Περιεχόμενα
Εισαγωγή
Βασικά ζητήματα
Δεοντολογία και συνεπειοκρατια
Ιατρική πραγματικότητα
Το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίσει για το θάνατο του - η συνταγματική και νομική διάσταση
Η περίπτωση της Ταίρι Σκιάβο
Φιλοσοφικός επίλογος
Βιβλιογραφία-ΟΕbσίτες
Εισαγωγή
Η ζωή είναι μια εναλλαγή στιγμών και γεγονότων,μερικές φορές αυτή η εναλλαγή έχει την δύναμη να μας επηρεάσει βαθύτατα,ψυχικά και σωματικά.Η πιο ισχυρή επιρροή είναι η ψυχική,θεωρείται συνήθως η πιο επώδυνη ή καλύτερα η πιο ουσιαστική.Ειναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αρκετοί από εμάς έχουν αισθανθεί
πολλές φορές την έλλειψη χρόνου,που σύμφωνα με την επιστήμη της φυσικής ορίζεται ως ο ρυθμός της εναλλαγής των γεγονότων,αυτή η έλλειψη λοιπόν αποδεικνύει την δίψα του ανθρώπου να ζήσει.Αυτή η ανάγκη του για ζωή τον κάνει να φοβάται και να απορρίπτει τον θάνατο,που είναι η φυσική εξέλιξη κάθε ζωντανού οργανισμού.Οι περισσότερες θρησκείες έχουν ως κύριο θέμα τους την μεταθανάτιο ζωή και την κατάργηση του θανάτου,αρκετές φιλοσοφικές θεωρίες ενστερνίζονται την αθανασία της ψυχής(Πλάτων),μεγάλοι πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι βασίστηκαν στην επιθυμία του ανθρώπου για ‘ασφαλή’ ζωή και στον φόβο του για τον βίαιο θάνατο(Χόμπς,Μακιαβέλι).Υπάρχουν όμως και μερικές εξαιρέσεις ανθρώπων που αντί να ζητούν την διατήρηση τους στη ζωή, θεωρούν ότι ο θάνατος είναι μια λύτρωση γι αυτούς, έτσι οδηγούνται στην επιλογή της ευθανασίας . Αυτή την περίπτωση θα προσπαθήσουμε να μελετήσουμε και εμείς σε αυτή την εργασία, θα δούμε επίσης τους λόγους που οδηγούν τα άτομα σε αυτή την επιλογή αλλά θα προτείνουμε και κάποιες θέσεις υπέρ και κατά αυτής της επιλογής.
Η πραγματική έννοια της ευθανασίας γεννήθηκε δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου.
Ανάμεσα βασικά σε κάποιον που υποφέρει από ανίατη πάθηση και στο περιβάλλον του ή το γιατρό που έχοντας εξαντλήσει κάθε θεραπευτικό μέσο δεν μπορεί πλέον να του δώσει έστω και την παραμικρή βοήθεια, έστω και απλή παρηγορητική.
Το δικαίωμα του αποθνήσκειν συζητείται σήμερα ευρύτατα. Δικαίωμα όμως υπάρχει μόνο ζωής και επιτακτική ανάγκη για τη διασφάλισή της. Αλλά κι αν ακόμη μπορούσε να συζητηθεί μια τέτοια φιλοσοφική θεώρηση του δικαιώματος ζωής και θανάτου, αυτή δεν έχει σχέση με την ευθανασία. Συνδέεται περισσότερο με την
αυτοκτονία, κάτι τελείως διαφορετικό, αφού το ίδιο το άτομο, με δική του
επιλογή, κάνει χρήση του δικαιώματος του αποθνήσκειν. Η αναφορά του τελευταίου
αυτού από τους απολογητές της ευθανασίας, επιχειρείται μάλλον σκόπιμα και από
έλλειψη άλλων επιχειρημάτων.
ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Το πρόβλημα της ευθανασίας απασχολεί τη σύγχρονη βιοηθική με ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό. Η βασική έννοια του όρου της ευθανασίας περικλείει την επιλογή της στιγμής του θανάτου με σκοπό τη λύτρωση του ασθενούς από το αίσθημα του πόνου και ενδεχόμενα τη διατήρηση της ακεραιότητας της προσωπικής του αξιοπρέπειας. Η έμπρακτη εκδήλωση της επιλογής αυτής υλοποιείται από ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό. Εδώ εγείρονται θεμελιώδη ηθικά ζητήματα: Μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε κάποιον το ηθικό δικαίωμα να επιλέξει έναν πρόωρο θάνατο; Ποιος είναι ο ηθικά υπεύθυνος για μια τέτοια πράξη; Υπάρχει σχέση μεταξύ ευθανασίας και φόνου;
Αρχικώς, στοχεύοντας στην εννοιολογική διευκρίνηση του όρου της ευθανασίας, οφείλουμε να διακρίνουμε τις τρεις μορφές της: α) Την εκούσια ευθανασία, β) τη μη εκούσια ευθανασία και γ) την ακούσια ευθανασία. Στην πρώτη περίπτωση της εκούσιας ευθανασίας, ο ασθενής διατυπώνει ρητά τη θέλησή του για έξοδο από τη ζωή. Στη δεύτερη περίπτωση της μη εκούσιας ευθανασίας είναι αμφίβολη η γνώμη του ασθενούς καθώς ο ίδιος δεν είναι σε θέση να την εκφράσει ρητώς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται και ο όρος της ευθανασίας με εικαζόμενη συναίνεση. Στην τρίτη περίπτωση, ο ασθενής εκφράζει ή έχει εκφράσει κάποια στιγμή στο παρελθόν την επιθυμία να διατηρηθεί στη ζωή με όλα τα δυνατά μέσα και ανεξαρτήτως από την κατάσταση της υγείας του.
Όλα τα παραπάνω είδη της ευθανασίας χωρίζονται σε δυο μέρη: i) την ενεργητική και ii) την παθητική ευθανασία. Στην πρώτη περίπτωση το ιατρικό/παραϊατρικό προσωπικό δρα ενεργώς και εμπράκτως χορηγώντας στον ασθενή την κατάλληλη ουσία ώστε να επέλθει ο θάνατος. Στη δεύτερη περίπτωση ο ιατρός αποσύρει την ιατρική αρωγή από τον ασθενή ώστε ο θάνατος να επέλθει σταδιακά εξαιτίας της απουσίας της ιατρικής υποστήριξης.
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
Η ηθική προσέγγιση του ζητήματος γίνεται από δυο κύριες σκοπιές, από δυο κύριες "ηθικές σχολές". Από τη μια, το ηθικό ρεύμα της Συνεπειοκρατίας (ή αλλιώς Ωφελιμισμού) και από την άλλη το ηθικό ρεύμα της Δεοντολογίας. Οι Συνεπειοκράτες, θεωρητικώς ορμώμενοι από πολλά και ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα (βλ. Ηδονιστές -Επικούρειοι-, Hume, Bentham, Mill, κ.α.) υποστηρίζουν ότι πρέπει ο άνθρωπος να πράττει εκείνο που θα προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό καλό στο μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων. Το γεγονός της ευθανασίας δηλαδή δεν περιέχει εκ των προτέρων κάποια ηθική αξία, αλλά πρέπει να υπολογίσουμε τις πιθανές αρνητικές και θετικές συνέπειες που θα έχει η πράξη μας αυτή. Μάλιστα ο Άγγλος φιλόσοφος Jeremy Bentham καθιέρωσε ένα σύστημα μαθηματικού υπολογισμού των θετικών και αρνητικών συνεπειών μιας πράξης ώστε το αποτέλεσμα των υπολογισμών αυτών να καθορίσει και την τελική μας πράξη.
Για να εκληφθεί καλύτερα η Συνεπειοκρατική/Ωφελιμιστική θεωρία ας θέσουμε το κάτωθι υποθετικό παράδειγμα:
Η πλούσια και άτεκνη υπερήλικη κυρία Ψ. βρίσκεται σε άγρυπνο κόμμα επί μακρού χρονικού διαστήματος. Δικαιούμαστε ηθικώς να διαπράξουμε την ευθανασία; Για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να υπολογίσουμε αφενός τις θετικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πράξης, όπως λχ η οικονομική λύτρωση των αναξιοπαθούντων κληρονόμων της, η εξοικονόμηση πόρων από πλευράς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η λύτρωση της κυρίας Ψ. από πόνους και λοιπά οδυνηρά συναισθήματα. Αφετέρου οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι λχ η ενδεχόμενη κοινωνική κατακραυγή που θα προκαλέσει μια τέτοια πράξη, οι νομικές συνέπειες, οι ενδεχόμενες τύψεις των κληρονόμων και του ιατρικού προσωπικού, ακόμα και το επιστημονικά παράδοξο ενδεχόμενο ανάκαμψης της υγείας της κυρίας Ψ. και αποκλεισμού της από περαιτέρω ωφέλιμη κοινωνική δραστηριότητα. Αν λοιπόν ο ζυγός των θετικών και αρνητικών συνεπειών κλίνει από τη μια πλευρά ή την άλλη, ο ηθικώς ενεργών άνθρωπος οφείλει να πράξει αναλόγως.
Η συνεπειοκρατική θεωρία πλήττεται εντόνως από το γεγονός ότι αποδεικνύεται στην πράξη επισφαλής. Η φύση του ανθρώπου δεν του επιτρέπει να γνωρίζει με ακρίβεια εκ των προτέρων τις συνέπειες της πράξης του. Η ζωή έχει αποδειχθεί πολλές φορές απρόβλεπτη και ανατρεπτική ώστε κάθε προσπάθεια μαθηματικοποίησής της (όπως στην περίπτωση του Bentham) να αποδεικνύεται ανεπαρκής ως ηθική μέθοδος. Η μόνη βεβαιότητα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε βάσει της συγκεκριμένης μεθόδου είναι η παρατήρηση και αξιολόγηση των συνεπειών, αφού αυτές επέλθουν, δηλαδή εκ των υστέρων. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδεικνύεται ηθικώς χρήσιμο καθότι δεν προσδίδει καμιά πληροφορία στον αν θα πρέπει να πράξουμε κάτι ή όχι, οδηγώντας μας σε ηθική απραξία.
