Κάποτε, σε μια πόλη όπου η διαφθορά άνθιζε και η εκμετάλλευση ήταν σχεδόν αυτονόητος τρόπος ζωής, ζούσε ένας σοφός γεράκος. Σε μια πόλη ερειπωμένων ψυχών, όπου η αθλιότητα συνυφαινόταν με τη ζωή, ο άνθρωπος αυτός αποτελούσε μια φωτεινή εξαίρεση.
Στην πόλη αυτή ζούσε κι ένας νεαρός που προσπαθούσε με πείσμα να μην υποκύψει πουλώντας την ψυχή του στο θάνατο που τον περιστοίχιζε. Ζωές άδειες και μηχανικές, βυθισμένες στη μετριότητα και το έγκλημα. Δεν έβρισκε κάποιον ν' αποτελέσει μια πηγή έμπνευσης στην απέλπιδη πορεία του κι η ψυχή του σχιζόταν στα δύο τις νύχτες που ξενυχτούσε, παλεύοντας με τη μοναξιά του. Είχε ορκιστεί να θυσιάσει και την τελευταία ρανίδα της δύναμης του για να μην παραδοθεί στο θάνατο, αλλά ήρθε η στιγμή που κι αυτή εξαντλήθηκε, αφήνοντας τον άδειο, ολομόναχο, ν' ατενίζει για πρώτη φορά στον ορίζοντα τα όρια της τρέλας να τον φλερτάρουν μαζί του.
Μπροστά στη φρίκη που προξενούσε αυτή η απειλή και μην έχοντας ούτε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του, ένιωσε πως το μόνο που υπάρχει είναι ο θάνατος και πως το μόνο που του έμενε να κάνει ήταν να του παραδοθεί. Βρήκε τον εαυτό του μετά από κάποιες βδομάδες να είναι μέλος μιας συμμορίας.
Δεν άντεξε όμως για πολύ. Όσο κι αν άντεξε τη δική του παρακμή, δεν άντεξε το βλέμμα ενός παιδιού που τον κοίταξε ικετευτικά και μ' απορία, λίγο πριν φονευτεί απ' τους συνεργάτες του. Αν είχε φανταστεί τη δυνατότητα αυτοκτονίας, θα το 'χε κάνει. Μα δεν του πέρασε απ' το μυαλό. Εκείνο το βράδυ βρήκε τον εαυτό του στα παλιά γνώριμα μέρη να βιώνει ιδρωμένος τη φρίκη όπως δεν την είχε γνωρίσει ποτέ· και το χειρότερο, να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να της ξεφύγει.
Έτσι πεσμένο στο χώμα, σ' ένα σκοτεινό σοκάκι, ανίκανο να κλάψει πλέον, τον βρήκε ο γεράκος. Ήταν άνθρωπος μιας αγάπης υπέρλογης που νικούσε τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να τα πολεμήσει. Η θέα του εξασκούσε πάνω σου ένα απέραντο θέλγητρο, ένα γλυκό συναίσθημα προσμονής. Στα μάτια του, δεν μπορούσες παρά να νιώθεις πως χάνεσαι σε μια θάλασσα, σ' έναν ολόκληρο κόσμο αγάπης και σοφίας. Στο βλέμμα του, αγάπη και σοφία γινόταν ένα. Η αγάπη συνυφαινόταν με την αλήθεια.
Αυτό το βλέμμα αντίκρισε ο νέος όταν ανασηκώθηκε ταραγμένος σαν ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπάει στον ώμο. Κι αμέσως ένιωσε το ζαρωμένο πρόσωπο με τα κοντά, λευκά γένια να τον ζωντανεύει και να τον συγχωρεί.
Από εκείνο το βράδυ ο νέος ζούσε με τον γεράκο. Μέρα με την ημέρα τα μάτια της ψυχής του άνοιγαν κι ο κόσμος που αναζητούσε του φανερωνόταν ασύλληπτα πιο υπέροχος απ' ό,τι είχε φανταστεί. Κάθε μέρα που ξημέρωνε ήταν γι' αυτόν μια πρόκληση, μια νέα ευκαιρία να ξεδιψάσει στις πηγές που τώρα ανακάλυπτε. Κι αυτή η χαρά συνεχιζόταν για πολύ καιρό, μέχρι το βράδυ που ο γεράκος, καθώς ατένιζε τη δύση του ήλιου στον ορίζοντα, του είπε κάτι που τον παραξένεψε πολύ:
- Δεν είν' υπέροχο αυτό το πράσινο του ουρανού;
Ο νέος απόρησε μα σιώπησε στην αρχή. Πάντα τα λόγια του δασκάλου του ήταν τόσο αληθινά που τον έπειθαν χωρίς ίχνος καταναγκασμού. Και μόνο το βλέμμα που τα συνόδευε ήταν αρκετό για να τον πείσει για την εγκυρότητα τους. Ήταν η πρώτη φορά που λόγος που βγήκε απ' αυτά τα χείλη δεν ένιωθε πως ενέχει ως δεδομένο την αλήθεια. Και το πιο παράξενο ήταν πως αυτό το γαλήνιο κι υπέροχο βλέμμα δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο.
-Μα τι λες; Πού βλέπεις αυτό το υπέροχο πράσινο;
Ο γεράκος φάνηκε κάπως απογοητευμένος, χωρίς να χάσει ίχνος της αγάπης του για το νέο.
- Ατένισε λίγο τον ορίζοντα... Σε κάποια στάδια της πνευματικής ζωής, όταν δεν μπορούμε ακόμη να ακούσουμε τον Θεό μέσα στην ησυχία Του, αυτός μας φανερώνεται μέσ' απ' τη βροχή, το θρόισμα των φύλλων και το χρώμα του ουρανού. Αρκεί να 'μαστε ικανοί ν' ακούμε και να βλέπουμε.
Τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο κι αποσύρθηκε για να προσευχηθεί.
Απογοητευμένος που δεν μπόρεσε να δει αυτό το χρώμα, ο νέος κάθισε ν' ατενίσει για λίγο τον ουρανό προσπαθώντας να πνίξει την αμφιβολία που για πρώτη φορά γεννιόταν στην ψυχή του...
Από κείνο το βράδυ βασανιζόταν προσπαθώντας να διαισθανθεί μια βαθύτερη αλήθεια που ίσως έκρυβαν τα λόγια του δασκάλου του. Οι μέρες περνούσαν, το χρώμα τ' ουρανού δεν άλλαζε και οι σκέψεις του τον οδηγούσαν σ' αδιέξοδο. Μπορούσε ν' απορρίψει τον γεράκο σαν εκφραστή της αλήθειας;
Πού θα είχε να καταφύγει; Έβλεπε με τρόμο τις συνέπειες μιας πιθανής απόρριψης του ανθρώπου που από τα βάθη του θανάτου τον οδήγησε στην έκσταση της ζωής. Έβλεπε άλλα λάθη ν' ακολουθούν το λάθος του αυτό. Η διαφοροποίηση του θα ήταν η αρχή μιας παρακμής, ένας δούρειος ίππος του θανάτου, θα 'ταν προδοσία για το γέροντα και τα μυστήρια που του είχαν φανερωθεί. Ναι, έπρεπε να πιστέψει. Έπρεπε ν' αρνηθεί τις ίδιες του τις αισθήσεις. Να εξαφανίσει τη δική του λειψή αντίληψη. Ν' αντιλαμβάνεται μέσα από τα μάτια του δασκάλου του. «Η αλήθεια είν' απόλυτη», σκεφτόταν, «και ή τη δέχεσαι ολόκληρη κι αμόλυντη, ή την απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υπάρχει».
Νύχτες ολόκληρες παρέμενε ξάγρυπνος προσπαθώντας να καταπνίξει την επανάσταση που έβραζε μέσα του. Επανάσταση σήμαινε ενοχή, σήμαινε αποτυχία, αποτελούσε ύβρη κατά του ίδιου του Θεού που του φανερωνόταν μέσα από το άνθρωπο αυτόν. «Έτσι είναι!» φώναζε στον εαυτό του προσπαθώντας να πειστεί. «Ο ουρανός είναι πράσινος!». Μα κάθε φορά που τα μάτια του στρέφονταν προς τον ουρανό, δεν μπορούσε να δει παρά ένα υπέροχο γαλάζιο... Κι αυτές τις στιγμές μια ασυνείδητη κι αδιαμόρφωτη διαίσθηση κραύγαζε στα βάθη της ψυχής του. Κραύγαζε μ' αγωνία να μη γίνει η λατρεία του αιτία να εξαλειφθεί η ελευθερία και να υποδουλωθεί το πρόσωπο, διαστρέφοντας τον τρόπο της ζωής σε τρόπο ανυπαρξίας. Κραύγαζε ότι η αμφιβολία του δεν ήταν καρπός εγωισμού, αλλά της ίδιας της ελεύθερης φύσης του κι ότι τελικά η μόνη αλήθεια είναι αυτή που σου αποκαλύπτεται. Μα η διαίσθηση μιλούσε και χανόταν... Δεν του 'δινε οδηγίες. Δεν του 'λεγε τι να κάνει. Αν είχε ακούσει τη χροιά της καθαρότερα, ίσως ο ήχος να ήταν από μόνος του γνώση για μια πορεία.
Ο άγιος γεράκος ήταν ήδη πολύ ηλικιωμένος και μετά από κάποιες εβδομάδες έφυγε απ' την επίγεια ζωή. Μαζί του θάφτηκε κι ένα μυστικό που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε. Έπασχε από δυσχρωματοψία και δεν είχε φανταστεί ότι κάποιες γαλαζοκόκκινες αποχρώσεις του ουρανού, την ώρα που ο ήλιος χανόταν στον ορίζοντα, δεν ξεχώριζαν και πολύ στα μάτια του από ένα βαθύ, πανέμορφο πράσινο.
Την παραμονή του θανάτου του ωστόσο, μίλησε για κάτι σαν όραμα που είχε δει. Είδε ένα δελφίνι να διασχίζει ελεύθερο την απέραντη θάλασσα. Κι είδε ένα δίχτυ να το παγιδεύει και να το παρασέρνει μαζί του σαν να θέλει να τ' οδηγήσει σ' έναν τόπο. Το δελφίνι ασφυκτιούσε και πάλευε να ξεφύγει μα το δίχτυ ήταν πιο δυνατό και συνέχιζε την πορεία του... Ο γεράκος δίστασε, σταμάτησε τη διήγηση, έπιασε το νέο απ' τον ώμο και του είπε:
- Η δίψα και η γνώση του Θεού γεννιούνται ελεύθερα σαν το δελφίνι που όταν διασχίζει τη θάλασσα δεν έχει σχεδιάσει την πορεία του από πριν, αλλά το οδηγεί η ελευθερία της στιγμής. Όταν το δελφίνι το δέσεις και το τραβήξεις προς ένα θησαυρό που έχεις στο μυαλό σου, όχι μόνο δεν θα φτάσει, αλλά θα πνιγεί στην πορεία. Αν του χαρίσεις το δρόμο της ελευθερίας, το πιο πιθανό είναι ν' ανακαλύψει ένα θησαυρό που εσύ ούτε καν μπορούσες να φανταστείς...
Ο νέος ρούφηξε κάθε λέξη του γέροντα, μα δεν κατάλαβε γιατί αυτός του μίλησε με τόση αγωνία.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο νέος, μονάχος πλέον, δεν μπορούσε να λυτρωθεί απ' το δίλημμα. Πόσο απλά θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχε γίνει το σχόλιο για το χρώμα τ' ουρανού! Πόσο εύκολη ήταν η πίστη όταν ερχόταν σαν μία γλυκιά εξουσία που δεν του άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης! Είχε επιτέλους ένα ιδεώδες να σέβεται και κανένας πόθος, καμιά ανάγκη δεν ήταν πιο ισχυρή απ' την ανάγκη να σέβεται και να λατρεύει αυτό το ιδεώδες. Πώς λοιπόν θα μπορούσε ο δολοφόνος του μικρού παιδιού να 'χει δίκιο κι ο γεράκος άδικο; Πώς θα άντεχε τα μάτια του να ταυτίζονται μ' αυτά του δολοφόνου;
Ένα πρωινό, μετά από έναν εφιαλτικό ύπνο, ο νέος ξύπνησε με μια πρωτοφανή αίσθηση σιγουριάς. Ξαφνικά ένιωθε πως τα πάντα είχαν μπει στη θέση τους. Πράγματι η ανθρώπινη ψυχή έχει τρομερή δύναμη. Μπορεί να μας πείσει πως είμαστε κάτι που δεν είμαστε, να μας κάνει να δούμε πράγματα που δεν υπάρχουν. Κυριευόταν από μία συνταύτιση με το γεράκο. Ένιωθε σαν να 'χει ρυτίδες σαν τις δικές του και λευκά γένια σαν τα δικά του και... ναι, πως αν έβλεπε τον ουρανό... Τινάζεται απ' το κρεβάτι και τρέχει μ' αγωνία στο παράθυρο να αντικρίσει αυτό που τόσα χρόνια δεν έβλεπε... αυτό το υπέροχο πράσινο του ουρανού...