Τον Αύγουστο μια ολόκληρη Αθήνα, κάθε ολόκληρη αστική πόλη, ξεχύνεται αλαφιασμένη στα λιμάνια να φορτωθεί με τα μπαγκάζια της στα βαρυφορτωμένα καράβια και να σηκώσουν άγκυρα.
Τους περιμένουν νησιά-σμαράγδια, νησιά που η παραδεισένια κάποτε φύση τους έχει μεταμορφωθεί από δεκαετίες σε τουριστικές καρτ ποστάλ. Κι έτσι, ο υπερπληθυσμός της Αθήνας μετακομίζει μαζί με το θόρυβο του, το άγχος του, τις φωνές, την ψύχωσή του για διασκέδαση, την απόφασή του για χαλάρωση, για ελευθερίες, για εμπειρίες, για «καλή ζωή» επιτέλους!
Εγώ πάντως δε χάνω με τίποτα τον Αύγουστο της Αθήνας. Είναι που τότε η έρημη ενδοχώρα της μεταμορφώνεται μαγευτικά. Μετατρέπεται σε πόλη ανθρώπινη, γιατί γίνεται πόλη ονειρική, κι αν κάποιες πτυχώσεις της θυμίζουν εφιάλτη, πάλι η ποίηση υπερέχει, ακόμη κι εδώ.
Σήμερα ανήμερα Κοιμήσεως, μέρας ευφροσύνης μια και η Μαρία φεύγει απ’ τη γη, να πάει να ξαναβρεί το Γιο της, συλλογίζομαι την άποψη πως ποίηση υπάρχει όταν κάτι αχνοφωτίζεται κάπως από τη θεία του καταγωγή, από τον θείο προορισμό του.
Η Αθήνα τον Αύγουστο, είναι ποίηση. Έχει και ένα φόβο μυστήριο. Λες και ζεις ένα ρίσκο. Δεν είναι λίγοι που φοβούνται να μείνουν εδώ τον Αύγουστο. Φοβούνται στην ερημιά τον εαυτό τους, φόβος πανάρχαιος, ερεθισμός για τους πρωταθλητές της πίστης που παλεύοντας με τα δαιμόνιά τους, κατέληγαν στην ακραία αρένα, τις ερήμους.
Κάποιοι διαβάτες στο κέντρο και στις γειτονιές μονολογούν, παραμιλούν, χωρίς κανένα κινητό τηλέφωνο στο αυτί. Μπορούν ελεύθεροι επιτέλους να σεργιανούν στο καταδικό τους υποσυνείδητο, να συνδιαλέγονται μαζί του, και κανείς δεν πρόκειται τούτη την εποχή, τούτο τον μυθικό Αύγουστο, να τους παρεξηγήσει. Γιατί έτσι αισθάνονται όλοι: ολομόναχοι. Και όχι με την έννοια τη μίζερη, την καταθλιπτική σαν ήττα, αλλά με την άλλη της βασιλικής μοναχικότητας, που σε κάνει να περιφέρεσαι στους υπνωτισμένους δρόμους σαν να περιφέρεσαι στο βασίλειό σου.
Η άσφαλτος, φλεγόμενη, μετουσιώνεται σε άμμο ερήμου, οι δικοί σου αντικατοπτρισμοί σού έχουν κλείσει ραντεβού απροσδόκητα. Έχω νιώσει πως συνάντησα πρόσωπα της ζωής μου χαμένα, ακόμη κι αγαπημένους νεκρούς στην οδό Ακαδημίας, την ώρα που νυχτώνει αυγουστιάτικα Σαββατόβραδα.
Τον Αύγουστο στην Αθήνα διαπιστώνεις πόσα πουλιά επιζούν ακόμη στην Αττική και κελαηδούν παθιασμένα, επίμονα, πως οι φυλλωσιές σφυρίζουν και ψελλίζουν με τον άνεμο, πως υπάρχουν τζιτζίκια που ξεγελιούνται τα μεσάνυχτα από τις λάμπες των δρόμων, θεωρούν ότι ξημέρωσε και αρχίζουν το τραγούδι της αυγής. Σκύλοι σαστισμένοι απ’ την αλλαγή των σκηνικών γαβγίζουν εδώ κι εκεί μελαγχολικά.
Στις απογευματινές εκκλησίες οι παρακλήσεις για τη Θεοτόκο θυμίζουν αντήχηση χαμένων, ερειπωμένων εποχών. Κεριά στα μανουάλια, θυμίαμα με άρωμα γαρίφαλου.
Εγώ πάντως δε χάνω με τίποτα τον Αύγουστο της Αθήνας…
Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο
«Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα»
της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός