Περὶ μετανοίας - Αγίου Μαξίμου Γραικού
Ο μοναχός και ο διάβολος / Monakh i bes / The Monk And The Demon (2016)
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα.
(Μέρος 1ο)
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα.
Οἱ μὲν δίκαιοι γιὰ δυὸ λόγους. Πρώτον, γιὰ νὰ κάνουν σταθερότερη καὶ ἀκλόνητη τὴν ἀρετὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, μὲ τὴν ὁποία ἔζησαν καὶ προηγουμένως, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν μεγαλυτέρους ἐπαίνους καὶ φωτεινότερα στεφάνια, ἀφοῦ στὴν προηγούμενη ἐνάρετη ζωὴ τοὺς προσπαθοῦσαν νὰ προσθέσουν καὶ ἄλλους πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Οἱ δὲ ὅμοιοι μέ μας, ἁμαρτωλοὶ καὶ μιασμένοι ἀναλαμβάνουν αὐτὸν τὸν ἄθλο μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ταλαιπωρία τοῦ σώματος καὶ τὸν πνευματικὸ ὀδυρμό, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ, τὸν ὁποῖον ἐξόργισαν μὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ἀκόλαστης ζωῆς τους, προσπαθώντας τὸν ὑπόλοιπο χρόνο νὰ ζήσουν θεάρεστα καὶ τίμια, τηρώντας τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ἃς ἐγερθοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς μεγάλης ὀκνηρίας μας καὶ ἃς ἐργασθοῦμε μὲ μεγάλο ζῆλο γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸν χρόνο ποῦ ἀπομένει τῆς σύντομης ζωῆς μας, «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ», «ἠμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν»[1]. Νὰ ἀγρυπνοῦμε μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, νὰ πάρουμε μαζί μας ἀρκετὸ λάδι[2], τὸ ὁποῖο σημαίνει τὴν θεόμορφη φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ὅλους αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν ἔνδεια καὶ τὴν πικρία.
Ὁ Δημιουργός των ὅλων καὶ Κύριος εὐαρεστεῖται μὲ τὸ λάδι αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Οἱ μωρὲς παρθένες τὸ περιφρόνησαν, καὶ γι’ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸν μυστικὸ γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν ὄφελος ἀπὸ τὴν παρθενία τους.
Ἃς θυμόμαστε πάντοτε, ψυχή μου, τὸν Κύριο ποῦ μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν ἐντολή: «Καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύση ἐκ τῶν γάμων, ἴνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῶ· μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὖς ἐλθῶν ὁ κύριος εὐρήσει γρηγορούντας»[3].
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴν ὁ Κύριος μας δίδει σαφῆ ἐντολή: ὅπως οἱ δοῦλοι τῶν ἐπίγειων ἀρχόντων φοβούμενοι μήπως ὑποστοῦν μαστίγωμα, πάντοτε προσπαθοῦν νὰ εὐχαριστοῦν τοὺς κυρίους τους καὶ νὰ ἐκτελοῦν κάθε ἐπιθυμία τους, ἔτσι καὶ ἐσεῖς, μαθητές μου, μὲ φόβο καὶ ἀγάπη νὰ ἐργάζεσθε ὅ,τι ὁδηγεῖ πρὸς τὴν σωτηρία, προσπαθώντας πάντοτε νὰ κάνετε ὅ,τι ἀρέσει καὶ εὐχαριστεῖ ἐμένα, τὸ ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος το δίνω ὡς ἐντολή. Νὰ ἀποκτήσουμε ἐνδυμασία ἀντάξια του μυστικοῦ γάμου, δηλαδὴ τὴν ἀξιέπαινη ζωή, ποῦ λάμπει ἀπὸ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα, γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦμε, στὴν ἀντίθετη περίπτωση, δεμένοι χειροπόδαρα καὶ ἀπελαθέντες ἀπὸ τὴν μυστικὴ εὐωχία στὸ φοβερὸ σκοτάδι.
Ἀφοῦ εἴμαστε προσκεκλημένοι νωρίτερα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς μακαρίους μαθητές Του στὴν μυστικὴ γαμήλια εὐωχία, ἃς μὴν ἀρνηθοῦμε ἀνόητα αὐτὸ τὸ μακάριο ἀξίωμα, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν περιουσία ἥ τα ζεύγη βοδιῶν ἡ τὸν ἐφήμερο γάμο μὲ γυναίκα[4], δηλαδὴ τὰ ἀνάξια λόγου καὶ ἐφήμερα πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται ἐκεῖνοι, «ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνη αὐτῶν, οἵ τα ἐπίγεια φρονοῦντες»[5], γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου.
Ἐμεῖς ὅμως, ψυχή, ἃς σκεπτόμαστε τὰ ἀνώτερα, «οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιά του Θεοῦ καθήμενος»[6], καὶ ἃς ὑποτασσόμαστε στὸν Σωτήρα, ποῦ λέγει: «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῆ τὶς, ἐμοὶ ἀκολουθείτω»[7]. Καὶ ἃς ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο σὲ τί συνίσταται αὐτό: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»[8]. Ποιὸς ἄραγε τηρεῖ καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐντολὲς τοῦ νόμου;
Αὐτὸς ποῦ ἀρνήθηκε ἀμέσως τὴν περιουσία του καὶ ὕστερα δὲν τὴν ἐπιθυμεῖ πλέον, ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν δύναμή του τὴν ἀπορρίπτει, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἀναζήτηση τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ στερεῖ τὰ ἀγαθά, ποῦ ἔχουν ἑτοιμασθεῖ ἐκεῖ γιὰ τοὺς ἐναρέτους. Ὅποιος ἀρνήθηκε ἔτσι τὰ ἀγκάθια αὐτῆς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ μάταιης ζωῆς, ἀρνήθηκε ἀρκετὰ καὶ τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας του καὶ τὰ χαμηλὰ πάθη τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ του τὰ ἀπέρριψε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι’ αὐτὸ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πορεύεται στὸν ὀρθὸ δρόμο, ἀκολουθώντας τὸν Σωτήρα καὶ σηκώνοντας τὸν σταυρό του, πράγμα ποῦ σημαίνει τὴν ἑκούσια νέκρωση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν του.
Ἂν ὅμως κανείς, ἀφοῦ ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, ἀποκτήσει πάλι περιουσία καὶ διάφορα κέρδη καὶ ἀποσπᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας καὶ τῆς ψυχῆς του, ποῦ εἶχαν πιὰ ἡσυχάσει γιὰ λίγο, περιβάλλουν πάλι τὴν ἀκόλαστη ψυχή του, τὴν πολεμοῦν καὶ τὴν πληγώνουν μὲ διάφορους τρόπους. Εἶναι φανερό, ὅτι σὲ αὐτὸν συνέβη αὐτὸ ποῦ λέγει ἡ σοφὴ παραβολή: «Κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καὶ ὓς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου»[9]. Αὐτὸς ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη μακάρια ζωὴ τῶν ἐναρέτων, ὅπως ὁ Κύριός μας τὸ ἔδειξε μὲ τὴν παραβολὴ λέγοντας: «Οὐδεὶς ἐπιβαλῶν τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[10].
Ἐδῶ ὡς «χείρα» ὁ Κύριος χαρακτηρίζει τὴν αὐτόβουλη θέληση καὶ ὡς «ἄροτρον» τὶς ἅγιες καὶ σωτήριες ἐντολές Του, μὲ τὶς ὁποῖες διάγουμε μὲ συνέπεια τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀγγελικὴ ζωή. Ἐξάλλου, ὡς στροφὴ «εἰς τὰ ὀπίσω» Αὐτὸς ἐννοεῖ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς παλαιὲς συνήθειες καὶ τὴν φθαρτὴ κοσμικὴ ζωή.
Μὰ δὲν εἶναι ἐπιστροφὴ πρὸς τὰ πίσω ἡ φροντίδα νὰ ἀποκτήσεις ὅσο γίνεται μεγαλύτερη περιουσία καὶ κέρδη καὶ διάφορα κοπάδια ζώων καὶ πῶς νὰ πολλαπλασιάσεις τὸ ἀσήμι καὶ τὸν χρυσό σου, τὸν ὁποῖο ὁ μοναχὸς αὐτόβουλα ἀρνεῖται στὴν κουρά του, ὑποσχόμενος στὸν ζῶντα ἐν ὑψίστοις Κύριο νὰ εἶναι στὸ μέλλον ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὸν τρόπο τῶν ἀποστόλων καὶ νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μὲ κάθε ἀναργυρία, μὲ ἔνδεια καὶ μὲ σιωπή, μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος;
«Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους»[11], ποῦ εἶναι ἡ πορνεία, ἡ κάθε ἀκαθαρσία τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ οἰνοποσία, ἡ λαιμαργία, τὰ ἄτακτα καὶ ἄφρονα γέλια, ἡ καθύβριση, τὰ παράφρονα λόγια, ἡ συκοφαντία, τὸ ψέμα, ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ κολακεία, ἡ ὑπεροψία, ἡ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαργυρία, ποῦ ἀποτελοῦν τὴν ρίζα κάθε κακοῦ καὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς εἰδωλολατρία[12].
Νὰ μισήσουμε πολὺ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ μᾶς ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα, ἀφοῦ ὁ φοβερὸς Κριτὴς μας ἔχει μεγάλη ὑπομονὴ ὡς φιλάνθρωπος, ἐπιτρέποντας τὸν καιρὸ γιὰ τὴν μετάνοια καί, ὅπως προτρέπει ὁ ψαλμωδός, «προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει»[13]. Νὰ ἐννοήσεις, ψυχή, ὡς «πρόσωπον αὐτοῦ» τὴν δίκαιη ἐναντίον μας ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησή Του, ὅπως ἔχει γραφεῖ ἀλλοῦ: «Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[14].
Ἃς ἀρχίσουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἃς μετανιώνουμε ἐνώπιόν Του ἐκτελώντας τὶς ἅγιες ἐντολές Του, «μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας»[15], ποῦ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία καὶ ἡ οὐράνια συμβίωση μὲ τοὺς σωζομένους. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ψυχή μου, εἶναι ἄγνωστη, καὶ σὰν ληστὴς[16], ποῦ ἐπιτίθεται μέσα στὴν νύχτα καὶ σκοτώνει ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο βρίσκει κοιμώμενο, ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ γιὰ μᾶς ἀπρόσμενα ὁ θάνατος καὶ θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσωρινὴ ἐλεεινὴ ζωή. Ἃς ἀπορρίψουμε λοιπὸν κάθε ἀδυναμία καὶ δισταγμό.
Ἃς μὴν ψάχνουμε δικαιολογίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἐπικαλούμενοι κάποια σωματικὴ νόσο ἡ τὸν ἐρχομὸ φίλων μας ἡ τὶς διάφορες ἑορτὲς καὶ τὶς προσκλήσεις τῶν συγγενῶν καὶ γειτόνων μας. Ὅλες αὐτὲς οἱ δικαιολογίες εἶναι ἀβάσιμες καὶ ἄχρηστες καὶ καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸν φοβερὸ Κριτή.
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἴχαμε ἀρνηθεῖ ἅπαξ διὰ παντὸς ἐνώπιόν των ἐκλεκτῶν Ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποσχεθήκαμε στὸν Κύριο ὅλον τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ τὸν βιώσουμε ἀγγελικά, μὲ κάθε ταπείνωση, ἔνδεια, ἀλήθεια καὶ ἁγιότητα, κατὰ τοὺς κανόνες τῶν θεοπνεύστων διδασκάλων τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τώρα ὅμως ποῦ παραβήκαμε αὐτοὺς τοὺς κανόνες καὶ ζοῦμε ἄτακτη ζωή, τί ἄλλο μποροῦμε νὰ περιμένουμε, ἀκόλαστη ψυχή μου, πέρα ἀπὸ τὴν καταδίκη, ἴδια μὲ αὐτοὺς ποῦ δὲν τήρησαν τὶς θεῖες ἐντολές;
Ἡ μήπως μάταια λέγει ἡ θεόπνευστη Γραφή, «οὐδὲ διαμενούσι παράνομοι κατέναντί των ὀφθαλμῶν σου· ἐμίσησας πάντας τους ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν· ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψεῦδος», καθὼς καὶ ὅτι, «ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος»[17]; Ἐπίσης λέγει: «Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν»[18]; Ἡ μήπως θεωρεῖς τὸν βίο σου θεάρεστο καὶ εὐσεβῆ καὶ γι’ αὐτὸ παραμένεις στὴν ὀκνηρία;
Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο, ἀκόλαστη ψυχή μου! Σὲ αὐτὸ συνίσταται καὶ ἡ βαρυτάτη καὶ μεγίστη ἁμαρτία μας, ἀφοῦ τόσο πολὺ πικραίνουμε τὸν φοβερὸ Κριτὴ μὲ τὴν ἀνυπακοή μας καὶ τὴν παράβαση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν Του. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀποτελεῖ γνώρισμα τῆς τελείας ἀναισθησίας καὶ παραφροσύνης, ἂν δὲν τὴν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ μᾶς ἀμέσως.
Ἃς ἀρχίσουμε λοιπὸν ἐπιμελῶς καὶ εἰλικρινὰ νὰ μετανοοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ἐνδυμασία, ποῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄθλια κουρέλια, δὲν θὰ μᾶς δώσει κανένα ὄφελος γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι, ντυμένοι μὲ τόσο ἐλεεινὰ κουρέλια ζοῦμε μία ζωὴ ποῦ δὲν μᾶς ἀξίζει καὶ δὲν μᾶς ταιριάζει καθόλου, θὰ συνηγορήσει ἀκόμη περισσότερο στὴν καταδίκη μας.
Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἀποστόλων, ἰδιαίτερα ὅμως τὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Κριτή, ποῦ τὶς ἐξέφρασε μὲ τὴν μορφὴ τῶν μακαρισμῶν. Ἃς δοῦμε τὸ περιεχόμενό τους.
«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[19]. «Πτωχοὺς τῷ πνεύματι» ἀποκαλεῖ Αὐτὸς ὅσους πάντοτε καὶ γιὰ ὅλα σκέπτονται ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν καταδικάζουν, μοιάζοντας μὲ τὸν μακάριο προφήτη, ποῦ λέγει: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[20]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Κύριε, οὒχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμὲ»[21].
Καὶ ἐμεῖς, ἀκόλαστη ψυχή, τί συλλογιζόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τί σκεπτόμαστε στὴν καρδιά μας; Μήπως δὲν δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας καὶ θεωροῦμε ὅτι ζεῖ μὲ κάθε ἀλήθεια καὶ κάθε ἁγιότητα, θεωρώντας τὸν πολὺ ἔξυπνο, πλήρη σοφίας καὶ νοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ ἀξιώνουμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μᾶς τὴν ἄνοδο σὲ κάποιο ἀξίωμα ἐξουσίας γιὰ νὰ διδάσκουμε τοὺς ἄλλους περὶ τῆς σωτηρίας;
Ἔτσι προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποκτήσουμε κάποιο ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα, καὶ γι’ αὐτό, ὄχι μόνο ὑποκρινόμαστε ὅτι ζοῦμε εὐσεβῆ ζωὴ καὶ κάνουμε φιλία μὲ τοὺς εὑρισκόμενους στὴν ἐξουσία κολακεύοντάς τους μὲ κάθε τρόπο καὶ κάνοντάς τους κάθε χάρη, ἀλλὰ συχνά τους δίνουμε δῶρα καὶ ὑποσχόμαστε νὰ τοὺς δώσουμε καὶ ἄλλα, ἂν πράξουν αὐτὸ ποῦ ἐπιθυμοῦμε. Αὐτό, ψυχή, εἶναι σαφὴς ἀπόδειξη τῆς πονηρίας τῆς καρδιᾶς μας, ποῦ ἔχει γίνει πολὺ ὑπερήφανη.
Πῶς ὅμως ὁ Κριτὴς τῶν ὅλων θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ἄξιους ἐκείνης τῆς μακαριότητας, τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε σὲ ὅσους ἔχουν μισήσει ὅλα αὐτά; Ἂν εἴμαστε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς θείας μακαριότητας, τότε εἴμαστε κολασμένοι καὶ ἤδη καταδικασμένοι. Θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε μὲ θερμὴ ψυχὴ τὴν μετάνοια, ἀφοῦ ἀπομακρύνουμε τὴν μανία τῆς φιλοδοξίας πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό μας.
Ἀλλὰ καὶ ὁ προφητικὸς λόγος προσεύχεται δυνατὰ στὸν Θεὸ ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸ θράσος νὰ φθάνουν ἄνομα σὲ ὁποιαδήποτε ἐξουσία, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν τὴν ἐφήμερη δόξα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέγει ξεκάθαρα: «Προσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, προσθες κακὰ τοῖς ἐνδοξοις τῆς γῆς»[22].
Ἃς δώσουμε ὅμως τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ στοὺς ἄλλους μακαρισμοὺς καὶ ἃς δοῦμε, ἂν ἡ ζωὴ μᾶς συμφωνεῖ μὲ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»[23]. Νὰ ὁ ἐκ Θεοῦ καρπὸς τῆς ταπεινοφροσύνης – τὸ πνευματικὸ πένθος, ποῦ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση καὶ θεία ἀγάπη γεννιέται στὴν καρδιά.
Ὅποιος πράγματι σκέπτεται ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του στὴν καρδιά του, διαρκῶς πενθεῖ καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ καταδικασμένο καὶ ἀνάξιό του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐνθυμούμενος πάντοτε τὶς ἁμαρτίες του. Ἐμεῖς ὅμως, ψυχή μου, πῶς θὰ μπορέσουμε κάποια στιγμὴ νὰ πενθήσουμε ἡ νὰ καταδικάσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἐνῶ περιβαλλόμαστε συνεχῶς μὲ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὅταν φθάσουμε σὲ κάποιο ἀξίωμα;
Καὶ συγχρόνως περνοῦμε τὴν ζωὴ μᾶς δεχόμενοι διαφόρους ἐπαίνους καὶ χάρες, μὲ ποικίλα ἀνίερα πράγματα καὶ στολίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ πολύχρωμες μεταξωτὲς ἐνδυμασίες, μὲ χρυσὸ καὶ ἀσήμι. Ἀφοῦ περιβάλλουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς πλούσια μὲ ὅλα αὐτά, ἀπομακρυνόμαστε πολὺ ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἡδονὴ ποῦ ἔχουν ὅσοι πενθοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ δεχόμαστε, κατὰ τὸ θεῖο ρητό, τὰ ἀγαθά μας στὴν κοιλία μᾶς[24].
/
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀκόλουθο μακαρισμὸ καὶ συγκεκριμένα, «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»[25], δὲν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ τελείως, ἀκόλαστη ψυχή, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἀφοῦ θυμώνουμε μὲ αὐτοὺς ποῦ μᾶς ἀδίκησαν μὲ κάτι, χειρότερα καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, καὶ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε γιὰ τὴν προσβολὴ ποῦ μᾶς ἔκαναν, ἐπιτιθέμενοι ἐναντίον τοὺς μὲ φοβερὴ ὀργή;
/
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀκόλουθο μακαρισμὸ καὶ συγκεκριμένα, «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν»[25], δὲν ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ τελείως, ἀκόλαστη ψυχή, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἀφοῦ θυμώνουμε μὲ αὐτοὺς ποῦ μᾶς ἀδίκησαν μὲ κάτι, χειρότερα καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, καὶ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε γιὰ τὴν προσβολὴ ποῦ μᾶς ἔκαναν, ἐπιτιθέμενοι ἐναντίον τοὺς μὲ φοβερὴ ὀργή;
Πράος εἶναι καὶ θεωρεῖται, ψυχή μου, αὐτὸς ποῦ μὲ μεγάλη ταπεινοφροσύνη, χωρὶς ἀγανάκτηση, χωρὶς νὰ κλονίζεται ὑπομένει καὶ τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἀποδοκιμασίες καὶ τὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς λεηλασίες τῆς περιουσίας του, καθὼς καὶ τοὺς ξυλοδαρμοὺς καὶ τὶς πληγές, μιμούμενος τὸν Σωτήρα καὶ Κύριό του.
Ὅποιος ὅμως φέρεται ἐναντίον αὐτῶν μικρόψυχα καὶ σηκώνει τὸ χέρι του γιὰ νὰ δείρει αὐτὸν ποῦ τὸν δέρνει καὶ προσβάλλει καὶ καθυβρίζει, καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἀντίπαλό του, αὐτὸς δὲν ἔφθασε ἀκόμη οὔτε στὸ κατώφλι τοῦ εὐαγγελικοῦ καὶ ἀποστολικοῦ βίου, καὶ μάταια ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν μοναχικὴ ἐνδυμασία του, ἂν δὲν ἀπαρνηθεῖ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ ὅλα τα πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ[26].
Πῶς ἐπίσης νὰ παρουσιάσω τὴν ἀξία τῶν δύο ἑπομένων μακαρισμῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας εὐφραίνει ὅσους πεινοῦν καὶ διψοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἄλλος τοὺς εὐσπλάγχνους, ἐνῶ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ καὶ ἀπὸ αὐτούς; Ἡ μᾶλλον, πιὸ σωστά, ποιὸν θρῆνο καὶ ποιὸν ὀδυρμὸ νὰ χρησιμοποιήσω; Μήπως δὲν ἀξίζει δάκρυα καὶ θρῆνο αὐτό, ποῦ παρ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια κάθε μοναχικοῦ τυπικοῦ ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τὸ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας, ἐννοῶ τοὺς ζητιάνους, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά;
Ὄχι μόνο τους περιφρονοῦμε βλέποντάς τους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, τὸ κρύο καὶ γενικὰ τὴν ἄκρα πτωχεία, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς προστατεύουμε ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς καὶ ἀδίκους ποῦ τοὺς ἀδικοῦν καὶ δὲν ἐπεμβαίνουμε, ὅταν αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴν περιουσία τους. Ἔχουμε ὅμως τὴν αὐστηρὴ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου του δικαίου καὶ φοβεροῦ Κριτῆ ποῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγὴ θεῶν, ἐν μέσω δὲ θεοὺς διακρινεῖ· ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε; Κρίνατε ὀρφανῶ καὶ πτωχῶ, ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε· ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ρύσασθε αὐτὸν»[27].
Ἀλλὰ γιατί νὰ λέω ὅτι δὲν τοὺς προστατεύουμε καὶ δὲν τοὺς ὑπερασπίζουμε, ὅταν τοὺς ἀδικοῦν, μολονότι πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ τοὺς σώσουμε ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποῦ τοὺς κάνουν; Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκόλαστη ψυχή, πολλὲς φορὲς ἔχουμε τὸ θράσος νὰ τοὺς φερόμαστε χειρότερα ἀπὸ τοὺς κοσμικούς.
Δὲν θεωρεῖς μεγάλη ἀπανθρωπία καὶ ἀδικία ἐκ μέρους μᾶς τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀφοῦ ἀρνηθήκαμε ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀγγέλων Τοῦ κάθε περιττὴ τροφὴ καὶ σωματικὴ ἀπόλαυση, πάλι ἀποκτοῦμε διάφορα κέρδη καὶ κοπάδια ζώων, τρῶμε ἄφθονα διάφορα νόστιμα φαγητὰ καὶ ἀπολαμβάνουμε κάθε ἀπραγία εἰς βάρος τοῦ ἱδρώτα τῶν χωρικῶν ποῦ μᾶς ὑπηρετοῦν;
Καὶ αὐτοί, ποῦ ἐργάζονται συνεχῶς καὶ ὑποφέρουν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν διάφορες βιοτικὲς ἀνάγκες μας, πάντοτε ζοῦν μὲ λιτότητα καὶ ἔνδεια. Οἱ δυστυχισμένοι δὲν ἔχουν οὔτε καθαρὸ ἄρτο ἀπὸ σίκαλη, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἔχουν, τὸν τρῶνε χωρὶς ἁλάτι ἐξαιτίας τῆς ἄκρας πτωχείας τους.
Ἐμεῖς ὅμως παραμένουμε ἀναίσθητοι καὶ ἀπαθεῖς σὲ αὐτὴν τὴν πικρὴ μοίρα τους καὶ δὲν τοὺς παρηγοροῦμε, μολονότι ἔχουμε τὴν ἐντολὴ νὰ φροντίζουμε ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ ἀνέχεια. Ἐπὶ πλέον, κατὰ τρόπο πολὺ ἀπάνθρωπο, τοὺς ἀφήνουμε σὲ αὐτὴν τὴν ἔνδεια ζητώντας κάθε χρόνο ἐξαιρετικὰ ὑψηλὰ ἐπιτόκια γιὰ τὸ ἀσήμι ποῦ δανείστηκαν ἀπό μας, καὶ ποτὲ δὲν παραβλέπουμε αὐτὴν τὴν πληρωμή, ἂν καὶ δέκα φορὲς ἤδη ἔχουμε πάρει πίσω το ποσὸ ποῦ ἔχουμε δανείσει σὲ αὐτούς.
Ἀλλά, ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαιτίας τῆς ἄκρας πτωχείας του δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει τοὺς τόκους γιὰ τὴν ἑπόμενη χρονιά, ζητᾶμε ἀπὸ αὐτὸν –τί ἀπανθρωπιὰ– καὶ ἄλλους τόκους. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς πληρώσει, παίρνουμε ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει καὶ τὸν διώχνουμε ἀπὸ τὸ χωριό του μὲ ἄδεια χέρια, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν συγχωροῦμε σὰν ἀδελφό, καὶ ἐκτελώντας τὴν θεία ἐντολή, νὰ καλύπτουμε ὅλες τὶς βιοτικές του ἀνάγκες.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀντέξει τὸ βάρος τῶν ἐργασιῶν καὶ ἔργων ποῦ τοῦ ἐπιβάλλουμε συνεχῶς, καὶ θελήσει νὰ φύγει κάπου ἀλλοῦ, δὲν τὸν ἀφήνουμε, ἂν δὲν πληρώσει τὰ καθιερωμένα χρήματα, ἐπειδὴ ἔζησε στὸ χωριὸ μᾶς τόσα χρόνια, ξεχνώντας τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ βάσανα ποῦ ὑπέστη, ὑπηρετώντας τὶς ἀνάγκες μᾶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του στὰ κτήματά μας.
——————————————————————————–
(Μέρος 2ο)
Ἐφόσον εἴμαστε τόσο ἀνελεήμονες πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς μας, ἀκόλαστη ψυχή μου, καὶ δὲν τοὺς δείχνουμε καμμία συμπόνια καὶ ἀνθρωπιά, πῶς δὲν φοβόμαστε τὴν φοβερὴ Κρίση καὶ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς πεῖ «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιόν το ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»; Γιατί;
Γιατί «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατε μέ, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετε μέ, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετε μὲ Ἰ»[1]. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ προσθέτει: «ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε»[2].
Φοβερὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ρητό, ἀκόλαστη ψυχή μου, καὶ τρομερὴ εἶναι ἡ καταδίκη, ἰδιαίτερα γιὰ μᾶς, τοὺς ἀκολάστους μοναχούς, ποῦ δῆθεν ἔχουμε ἀρνηθεῖ κάθε ἀδικία, κάθε ἀνομία καὶ κοσμικὴ ἀπληστία, καὶ δώσαμε ὅρκο στὸν Θεὸ νὰ ἀγαπήσουμε στὸ μέλλον τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία σὲ κάθε ἄνθρωπο γενικῶς καὶ ἰδιαίτερα σὲ ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ δυστυχίες.
Ἀλλά, ξεχνοῦμε τοὺς ὅρκους μας καὶ φερόμαστε τόσο ἀπάνθρωπα στοὺς χωρικούς, τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ ἀδελφούς Του, λέγοντας γι’ αὐτοὺς ξεκάθαρα διὰ στόματος τοῦ μακαρίου Δαυίδ: «ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι ἐν σωτηρίω, παρρησιάσομαι ἐν αὐτῶ»[3].
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐννοεῖ τὸ ἑξῆς. Μολονότι φαίνεται προσωρινὰ νὰ σιωπῶ μπροστά σε ὅσους ἀδικοῦν καὶ σὲ ὅσους μὲ διαφόρους τρόπους προσβάλλουν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, δὲν θὰ σιωπῶ πάντοτε, ἐπειδὴ μὲ κάθε τρόπο θὰ τοὺς ὑπερασπισθῶ καὶ θὰ ἐκδικηθῶ αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἀδικοῦν.
Τὸ ἴδιο δηλώνει ὁ Κύριος καὶ ἀλλοῦ διὰ στόματος τοῦ ἰδίου λέγοντας: «Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ»[4]. Καὶ ἀκόμη ἀλλοῦ λέγει: «ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων»[5]. Ἂν εἶναι ἔτσι, ψυχή μου, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλιῶς, τότε γιατί εἴμαστε τόσο ἀναίσθητοι σὲ αὐτά;
Γιατί δὲν μᾶς φοβίζει ἡ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἄσπλαγχνο πλούσιο ποῦ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς, καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, καθὼς καὶ γιὰ τὸ πῶς οἱ παρθένες διώχτηκαν ἀπὸ τὸν θεῖο γάμο; Καὶ ἀκόμη περισσότερο, πῶς νὰ μὴν μᾶς πείσει αὐτὸς ὁ φιλάργυρος, ποῦ τὸν ἐπιτίμησε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ Κύριος λέγοντας: «Ἄφρον, ταύτη τὴ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου· ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἔσται»[6];
Ἡ μήπως δὲν γνωρίζεις, ψυχή, τὸ σοφὸ ρητό του προφητάνακτος Δαυίδ: «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον»[7]. Ἀληθῶς ἄφρων εἶναι καὶ θεωρεῖται ὁποῖος δὲν καταλαβαίνει τὸ «τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιά του Θεοῦ καθήμενος», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ποῦ μᾶς προτρέπει λέγοντας: «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ»[8].
Ἄφρων καλεῖται αὐτός, ἐπειδὴ κατανοεῖ τὴν δύναμη τῶν θείων ἐντολῶν ἀσεβῶς καὶ ἐσφαλμένα, καὶ γι’ αὐτὸ περιπλανιέται στὰ σταυροδρόμια τῶν προσωρινῶν ἀπολαύσεων καὶ ματαιοτήτων αὐτοῦ του κόσμου, ἀπολαμβάνοντας καὶ χαιρόμενος μὲ αὐτά, ὅπως τὸ σκουλήκι χαίρεται τὴν λάσπη, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ σέρνεται καὶ στὴν ὁποία θὰ πεθάνει, ὅταν αὐτὴ ξεραθεῖ.
Νὰ ἐγερθοῦμε ἐπὶ τέλους, ψυχή μου, καὶ νὰ καθαρίσουμε τὰ νοερὰ μάτια μας ἀπὸ τὴν σαπίλα ποῦ μαζεύτηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς ἀπειθαρχίας καὶ τῆς παραφροσύνης μας. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ καθετὶ ποῦ μᾶς ἀφορᾶ πρέπει νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ βελτιώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ μοιράσουμε καλῶς, σύμφωνα μὲ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποῦ μαζέψαμε κακῶς, ἀντίθετα πρὸς τὶς θεῖες ἐντολές.
Ἄν, ἡ ἀλήθεια ἐκείνου ποῦ μοίρασε στοὺς ἐνδεεῖς τὸν πλοῦτο τοῦ παραμένει μαζί του εἰς τὸν αἰώνα, ἡ ἀδικία τοῦ ἀσπλάγχνου παραμένει καὶ αὐτὴ μαζί του στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες μέσα στὶς φλόγες τῆς κολάσεως. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἀνελεήμονα ἔχει εἰπωθεῖ δίκαια· «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωή σου»[9]. Ἃς μιμηθοῦμε, ψυχή μου, ἐκεῖνον τὸν σοφὸ οἰκοδεσπότη ποῦ ὑποδέχτηκε τὸν Σωτήρα καὶ εἶπε: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση των ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἰ τινὸς τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν»[10].
Ἃς ἔχουμε, ψυχή μου, καλὴ μετάνοια καὶ ἐπαινετὴ βούληση, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκούσουμε αὐτὴν τὴν θεία φωνή: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἐγένετο»[11]. Ἕως πότε θὰ παραμείνουμε κουφοὶ στὴν θεία διδασκαλία, ποῦ μᾶς διατάζει λέγοντας: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[12];
Ἃς φοβηθοῦμε, ψυχή, ἃς φοβηθοῦμε τὴν ἀπειλὴ τοῦ θείου διδασκάλου, ποῦ λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπεν καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμὶν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις»[13].
Αὐτὴ ἡ δίκαιη ἀπειλὴ ἀφορᾶ ἰδιαιτέρως ἐμᾶς, ἀκόλαστη ψυχή, ποῦ μαζεύουμε πολὺ πλοῦτο, ἐνῶ δὲν θέλουμε νὰ δώσουμε οὔτε ὀβολὸ στοὺς ζητιάνους, μολονότι αὐτοὶ μὲ δάκρυα πέφτουν στὰ πόδια μας καὶ παρακαλοῦν, καὶ ὅμως ἐμεῖς τοὺς προσπερνοῦμε καὶ δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τοὺς βλέπουμε.
Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ δίκαιος Κριτής, ἀφοῦ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν ἐλεοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ποῦ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο: «ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος»[14]. Καὶ οὔτε θὰ γευθοῦμε τὰ ἀγαθά, ποῦ ἑτοιμάστηκαν γιὰ τοὺς δίκαιους, ἀφοῦ πεινᾶμε καὶ διψᾶμε γιὰ τὴν ἀδικία καὶ ὄχι τὴν δικαιοσύνη.
Ἃς μὴ μείνουμε, ψυχή μου, σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τοῦ νοῦ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν πώρωση, ἀλλὰ ἃς φοβηθοῦμε τὴν τρομερὴ ἀπειλὴ Αὐτοῦ, ποῦ λέγει: «Πλὴν οὐαὶ ὑμὶν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμὶν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε»[15]. Ἃς ἀφήσουμε ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπιστία πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ἀγανακτεῖ ἡ καρδιά μας.
«Τὶς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα»[16]; Οἱ παραβάτες τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του ἀπὸ μεγάλη περιφρόνηση καὶ ἀδιαφορία φέρονται ἀπερίσκεπτα, νομίζοντας ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν δείχνοντας μετάνοια, ἂν καὶ κατ’ οὐσίαν δὲν εἶναι πραγματική, ἐνώπιόν του δικαίου Κριτὴ γιὰ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα στὴν διάρκεια ὁλόκληρής της ζωῆς τοὺς τὸν ἐξόργιζαν συνειδητὰ καὶ ἑκούσια.
Βεβαίως καλὴ εἶναι, ψυχή μου, ἡ μετάνοια, ποῦ δίδεται ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν τελευταία μας πνοὴ μὲ δάκρυα καὶ μεγάλη θλίψη τῆς καρδιᾶς, μὲ πικροὺς στεναγμοὺς καὶ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν κλαπέντων. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι καλὴ γιὰ ὅσους, λόγω τῆς ἀγνοίας τῆς μελλούσης Κρίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀναμενομένων βασάνων, ζοῦσαν ἄνομα.
Ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν δοθεῖ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ σὲ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, ἐν γνώσει ὅλων αὐτῶν, ποδοπατοῦν ἑκούσια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νομίζουν ὅτι κατὰ τὴν τελευταία πνοή τους θὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ. Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς φεύγουν αἰφνιδίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, χάνοντας, πρὶν πεθάνουν, τὸ δῶρο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν συνείδησή τους καὶ παρουσιάζοντας ἐλεεινὸ θέαμα σὲ αὐτοὺς ποῦ τοὺς βλέπουν, ἀφοῦ μένουν ἄφωνοι καὶ ἀκίνητοι καὶ ὑποφέρουν φοβερὰ βάσανα γιὰ πολλὲς ἡμέρες.
Κάποιοι ἄλλοι ἔφυγαν ἀμέσως χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία γιὰ μετάνοια. Ἐπειδὴ τὰ γνωρίζει ὅλα αὐτά, πολὺ σωστὰ ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς μᾶς προτρέπει λέγοντας: «Σύνετε δὴ ταῦτα οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάση καὶ οὐ μὴ ἡ ὁ ρυόμενος»[17].
Ποιοὶ εἶναι, ψυχή μου, αὐτοὶ «οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ»; Δὲν εἶναι αὐτοί, ποῦ ποδοπατοῦν συνειδητὰ τὶς σωτήριες ἐντολές Του, ἂν καὶ γνωρίζουν καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή; Τὸν λόγο μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ θεϊκὸς ψαλμωδός, ποῦ τὸν ὑμνεῖ σαφῶς λέγοντας: «Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτᾶς»[18].
Ἀπὸ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ «μεμνημένοι τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτᾶς», δηλαδὴ αὐτοὶ ποῦ τὶς ἐκτελοῦν εἶναι αὐτοὶ ποῦ θυμοῦνται τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτοὶ ποῦ ποδοπατοῦν τὶς ἐντολὲς Τοῦ θεωροῦνται δικαιολογημένα ὡς αὐτοὶ ποῦ λησμονοῦν τὸν Θεό.
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ Αὐτὸς τοὺς λησμονεῖ, ὅπως τὸ λέγει ὁ ἴδιος διὰ τοῦ προφήτη Του, τοῦ Ὠσηέ, πρὸς αὐτοὺς ποῦ ποδοπάτησαν τὶς ἐντολὲς Τοῦ Π τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους: «Ὠμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ ἔχων γνῶσιν· ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, καγῶ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοί· καὶ ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου, καγῶ ἐπιλήσομαι τέκνων σου. Κατὰ τὸ πλῆθος αὐτῶν οὕτως ἥμαρτον μοί· τὴν δόξαν αὐτῶν εἰς ἁμαρτίαν θήσομαι»[19].
Κάνουν φοβερὸ λάθος, ψυχή μου, ὅσοι ἁμαρτάνουν ἐν γνώσει τους καὶ ἐλπίζουν νὰ λάβουν τὴν σωτηρία μὲ τὴν ἀνέφικτη καὶ ἄγνωστη μετάνοια κατὰ τὴν τελευτή τους: «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται»[20], λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος.
Γι’ αὐτὸ ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη τῆς ψυχῆς καὶ ἃς μετανοήσουμε ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅσο μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν ἡ ἄκρα φιλανθρωπία καὶ ἡ Χάρη Του. Ἐπειδὴ «καιρῶ δεκτῶ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρα σωτηρίας ἐβοήθησα σοί· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[21]. «Ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς»[22]. Ἀλλὰ ὅμως εἴπαμε ἀρκετὰ γι’ αὐτό.
Ἃς δοῦμε τώρα, ἂν θέλεις, ἂν ζοῦμε τὴν ζωὴ μᾶς σύμφωνα καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μακαρισμούς. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»[23]. Ἐδῶ, ψυχή, ἔχω μία μεγάλη ἀπορία. Πῶς νὰ ἐπαινέσω ἄξια τὴν ἄρρητη καὶ ἐξαιρετικὰ γενναιόδωρη χάρη, ποῦ μᾶς χαρίζει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος;
Στοὺς μακαρισμούς, ποῦ ἔχουμε ὡς τώρα ἀναφέρει, ἔχουν δοθεῖ ὡς ἀνταμοιβὴ οἱ κατάλληλες τιμὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενὸς καὶ στὸν βαθμὸ τῆς βελτιώσεώς του. Ἐδῶ ὁ Κύριος ὑπόσχεται τὴν ὑψηλοτάτη κορυφὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποῦ συνίσταται στὸ νὰ δοῦμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο, μυστικὰ καὶ νοερά, τὴν ἀπαθῆ καὶ μακάρια οὐσία Του.
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία ὁ θεῖος ψαλμωδὸς λέγει: «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ;»[24]. Σὲ ἄλλο χωρίο λέγει: «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοὶ τὴν δόξαν σου»[25].
Ἐδῶ ὁ προφήτης ἀποκαλεῖ χορτασμὸ τὴν πιὸ τέλεια μυστική, ἄρρητη καὶ ἀκόρεστη ἀπόλαυση τοῦ θείου κάλλους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία θὰ ἀξιωθοῦν ὅσοι καθάρισαν ἀρκετὰ τὶς καρδιές τους, ὄχι μόνο ἀπὸ ὅλα τα μιάσματα τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ψυχικὴ ἀρρώστια, δηλαδὴ τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὸν φθόνο, τὴν σατανικὴ ὑπερηφάνεια, τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν καταδίκη του συνανθρώπου, καθὼς καὶ γενικῶς κάθε κακὴ πράξη, τὴν πονηριά, τὴν δολοπλοκία, τὸν δόλο καὶ τὶς πονηρὲς σκέψεις.
Μὲ ὅλα αὐτά, ἀκόλαστη ψυχή, νοσεῖ ἡ καρδιά μας καὶ ἀκόμη πλήττεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς νόσους μὲ διάφορους τρόπους, παραμένοντας ἀναίσθητη.
Γιὰ νὰ εἶσαι βέβαιη ὅτι αὐτὸ ὄντως εἶναι ἔτσι, ἃς ἐξετάσουμε προσεκτικά, ψυχή μου, τὶς πονηρὲς σκέψεις ποῦ ὑπάρχουν στὴν καρδιά μας. Ὁπωσδήποτε ἐκεῖ θὰ βρεῖς νὰ κρύβονται ἡ κάθε παρανομία καὶ ἡ καθόλου θεάρεστη ὑψηλοφροσύνη τῶν Φαρισαίων, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας δικαιολογεῖς σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν θεωρεῖς καλύτερο ἀπὸ τὸν καθένα ποῦ ἀσκεῖται στὴν ἀρετή, καὶ κάθε ἄνθρωπο τὸν θεωρεῖς χειρότερο ἀπὸ σένα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ζεῖ μία ἁγία ζωή.
Ἂν τυχαίνει ὁ πλησίον σου νὰ ἁμαρτάνει σὲ κάτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῆς σάρκας του, τὸν καταδικάζεις ὡς Φαρισαῖος, τὸν ἀποδοκιμάζεις καὶ δὲν παύεις μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐπικρίνεις μπροστά σε ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἂν ὅμως τὸν βλέπεις νὰ ζεῖ ἐνάρετα καὶ νὰ ἐπαινεῖται ἀπὸ ὅλους, ἡ καρδιά σου ἀμέσως πληγώνεται ἀπὸ τὸ βέλος τῆς ζήλειας καὶ σὲ κυριεύει θλίψη ἐξαιτίας τῆς ἐνάρετης ζωῆς τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀποδείχθηκε καλύτερος ἀπὸ ἐσένα μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ εἶσαι ἀναστατωμένη καὶ πληγωμένη ἀπὸ τὸ βέλος τῆς ζήλειας, ἀρχίζεις νὰ τὸν μισεῖς καὶ προσπαθεῖς μὲ κάθε τρόπο νὰ τοῦ βάλεις ἐμπόδιο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸν ἀγώνα του πρὸς τὸ καλύτερο.
Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μιάσματα τῶν κρυφῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν μας; Εἶναι ἀληθῶς τρομερά, ἀπαίσια καὶ πολύμορφα. Ἐπειδὴ μᾶς ἀναστατώνουν ὄχι μόνο το τυχαῖο βλέμμα σὲ μία γυναίκα ἡ στὸ ὄμορφο πρόσωπο ἑνὸς ἐφήβου, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ φωνή τους, ὅταν τὴν ἀκούσουμε, ἥ τα ἐνδύματά τους ποῦ βρέθηκαν στὰ χέρια μας. Ἀλλὰ γιατί νὰ μιλῶ γιὰ τὴν ὅραση, τὴν φωνὴ καὶ τὰ ἐνδύματα;
Πολλὲς φορὲς –μόνο μία, ἡ πιὸ ἀμυδρὴ σκέψη ἡ ἡ ἀκόλαστη ἀνάμνηση γι’ αὐτούς– προκαλοῦν αἰφνιδίως τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας, καῖνε τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ φλόγα, ὥστε ἡ σάρκα ἀρχίζει τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ μαίνεται καὶ νὰ παραφρονεῖ.
Πῶς θὰ γίνουμε ἀντάξιοί της χάρης τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἴμαστε μιασμένοι μὲ τόσους τρόπους στὴν σάρκα καὶ τὸν νοῦ μας; Εἶναι ἀδύνατο, τελείως ἀδύνατο, ψυχή μου, νὰ λάβουμε τὴν Χάρη, πρὶν νὰ νεκρώσουμε «τὰ μέλη ἠμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία»[26], σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον»[27].
Πῶς ὅμως νὰ νεκρωθοῦν «τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», ὅταν τρῶμε ἄφθονα νοστιμότατα φαγητά, λαμβάνουμε πάντοτε χρυσάφι καὶ ἀσήμι, ἀλλὰ καὶ τιμὴ καὶ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ στὴν δόξα καὶ πάντοτε σκοτίζεται ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν ζήλεια καὶ τὸν φθόνο;
Ἐμεῖς, ψυχή μου, ἔχουμε φύγει ἀπὸ τὴν ἐνάρετη καὶ ἀπλανῆ κατοικία τῶν ὁσίων μοναχῶν καὶ πορευόμαστε ἀπερίσκεπτα «ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως»[28], ὄχι ὅμως ὅπως πορευόταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι ζηλωτὲς τῶν ἐπουρανίων ἀγαθῶν.
Αὐτοὶ ἀμέσως ἐγκατέλειψαν τὴν πατρίδα τους, τοὺς γονεῖς, τοὺς συγγενεῖς, τὸ ἄφθονο φαγητὸ καὶ κάθε σωματικὴ ἡσυχία καὶ ἔφυγαν ἀνεπιστρεπτὶ γιὰ τὶς πιὸ ἀπόμακρες ἐρήμους, σηκώνοντας τὸν σταυρό τους, δηλαδὴ τὴν ἑκούσια νέκρωση τῶν σαρκικῶν καὶ πνευματικῶν παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἀκολουθώντας σταθερὰ τὴν σωτήρια ἐντολὴ τοῦ Κυρίου τους, ὁ ὁποῖος λέγει: «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»[29]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Οὕτως οὒν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πάσι τοῖς ἐαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητὴς»[30].
