεις κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου». Τό ζητούμενο εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του, δηλαδή μέ τό πλήρωμα τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων, μέ τό νοῦ, μέ τήν ἐπιθυμία μέ ὅλο τόν συναισθηματικό του κόσμο. Εἶναι ἀδιανόητο ὁ νοῦς νά ἀδολεσχεῖ παρά τῷ Θεῷ, νά ἐφίεται τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐπιθυμία νά εἶναι στραμμένη σέ ἄλλα ἀντικείμενα. Τοῦτο συνιστᾶ διχασμό τοῦ ἀνθρώπου!


Ἄς δοῦμε καί τό ἑξῆς χωρίον ἀπό τό ἔργο Α’ Παραλειπομένων ΚΘ’ 17, 18: «(17)καί ἔγνων, Κύριε, ὅτι σύ εἶ ὁ ἐτάζων καρδίας καί δικαιοσύνην ἀγαπᾷς· ἐν ἁπλότητι καρδίας προεθυμήθην ταῦτα πάντα, καί νῦν τόν λαόν σου τόν εὑρεθέντα ὧδε εἶδον ἐν εὐφροσύνῃ προθυμηθέντα σοι. (18) Κύριε ὁ Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰσραήλ, τῶν πατέρων ἡμῶν, φύλαξον ταῦτα ἐν διανοίᾳ καρδίας λαοῦ σου εἰς τόν αἰῶνα καί κατεύθυνον τάς καρδίας αὐτῶν πρός σε». Ἑρμηνευτική παράφρασις (Ἰωήλ Γιαννακοπούλου): «(17) Ἐπείσθην, Κύριε, ὅτι Σύ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξετάζεις τάς καρδίας καί ἀγαπᾷς τήν δικαιοσύνην. 


Ὁμολογῶ, ὅτι μέ ἁπλότητα καρδίας ἐπροθυμοποιήθην διά τό ἔργον τοῦτο, ἀλλά καί τόν λαόν Σου, ὁ ὁποῖος τώρα εὑρίσκεται ἐδῶ, εἶδον μέ μεγάλην προθυμίαν καί εὐφροσύνην διακείμενον πρός Σε. (18) Κύριε, καί Θεέ τοῦ Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, τῶν Πατριαρχῶν ἡμῶν, διατήρησον εἰς τόν αἰῶνα τήν εὐσεβῆ διάθεσιν ταύτην τοῦ λαοῦ Σου καί κατεύθυνον τάς καρδίας αὐτῶν πρός Σέ».[6] Μέ τόν ὅρο «καρδία» νοεῖται ἡ ἐσωτερική διάθεση καί τό σύνολον τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ περιουσίου λαοῦ.


Ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλᾶ περί «βαθείας καρδίας». Στόν ΞΓ’ Ψαλμό, στιχ. 7 διαβάζουμε: «προσελεύσεται ἄνθρωπος, καί καρδία βαθεῖα». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό ἔργο του Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο τόν ἔχοντα «βαθεῖαν καρδίαν» ὡς «βαθύφρονα». Στόν Προφήτη Ἱερεμία 17, 9 βλέπουμε: «βαθεῖα καρδία παρά πάντα, καί ἄνθρωπος ἐστίν· καί τίς γνώσεται αὐτόν;».Ἑρμηνεία (π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου): «Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βαθεῖα, ἀνεξερεύνητος περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο πρᾶγμα. Καί αὐτός εἶναι κυρίως ὁ ἄνθρωπος, καρδία βαθεῖα. Τίς δύναται λοιπόν νά γνωρίσῃ αὐτόν;»[7] Μἐ τό λεκτικό μόρφωμα «βαθεῖα καρδία» νοεῖται ὁ ἐνδότατος καί ἐσώτατος ἑαυτός. Τό βαθύτερο κέντρο τοῦ εἶναι μας, στό ὁποῖο συμπυκνώνεται «τό κατ̉ εἰκόνα καί τό καθ̉ ὁμοίωσιν» καί τό ὁποῖο συνιστᾶ τόν «τόπο» συναντήσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου.


 Ὁ Μητροπολίτης Διοκλείας π. Κάλλιστος Ware ἑρμηνεύοντας τόν ἐν λόγῳ ὅρο γράφει: «Ἔτσι λοιπόν στό ἐπίπεδο ἀκριβῶς τῆς βαθείας καρδίας ἀποκτοῦμε ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μας ὡς πλασμένου κατ̉ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 26-27), στό ἐπίπεδο τῆς βαθείας καρδίας γινόμαστε “κοινωνοί θείας φύσεως” (Β’ Πέτρ. 1,4) ἐκεῖ συναντοῦμε τόν Ἄκτιστο σέ μιά πρόσωπο πρός πρόσωπο, ἐκεῖ γινόμαστε “ἕνα” μέ τόν ζώντα Θεό σέ μιά μεταμορφωτική ἀγαπητική ἕνωση.


Ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Ἕλληνες καί Λατίνοι, κατανοοῦν τή σωτηρία ὡς θέωση, ἀναφέρονται σέ μιά διαδικασία ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἀγκαλιάζει τήν πληρότητα τοῦ προσώπου μας, φθάνει ὅμως στήν ὑπέρτατη κορύφωσή της μόνο ἐντός τοῦ “παρθένου σημείου”, τῆς βαθείας καρδίας».[8] Βλέπουμε λοιπόν πώς ἡ «βαθεῖα καρδία» εἶναι τό κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, ὁ μυστικός τόπος, ὅπου τελεσιουργεῖται ἡ θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὁ μυστικός καί ἀπόκρυφος τόπος τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως του ἀνθρώπου στόν ὁποῖο λαμβάνει χώρα ἡ ἀνάκραση κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἄς δοῦμε ἀκόμη μερικές σκέψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου π. Καλλίστου Ware γιά τήν βαθεῖαν καρδίαν: «Μποροῦμε τώρα νά ἐκτιμήσουμε πληρέστερα τίς ἀληθινές διαστάσεις τοῦ ψαλμικοῦ λόγου πού ἤδη ἀναφέραμε, “καί καρδία βαθεῖα” (Ψαλμ. 63,7).


Αὐτός ὁ λόγος μαζί μέ τόν στίχο τῶν Παροιμιῶν (4,23) “πάσῃ φυλακῇ (=μέ κάθε προσοχή) τήρει σήν καρδίαν” ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς ὀρθόδοξης νηπτικῆς θεολογίας. Σημαίνει ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι μέγα μυστήριο, ὅτι ἀπό τόν ἑαυτό μου μόνο ἕνα μικρό μέρος κατανοῶ, ὅτι ἡ αὐτοσυνειδησία μου κάθε ἄλλο παρά ἐξαντλεῖ τήν πλήρη πραγματικότητα τοῦ αὐθεντικοῦ μου Ἑαυτοῦ. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο: Ὑπονοεῖ ὅτι στά ἐσώτατα βάθη τῆς καρδιᾶς μου ὑπερβαίνω τά ὅρια τῆς κτιστῆς μου προσωπικότητας καί ἀνακαλύπτω μέσα μου τήν ἄμεση καί ἀδιαμεσολάβητη παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Εἴσοδος στήν “βαθεῖα καρδία” σημαίνει ὅτι ἀποκτῶ τήν ἐμπειρία ὅτι ὁ ἑαυτός μου πηγάζει ἀπό τόν Θεό, ὁ ἑαυτός μου εἶναι κεκρυμμένος ἐν τῷ Θεῷ, μεταμορφώνεται ἀπό τόν Θεό».[9]

Γ) Ἡ ἔννοια τῆς καρδίας στά Εὐαγγέλια

Ὁμοίως στά Εὐαγγέλια ἡ καρδιά ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ἡ καρδία ἀποτελεῖ τόν ἐνδότατο καί ἐσώτατο ἑαυτό, τό πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Πρβ.«θέσθε οὖν εἰς τάς καρδίας ὑμῶν μή προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι»(Λουκ. 21,14). Ἐπίσης «Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία» (Ἰωαν. 12,1). Ἡ καρδία εἶναι ἡ ἕδρα τῶν συναισθημάτων καί συγκινήσεων τοῦ ἀνθρώπου. 


Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἡ ἕδρα τῶν σκέψεων, διανοημάτων καί διαλογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου: «ἱνατί ἐνθυμεῖσθε (=σκέπτεσθε) πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (Ματθ. 9,4). Ἐπίσης ὁ λόγος τοῦ γηραιοῦ Συμεών: «ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» (Λουκ. 2, 35). Ἐπίσης: «ὁ δέ Ἰησοῦς ἰδών τόν διαλογισμόν τῆς καρδίας αὐτῶν» (Λουκ. 9,47). Ὡσαύτως: «καί εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καί διατί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαι ὑμῶν;» (Λουκ. 24,38). 


Ὁ π. Κάλλιστος Ware γράφει συναφῶς: «Ἡ καρδιά δέν εἶναι, πρωτίστως καί κυρίως, ὁ τόπος τῶν αἰσθημάτων καί τῶν συγκινήσεων, ἀλλά εἶναι ὁ τόπος ὅπου σκεπτόμαστε, τό ἐπίκεντρο τῆς σοφίας»[10]. Ὁ δέ Παῦλος Εὐδοκίμωφ γράφει ὅτι «κατά τούς Ἑβραίους μέ τήν καρδιά σκεπτόμαστε».[11] Ὡσαύτως ὁ π. Κάλλιστος Ware ἀποφαίνεται: «Ἡ καρδιά δέν σημαίνει ἁπλῶς συναισθήματα καί συγκινησιακές, ἀλλά θεωρεῖται τό ὄργανο τῆς ἐσωτερικῆς ὅρασης, ὁ χῶρος τῆς διαίσθησης καί τῆς γνώσης»[12].


Ἡ καρδιά εἶναι τό κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ. Ἡ «καιομένη καρδία» (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν «λιθίνην» καί «πεπωρωμένην καρδίαν») εἶναι ἡ ἐνεργουμένη ἀπό τήν ἄκτιστο χάρη τοῦ Θεοῦ. Βλ. «οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν;» (Λουκ. 24,32). Ὅμως ἡ καρδία εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο ἑμφωλεύουν καί τά πνεύματα τῆς πονηρίας καί τά ἀντίστοιχα πάθη: «ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Γενικά «έκ γάρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12,34). 


Ἡ καρδιά εἶναι τό ἐργαστήριο εἴτε τῆς ἁγιότητος εἴτε τῆς πονηρίας. Ἐκεῖ, στό βάθος της, ὑπάρχει ἡ θεία Χάρη πού ἐλάβαμε μέ τό Βάπτισμα, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ὁ βύθιος δαίμων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει ἐπ̉ αὐτοῦ: «Καί αὐτή ἡ καρδία μικρόν τι σκεῦός ἐστι, καί ἐκεῖ οἱ δράκοντες, καί ἐκεῖ οἱ λέοντες, ἐκεῖ τά ἰοβόλα θηρία καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας· καί ἐκεῖ αἱ τραγχεῖαι καί ἀνώμαλοι ὁδοί, ἐκεῖ οἱ φάραγγες. Ὁμοίως πάλιν ἐκεῖ ὁ Θεός, ἐκεῖ καί οἱ ἄγγελοι, ἐκεῖ ἡ ζωή καί ἡ βασιλεία, ἐκεῖ τό φῶς καί οἱ ἀπόστολοι, ἐκεῖ αἱ πόλεις αἱ ἐπουράνιαι, ἐκεῖ οἱ θησαυροί τῆς χάριτος, ἐκεῖ τά πάντα ἐστίν»(Πνευματικαί Ὁμιλίαι 43,7). 


Ἡ καρδία ἔχει ἔνα ἀπέραντο βάθος καί μπορεῖ νά γίνει εἴτε παλάτιο τοῦ Χριστοῦ εἴτε καταγώγιο τῶν πονηρῶν δαιμόνων, εἴτε ἐργαστήριο δικαιοσύνης εἴτε ἀδικίας κατά τόν ἅγιο Μακάριο τόν Μέγα: «Εἰ οὖν ἡ καρδία βάθος τι ἔχει ἀπέραντον, ἐκεῖ εἰσι τρίκλινοι, καί κοιτῶνες, θύραι, καί πρόθυρα, καί διακονίαι πολλαί, καί διέξοδοι. Ἐκεῖ ἐστι τό ἐργαστήριον τῆς δικαιοσύνης, καί ἀδικίας· ἐκεῖ ὁ θάνατος· ἐκεῖ ἐστιν ἡ ζωή...παλάτιον τοῦ Χριστοῦ ἡ καρδία...Ἐκεῖ γάρ ὁ βασιλεύς Χριστός μετά τῶν ἀγγέλων, καί τῶν ἁγίων πνευμάτων ἔρχεται ἐπαναπαυθῆναι καί οἰκῆσαι, καί ἐμπεριπατῆσαι, καί θεῖναι τήν ἑαυτοῦ βασιλείαν». (Πνευματικαί Ὁμιλίαι, 15, 32-33).

Δ) Ἡ ἔννοια τῆς καρδίαςστίς Ἐπιστολές το Άποστόλου Παύλου
Πάμπολλες εἶναι οἱ περιπτώσεις πού χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «καρδία» στίς Ἐπιστολές του ὁ Ἀπ. Παῦλος μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ψυχῆς του, τῆς συνειδήσεώς του, τοῦ συνόλου καί τοῦ πληρώματος τῶν ψυχοσωματικῶν καί ψυχοπνευματικῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων. Ἐμεῖς δέν θά ἐξαντλήσουμε ὅλα τά χωρία, στά ὁποῖα συναντᾶται ὁ ὅρος «καρδία» μέ τήν ἀνωτέρω ἔννοια, ἀλλά θά ἀρκεσθοῦμε σέ μερικά, ἐδεικτικά τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου τοῦ ἐν λόγῳ ὅρου.


«Ἀλλ̉ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία...» (Ρωμ. 1,21).«Διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν...(Ρωμ. 1,24). «Κατά δέ τήν σκληρότητά σου καί ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργήν ἐν ἠμέρα ὀργῆς... (Ρωμ. 2,5). Στά ἀνωτέρω χωρία ἔχουμε τούς χαρακτηρισμούς «ἀσύνετος καρδία» καί «ἀμετανόητος καρδία» πού δηλώνουν τήν σκλήρυνση καί πώρωση τῆς συνειδήσεως. «Οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν...» (Ρωμ. 2,15) Ἑδῶ πάλι ἡ καρδία ὡς σημαίνουσα τήν ἐσωτερική ἠθική συνείδηση. 


«Ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5,5) Στό ἀνωτέρω χωρίο ἡ ὅρος καρδία μέ τήν ἔννοια συνόλου τοῦ ἐσωτερικοῦ ψυχοπνευματικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δέ ἐρευνῶν τάς καρδίας οἶδε (=γνωρίζει) τί τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατά Θεόν ἐντυγχάνει ὑπέρ ἁγίων». (Ρωμ.8,27). Στό ἀνωτέρω χωρίο ὁ ὅρος καρδία μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐνδότατου καί μύχιου ἐσωτερικοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.


«Ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε (=δέν γνωρίζει) καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καεδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορινθ. 2,9). Σέ αὐτό χωρίο ἡ καρδία δηλώνει τήν ἀντιληπτική δύναμη, τήν γνωστική ἱκανότητα τῆς ψυχῆς, τόν νοῦ. «Ὅς καί φωτίσει τά κρυπτά τοῦ σκότους καί φανερώσει τάς βουλάς τῶν καρδιῶν» (Α’ Κορινθ. 4,5). Ἐδῶ ἡ καρδία δηλοῖ τίς ἐσωτερικές ἀπόκρυφες σκέψεις, τήν ἐνδιάθετο σκεπτική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου. «Καί οὕτω τά κρυπτά τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερά γίγνεται» (Α’ Κορινθ. 14,25). Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη θά φανερωθοῦν «τά κρύφια νοήματα καί οἱ λογισμοί τῆς καρδίας».[13]


«Ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Β’ Κοριθ.1,22). «Φανερούμενοι ὅτι ἐστέ ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ̉ ὑμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κοριθ. 3,3). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύει τό «καρδίαις σαρκίναις» ὡς ἑξῆς: «Τὀ δέ “ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις”εἶναι σχῆμα ὑπερβατόν καί ἀναγινώσκεται οὕτω· “ἐν πλαξί σαρκίναις”. 


Τό δέ “καρδίαις” εἶναι, διά μέσου, ἤ ἐπειδή εἶναι καί καρδίαις πέτριναις, καθώς εἶναι τῶν σκληρῶν καί πεπωρωμένων Ἑβραίων καί ἐθνικῶν. Διά τοῦτο τάς καρδίας τῶν πιστῶν χριστιανῶν τάς ὠνόμασε σαρκίνας, ὡς αἰσθητικάς (=αἰσθαντικάς) καί ἁπαλάς καί δεκτικάς τοῦ λόγου τοῦ εὐαγγελίου, περί τῶν ὁποίων προεφήτευσεν ὁ Ἰεζεκιήλ λέγων· “Καί ἀφελῶ (=θά ἀφαιρέσω) τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην”(Ἰεζ. 36,26)»[14]


«Ὅτι ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» ((Β’ Κοριθ.4, 5). «Ἵνα ὁ Θεός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης δώῃ ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καί ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας ὑμῶν...» (Ἐφεσ. 1,17-18). Στά δύο ἀνωτέρω χωρία ὁ ὅρος «καρδία» χρησιμοποιεῖται ἀντί τοῦ νοῦ, τῆς ἀνωτέρας γνωστικῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. 

Οἱ γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς, ἡ διάνοια/λογική, ἡ δόξα(=γνώμη), ἡ φαντασία, οἱ αἰσθήσεις. Ὁ νοῦς εἶναι τό ἀνώτατο γνωστικό ὄργανο καί δέχεται τή θεία ἔλλαμψη, ἐνῶ ἡ διάνοια/ λογική τήν καταγράφει καί τήν κοινοποιεῖ. Οὐδόλως ἡ διάνοια/ λογική εἶναι ὄργανο θεογνωσίας, ὅπως εἶναι ὁ νοῦς ὁ καί ταυτιζόμενος μέ τήν καρδίαν.


Ὁ ἱερός Δαμασκηνός χαρακτηρίζει τόν νοῦ ὡς τό καθαρώτερο μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς: «ὥσπερ ὀφθαλμός ἐν σώματι οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς»[15] καί «ἡγεμονικόν μέν γάρ ψυχῆς καί σαρκός νοῦς, τῆς ψυχῆς τό καθαρώτατον»[16] Δέν μένουμε περισσότερο ἐπ̉ αὐτοῦ διότι θά ἐφεύγαμε πολύ ἀπό τό θέμα μας. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά καταφύγει στά βιβλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Βλάχου γιά πλήρη ἐνημέρωση πάνω στό θέμα αὐτό.[17]

Ε) Ἡ ἔννοια τῆς καρδίας στίς Καθολικές έπιστολές καί στήν άποκάλυψη
Θά φέρουμε ὁρισμένα χωρία ἀπό τίς Καθολικές Ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη, ὅπου θά διαπιστώσουμε ὅτι ἀπαντᾶ ὁ ὅρος καρδία ὡς τό κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως.


«Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μή χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλά ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία» (Ἰακώβου 1,26). «Εἰ δέ ζῆλον πικρόν ἔχετε καί ἐριθείαν (=φατριασμό, ἐριστικότητα) ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μή κατακαυχᾶθε καί ψεύδεσθε κατά τῆς ἀληθείας» (Ἰακώβου 3,14). «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι» (Ἰακώβου3, 8).


«...ἐκ καρδίας καθαρᾶς ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς» (Α’ Πέτρου 1, 22). «ἀλλ̉ ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καί ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α’ Πέτρου 3, 4).


«...ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Β’ Πέτρου 1, 19).


«Καί ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καί ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν (=θά εἰρηνεύσουμε) τάς καρδίας ἡμῶν, ὅτι ἐάν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστίν ὁ Θεός τῆς καρδίας ἡμῶν καί γινώσκει πάντα» (Α’ Ἰωάννου 3, 19-20). Στό ἀνωτέρω χωρίο τῆς Α’ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου ἡ καρδία ἐπέχει τήν θέση τῆς ἐσωτερικῆς ἠθικῆς συνειδήσεως.


« Ὁ γάρ Θεός ἔδωκεν εἰς τάς καρδίας αὐτῶν ποιῆσαι τήν γνώμην αὐτοῦ, καί ποιῆσαι μίαν γνώμην καί δοῦναι τήν βασιλείαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ, ἄχρι τελεσθῶσιν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκαλυψις, 17,17). « Ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτήν καί ἐστρηνίασε (=καί παράφορα ἐρρίφθη στήν ἀκολασία), τοσοῦτον δότε αὐτῇ βασανισμόν καί πένθος. ὅτι ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς λέγει, ὅτι κάθημαι καθώς βασίλισσα...» (Ἀποκάλυψις 18, 7).

ΣΤ) Ἐπιλεγόμενα


Κατά τήν Βιβλική ἀντίληψη ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ἡ Βιβλική ἀνθρωπολογία εἶναι βασικά καρδιοκεντρική καί ὄχι ἐγκεφαλοκρατική. Ἡ καρδιά εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο σκεπτόμαστε καί παίρνουμε ἀποφάσεις ἠθικῆς φύσεως. Ὁ Σεβασμιώτατος π. Κάλλιστος Ware γράφει συναφῶς: «Στήν ἑβραϊκή ἀνθρωπολογία...ἡ καρδιά εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο σκεπτόμαστε.


 Γιά τούς συγγραφεῖς τῆς Βίβλου ἡ καρδιά δέν σημαίνει αἰσθήματα καί συγκινήσεις· αὐτά τοποθετοῦνται χαμηλότερα στά σπλάχνα.Ἡ καρδιά σηματοδοτεῖ, ἀντιθέτως, τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μας σέ ὅλο τό πνευματικό του βάθος.Ἡ λέξη πρέπει νά διερμηνευθεῖ μέ εὐρύτητα: ἡ καρδιά εἶναι τό πρωταρχικό κέντρο τοῦ ὅλου προσώπου, τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής μας, ρίζα καί πηγή τῆς ἐσωτερικῆςμας ἀλήθειας. Γίνεται ἔτσι σύμβολο τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας καί πληρότητας τοῦ προσώπου μας»[18].


Ἐδῶ ἀναφύεται τό ἑξῆς ἐρώτημα: λέγοντας στήν Βίβλο ἀλλά καί ἐν γένει στήν Πατερική νηπτική γραμματεία «καρδία» τί σχέση ἔχει μέ τήν βιολογική καρδιά; Μέ τόν ὅρο αὐτό ‒ «καρδία» ‒ ἐννοοῦμε ἕνα συμβολισμό τοῦ ἐνδότατου, βαθύτερου καί ἀποκρύφου ἑαυτοῦ μας ἤ μαζί μέ αὐτά σχετίζεται αἰτιωδῶς καί ἡ βιολογική καρδιά; Ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅπως ἐξετέθη στό ἄρθρο μας «Ἡ καρδία ὡς κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό καί παραφυσικό» πού ἀναρτήθηκε στό Ἀντίφωνο τήν 4η Ἀπριλίου 2015, εἶναι ὅτι πρόκειται γιά αὐτή τήν βιολογική καρδιά. 