Ἑπομένως, ψυχή μου, θὰ πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε ὄχι μόνο ὅλα τα κτήματά μας, ἀλλὰ καὶ τὶς ἴδιες τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ σαρκικά μας πάθη, καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας νὰ μισήσουμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ τὴν μέλλουσα δόξα καὶ ζωή. Ἐπίσης νὰ ζήσουμε τὴν ζωή μας μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, μὲ εὐσέβεια καὶ μὲ ἦθος. Καὶ ἀφοῦ πράξουμε ὅλα αὐτά, ἃς ποῦμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιᾶς μᾶς μαζὶ μὲ τὸν προφητάνακτα: «Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ»[31].
Ἂν ἀξιωθοῦμε, ψυχή, νὰ ὑπομείνουμε τὴν θλίψη, τὴν στενοχώρια, τὴν ἁρπαγὴ τῶν κτημάτων μας, τὶς πληγές, τοὺς διωγμούς, τὴν φυλακὴ καὶ τὸν θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸν Θεό, ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας θὰ εἶναι γιὰ μᾶς σταθερή, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο ὁρισμὸ ποῦ λέγει: «Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν»[32].
Καὶ ὅσο διατηροῦμε, ψυχή μου, τὶς προηγούμενες κοσμικές μας συνήθειες καὶ δὲν ἀποβάλλουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, τόσο θὰ ἀναφωνῶ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ: «Εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων.
Εἰς μάτην ὑμίν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης»[33]. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολή, κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ζωῆς τοὺς τρῶνε μὲ κάθε ἀδικία καὶ ἀπληστία τὰ ἔργα τοῦ ἱδρώτα τῶν πτωχῶν καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνομία, τρῶνε ἀληθινὰ τὸν ἄρτο τῆς ὀδύνης καὶ ὄχι τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς.
Αὐτοὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ καταλάβουν ὀρθὰ καὶ θεάρεστα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἡ ὁλοκαυτώματα»[34]. «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα», λέγει. Γιατί; Διότι «ἐν ἡμέρα πονηρὰ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος»[35]. Καὶ ὁποῖος τρώει τὸν πτωχὸ καὶ τὸν καταπιέζει, ζητώντας καθημερινά τους τόκους, εἶναι ξένος πρὸς αὐτὴν τὴν μακαριότητα.
Αὐτὸς δὲν θὰ λάβει τὴν μακαριότητα καὶ τὴν σωτηρία «ἐν ἡμέρα πονηρά», ἐπειδὴ οἱ ἄδικοι καὶ οἱ τοκογλύφοι δὲν κληρονομοῦν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[36].
Καὶ ἂν λόγω τῶν παραβάσεων τῶν προαναφερομένων ἐντολῶν «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας», τότε εἶναι φανερὸ ὅτι λόγω τῶν ἀντιθέτων, δηλαδὴ τῆς ἀληθείας, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλοπτωχείας καὶ τῆς συμπόνιας σὲ ὅσους ζοῦν στὴν θλίψη, «ἔρχεται» ἀπὸ τὸν Θεὸ κάθε χάρη καὶ εὐλογία στοὺς «υἱοὺς» τοὺς θεοσεβεῖς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια: «Ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[37].
Ἔτσι, ψυχή μου, ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα θεόπνευστα ρητά του Ἁγίου Πνεύματος μάθαμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ ἀγαθοῦ Κυρίου μας καὶ τὴν ἀγαθότητά του πρὸς ὅσους Τὸν φοβοῦνται λόγω καὶ ἔργω.
Ἐπίσης μάθαμε καὶ τὴν φοβερὴ «ὀργὴ Θεοῦ» ποῦ «ἀποκαλύπτεταιΙ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικία κατεχόντων»[38], ποῦ ποδοπατοῦν τὶς σωτήριες ἐντολές Του καὶ ζοῦν ἀνάξια του εὐαγγελικοῦ καὶ ἀποστολικοῦ βίου, καὶ πρωτίστως ἠμῶν τῶν ἰδίων, ποῦ ἐν γνώσει μᾶς παραβαίνουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας.
Ἃς μὴ μένουμε λοιπὸν στὴν ἄγνοια καὶ στὴν ἀναισθησία μας, μέσα στὶς ὁποῖες ζήσαμε τὸν προηγούμενο χρόνο τῆς ἀκόλαστης ζωῆς μας, ἀλλὰ ἃς ἐγερθοῦμε ἀμέσως ἀπὸ τὸν βαθὺ ὕπνο τῆς ἀναισθησίας καὶ ἃς φοβηθοῦμε μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ μᾶς τὴν πραγματικὰ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ ἀκόμη περισσότερο ἐκείνη τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποῦ ἔρχεται αἰφνιδίως, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα, ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Κύριός μας[39].
Ἃς εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι καὶ ἃς ἀγρυπνοῦμε ἐφαρμόζοντας ἐπιμελῶς τὶς ἅγιες ἐντολές Του, στολίζοντας τὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς καλὲς καὶ θεάρεστες πράξεις τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀληθείας καὶ τῆς θεοπρεποὺς εὐσπλαγχνίας πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν θλίψη καὶ τὴν ἔνδεια.
Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε ἐν δεξιά του δίκαιου Κριτῆ καὶ θὰ ἀκούσουμε μαζὶ μὲ ὅλους τους δίκαιους τὴν πολυπόθητη καὶ μακαριότατη ἀπόφαση: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[40]. Ἂν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ Σωτήρα μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἀτελεύτητη βασιλεία Του, τότε ἃς ἀποδείξουμε τὴν πίστη μας στὶς ἅγιες ἐντολές Του μὲ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ κουρέλια, ἐπειδὴ ἡ πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρὴ[41] καὶ τελείως ἄχρηστη.
Πρὸς τοὺς ἀναγνῶστες αὐτοῦ του Λόγου
Ἐσεῖς ποῦ χαίρεστε μὲ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ νομοθεσία, νὰ δεχθεῖτε μὲ ἀγαλλίαση τὴν πνευματικὴ δύναμη αὐτοῦ του Λόγου καὶ νὰ τὸν μετατρέψετε μὲ τὴν καλοσύνη σας σὲ ἔργο. Νὰ προσπαθήσετε νὰ τὸν δεχθεῖτε μὲ ἀγάπη καὶ νὰ τὸν προσέξετε χωρὶς ἀμφιβολίες, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Λόγος περὶ μετανοίας περιέχει μέσα του μεγάλο ὄφελος.
Νὰ ἀνταμείψετε, σᾶς παρακαλῶ, τὸν συγγραφέα αὐτοῦ του λόγου μὲ τὶς προσευχές σας, γιὰ νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ μαζί σας νὰ κάνω πράξη τὴν διδασκαλία του. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἃς μὴ μὲ θεωρεῖ, σᾶς ἱκετεύω, ὡς αὐτὸν ποῦ ἔχει ἐκτελέσει πλήρως ὅσα λέγει ὁ λόγος αὐτός, ἐπειδὴ εἶμαι ἀληθινά το ἄκαρπο αὐτὸ δένδρο, δίπλα στὸ ὁποῖο «ἤδη [δὲ] καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν [τῶν δένδρων] κεῖται· πᾶν οὒν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»[42].
Εἶμαι ἐκεῖνος ὁ δρόμος καὶ ἐκεῖνες οἱ πέτρες καὶ ἐκεῖνα τὰ ἀγκάθια, ὅπου πέφτει ὁ σπόρος ποῦ ἔριξε ὁ οὐράνιος Σπορέας καὶ πεθαίνει χωρὶς νὰ Τοῦ φέρει καρπὸ[43]. Εἶμαι τὸ ἄχυρο ποῦ καίει τὸ αἰώνιο πῦρ[44]. Γι’ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, νὰ προσεύχεστε γιὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε νὰ ἀξιωθῶ καὶ ἐγὼ μαζὶ μὲ τὴν ἁγιότητά σας νὰ γίνω τὸ καθαρὸ σιτάρι, ποῦ μαζεύουν στοὺς αἰώνιους σιτοβολῶνες τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δόξα Τῷ Κυρίω εἰς αἰώνα τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
Μέρος 1
[1]. Φίλ. 3, 14, 20.
[2]. Βλ. Ματθ. 25,4.
[3]. Λουκ. 12, 36- 37.
[4]. Βλ. Λουκ. 14,15-20.
[5]. Φίλ. 3, 19.
[6]. Κόλ. 3, 1.
[7]. Ἰω. 12, 26.
[8]. Ματθ. 16, 24.
[9]. Β΄ Πέτρ. 2, 22.
[10]. Λουκ. 9, 62.
[11]. Ρωμ. 13, 12.
[12]. Ἃ΄ Τιμ. 6, 10.
[13]. Ψάλμ. 94, 2.
[14]. Ψάλμ. 33, 16-17.
[15]. Ψάλμ. 2, 12.
[16]. Βλ. Ά/ Θέσσ. 5,2. Β/ Πέτρ. 3,10.
[17]. Ψάλμ. 5, 6-7.
[18]. Ψάλμ. 10, 6.
[19]. Ματθ. 5, 3.
[20]. Ψάλμ. 21, 7.
[21]. Ψάλμ. 130, 1.
[22]. Ἡσ. 26, 15.
[23]. Ματθ. 5, 4.
[24]. Πρβλ. Ματθ. 15,17.
[25]. Ματθ. 5, 5.
[26]. Πρβλ. Ἔφ. 4,22. Κόλ. 3,9.
[27]. Ψάλμ. 81, 1-4.
[2]. Βλ. Ματθ. 25,4.
[3]. Λουκ. 12, 36- 37.
[4]. Βλ. Λουκ. 14,15-20.
[5]. Φίλ. 3, 19.
[6]. Κόλ. 3, 1.
[7]. Ἰω. 12, 26.
[8]. Ματθ. 16, 24.
[9]. Β΄ Πέτρ. 2, 22.
[10]. Λουκ. 9, 62.
[11]. Ρωμ. 13, 12.
[12]. Ἃ΄ Τιμ. 6, 10.
[13]. Ψάλμ. 94, 2.
[14]. Ψάλμ. 33, 16-17.
[15]. Ψάλμ. 2, 12.
[16]. Βλ. Ά/ Θέσσ. 5,2. Β/ Πέτρ. 3,10.
[17]. Ψάλμ. 5, 6-7.
[18]. Ψάλμ. 10, 6.
[19]. Ματθ. 5, 3.
[20]. Ψάλμ. 21, 7.
[21]. Ψάλμ. 130, 1.
[22]. Ἡσ. 26, 15.
[23]. Ματθ. 5, 4.
[24]. Πρβλ. Ματθ. 15,17.
[25]. Ματθ. 5, 5.
[26]. Πρβλ. Ἔφ. 4,22. Κόλ. 3,9.
[27]. Ψάλμ. 81, 1-4.
Μέρος 2
[1]. Ματθ. 25, 41-43.
[2]. Ματθ. 25, 45.
[3]. Ψαλμ. 11, 6.
[4]. Ψαλμ. 145, 9.
[5]. Ψαλμ. 139, 13.
[6]. Λουκ. 12, 20.
[7]. Ψαλμ. 48, 11-12.
[8]. Κολ. 3, 1-3.
[9]. Λουκ. 16, 25.
[10]. Λουκ. 19, 8.
[11]. Λουκ. 19, 9.
[12]. Ψαλμ. 61, 11.
[13]. Ιακ. 5, 1-3.
[14]. Ιακ. 2, 13.
[15]. Λουκ. 6, 24-25.
[16]. Ιων. 3, 9.
[17]. Ψαλμ. 49, 22.
[18]. Ψαλμ. 102, 17-18.
[19]. Ωσ. 4,6-7.
[20]. Γαλ. 6, 7.
[21]. Β΄ Κορ. 6, 2.
[22]. Ρωμ. 13, 12.
[23]. Ματθ. 5, 8.
[24]. Ψαλμ. 41, 2-3.
[25]. Ψαλμ. 16, 15.
[26]. Κολ. 3, 5.
[27]. Εβρ. 12, 14.
[28]. Φιλ. 3, 14.
[29]. Ματθ. 16, 24.
[30]. Λουκ. 14, 33.
[31]. Ψαλμ. 21, 7.
[32]. Ματθ. 5, 11-12.
[33]. Ψαλμ. 126, 2.
[34]. Ωσ. 6,6.
[35]. Ψαλμ. 40, 2.
[36]. Εφ. 5, 6.
[37]. Ψαλμ. 33, 16-17.
[38]. Ρωμ. 1, 18.
[39]. Βλ. Ματθ. 24,36. 25,13. Μάρκ. 13,32.
[40]. Ματθ. 25, 34.
[41]. Βλ. Ιακ. 2,17.
[42]. Ματθ. 3, 10.
[43]. Βλ. Ματθ. 13,3-7. Μάρκ. 4,3-7. Λουκ. 8,5-8.
[44]. Βλ. Ματθ. 3,12. Λουκ. 3,17.
[full_width]
[1]. Ματθ. 25, 41-43.
[2]. Ματθ. 25, 45.
[3]. Ψαλμ. 11, 6.
[4]. Ψαλμ. 145, 9.
[5]. Ψαλμ. 139, 13.
[6]. Λουκ. 12, 20.
[7]. Ψαλμ. 48, 11-12.
[8]. Κολ. 3, 1-3.
[9]. Λουκ. 16, 25.
[10]. Λουκ. 19, 8.
[11]. Λουκ. 19, 9.
[12]. Ψαλμ. 61, 11.
[13]. Ιακ. 5, 1-3.
[14]. Ιακ. 2, 13.
[15]. Λουκ. 6, 24-25.
[16]. Ιων. 3, 9.
[17]. Ψαλμ. 49, 22.
[18]. Ψαλμ. 102, 17-18.
[19]. Ωσ. 4,6-7.
[20]. Γαλ. 6, 7.
[21]. Β΄ Κορ. 6, 2.
[22]. Ρωμ. 13, 12.
[23]. Ματθ. 5, 8.
[24]. Ψαλμ. 41, 2-3.
[25]. Ψαλμ. 16, 15.
[26]. Κολ. 3, 5.
[27]. Εβρ. 12, 14.
[28]. Φιλ. 3, 14.
[29]. Ματθ. 16, 24.
[30]. Λουκ. 14, 33.
[31]. Ψαλμ. 21, 7.
[32]. Ματθ. 5, 11-12.
[33]. Ψαλμ. 126, 2.
[34]. Ωσ. 6,6.
[35]. Ψαλμ. 40, 2.
[36]. Εφ. 5, 6.
[37]. Ψαλμ. 33, 16-17.
[38]. Ρωμ. 1, 18.
[39]. Βλ. Ματθ. 24,36. 25,13. Μάρκ. 13,32.
[40]. Ματθ. 25, 34.
[41]. Βλ. Ιακ. 2,17.
[42]. Ματθ. 3, 10.
[43]. Βλ. Ματθ. 13,3-7. Μάρκ. 4,3-7. Λουκ. 8,5-8.
[44]. Βλ. Ματθ. 3,12. Λουκ. 3,17.
[full_width]