Ἐπίσης ὁ π. Ζαχαρίας Ζάχαρος, πνευματικό τέκνο τοῦ μακαριστοῦ ἡσυχαστοῦ π. Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἀποφαίνεται ὅτι ἡ πνευματική καρδιά συμπίπτει μέ τήν βιολογική καρδιά: «Ἡ καρδιά βρίσκεται μέσα στόν θώρακά μας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τήν καρδιά, ἀναφερόμαστε στήν πνευματική μας καρδιά, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τήν βιολογική».[19]


Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρουμε τά λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου π. Καλλίστου Ware: «Αὐτή εἶναι, έν συντομίᾳ καί σέ γενικές γραμμές ἡ ἁγιογραφική κατανόηση τῆς καρδίας. Εἶναι ἔννοια περιεκτική, σύμβολο ἀκεραιότητας καί πληρότητας. Ἡ καρδιά, ὡς φυσικό ὄργανο, περικλείει τό σῶμα,εἶναι ὅμως καί τό πνευματικό κέντρο τοῦ προσώπου μας, τό μέσο διά τοῦ ὁποίου σκεπτόμαστε, παίρνουμε ἠθικές ἀποφάσεις καί ἀποκτοῦμε σοφία. Δέν εἶναι ὅμως μόνο αὐτά. 

Προχωρώντας πρός τά μέσα, διαπερνώντας τά πολλά καί διαφορετικά ἐπίπεδα τῆς καρδιᾶς, ὅπου τό καλό καί τό κακό συγκρούονται κατά μέτωπον, μέ τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος πού ζητᾶ βρίσκει ἐν τέλει τή “βαθεῖαν καρδίαν”, δηλαδή τόν θεῖο σπινθήρα μέσα μας, τό ἐνδότατο θυσιαστήριο ὅπου κατοικεῖ ἡ Τριαδική Θεότης, τό σημεῖο συνάντησης χρόνου καί αἰωνιότητας, χώρου καί ἀπείρου, κτιστοῦ καί Ἀκτίστου».[20]


Φώτης Σχοινάς

Σημειώσεις
1Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, μετάφραση Ἀγαμέμνων Τ. Μουρτζόπουλος, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 88
2 Παύλου Εὐδοκίμωφ, ἔνθ. ἀν., σελ. 89
3 Παύλου Εὐδοκίμωφ, ἔνθ. ἀν., σελ. 88
4 Ἀρχιμανδρίτου Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο’. Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου. Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 14
5 Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος, Ἡ καρδιά, Ναύπακτος 2001, σελ. 19
6 Ἀρχιμανδρίτου Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο’.Α’ Παραλειπομένων, ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου. Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 159
7 Ἀρχιμανδρίτου Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο’. Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου. Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 145
8 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, Πῶς νά εἰσέλθω στήν καρδιά;, μετάφραση Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου, ἐκδόσεις Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2015, σελ. 140-141
9 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, ἔνθ. ἀν., σελ.149-150
10 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, ἔνθ. ἀν., σελ. 144
11 Παύλου Εὐδοκίμωφ, ἔνθ. ἀν., σελ.87
12 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, ἔνθ. ἀν., σελ.143
13 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς  ΙΔ’ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου  Παύλου, τόμος πρῶτος, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη   1989, σελ. 625
14 Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς  ΙΔ’ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου  Παύλου, τόμος δεύτερος, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη   1990, σελ. 55-56
15 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἔκδοση Bonifatius Kotter, τόμος II, κστ’ 38, Βερολῖνο 1973,  σελ. 77
16 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἔνθ. ἀν. ν’ 39, σελ. 121
17 Βλ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβάδεια χ.χ.Ἐπίσης Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τίς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β’, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβάδεια 2011, σελ. 148 ἕως 172. Ἐπίσης βλ. Φώτη Σχοινᾶ, Βυζαντινή Λογική καί Ὀντολογία. Ἡ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 2005, σελ. 187 ἕως 197 καί Φωτίου Σχοινᾶ, Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός: ρήξη ἤ ζεύξη; Στοιχεῖα ὀργανικῆς συνθέσεως ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί πατερικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα 2009, σελ. 63 ἕως 75
18 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, ἔνθ. ἀν., σελ. 145
19 Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζάχαρου, Ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2012, σελ. 29
20 Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware, ἔνθ. ἀν., σελ. 153-154
πηγή: Aντίφωνο

Pages