Η σχολή της Δεοντολογίας, στον αντίποδα των Συνεπειοκρατών, υποστηρίζει ότι πρέπει να θέσουμε εκ των προτέρων κάποιες ηθικές αξίες, απέναντι στις οποίες οφείλουμε να είμαστε συνεπείς. Κύριος εκπρόσωπος του ρεύματος της Δεοντολογίας θεωρείται ο Immanuel Kant ο οποίος θεωρεί ως ύψιστη την έννοια του καθήκοντος. Όταν ο ηθικώς ενεργών άνθρωπος αποδώσει ύψιστη αξία στην ανθρώπινη ζωή, οφείλει να είναι συνεπής στην ηθική του αρχή και να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή πέρα από διακρίσεις και περιπτωσιολογίες. Το ίδιο συνεπής οφείλει να είναι ο Δεοντολόγος και όταν θέσει ως ύψιστη ρυθμιστική αρχή των πράξεων και των βουλήσεών του οποιονδήποτε άλλο όρο αντί εκείνου της ζωής.
Στο παράδειγμα λοιπόν που αναφέραμε και νωρίτερα, ο Δεοντολόγος που θέτει ως ύψιστη ηθική αξία εκείνη της ζωής, θα πρέπει να αρνηθεί την πράξη της ευθανασίας υπό οποιαδήποτε μορφή της. Από την άλλη, ο Δεοντολόγος που θέτει άλλη ύψιστη ηθική αξία, όπως λχ εκείνη της αξιοπρέπειας, θα γίνει υπέρμαχος της ευθανασίας ώστε να μην αλλοιωθεί η εικόνα του ασθενούς(εξαιτίας της φθοράς που προκαλεί ο πόνος και οι ιατρικές διαδικασίες) στα μάτια της κοινωνίας που τον γνώριζε μέχρι τούδε δυνατό και ακμαίο.
Η Δεοντολογία παρουσιάζεται αρχικώς ως μια πιο ασφαλής μέθοδος καθότι δεν εμπίπτουμε στα "εφόσον" και τα ενδεχόμενα της Συνεπειοκρατίας. Παρόλαυτα, οι φιλόσοφοι Hume και Moore διαπίστωσαν ένα βασικό σφάλμα στο οποίο εμπίπτουν πολλές Δεοντολογικές σχολές, καθώς και θρησκευτικά δόγματα τα οποία παρουσιάζονται εξόχως δεοντολογικά. Το σφάλμα αυτό ονομάστηκε "Φυσιοκρατική πλάνη" και σημαίνει τη σύγχυση μεταξύ των προτάσεων του "είναι" και του "πρέπει". Για παράδειγμα είναι εσφαλμένο να πράξω κάτι καλό με μοναδικό αιτιολογικό ότι ο Θεός είναι καλός. Η φράση "ο Θεός είναι καλός" είναι απλά μια περιγραφική πρόταση και σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αφ’εαυτού της κάποια ηθική επιταγή. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένα αυθαίρετο επιστημολογικό σφάλμα. Πέρα από το γεγονός αυτό όμως σε πολλές περιπτώσεις οι δεοντολογικές θεωρίες προσέγγισαν της συνεπειοκρατικές για να αμβλύνουν το απόλυτο και άκαμπτο του χαρακτήρα τους, πετυχαίνοντας περισσότερο μια άνευ ουσίας νόθευση παρά επίλυση των προβλημάτων τους. Επιπλέον, η θεώρηση μιας έννοιας ως ύψιστης στην αξιολογική κλίμακα της ηθικής προϋποθέτει την απόλυτη κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου της, πράγμα αρκετά δύσκολο.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στατιστική έρευνα του Βρετανικού Ιατρικού Συνδέσμου που έλαβε χώρα σε ιαπωνικά νοσοκομεία, δημοσιευμένη ήδη από το 2001 στο επιστημονικό περιοδικό "Journal of Medical Ethics" (J Med Ethics 2001; 27:324-330) καταδεικνύει σε αριθμούς τη στάση του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού σχετικά με το φαινόμενο της εκούσιας ευθανασίας:
Ένα 54% του ιατρικού και ένα 53% του παραϊατρικού προσωπικού παραδέχθηκε με τη μέθοδο του προσωπικού ερωτηματολογίου (σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 366 ερωτηθέντων) ότι τους έχει ζητηθεί να πράξουν την ευθανασία ενώ μόλις το 5% των γιατρών και το 0% του παραϊατρικού προσωπικού προχώρησαν στην ενεργητική ευθανασία. Παρόλαυτα το 88% των πρώτων και το 85% των δεύτερων πιστεύει ότι μερικές φορές είναι λογικό οι ασθενείς να αιτούνται ευθανασίας τη στιγμή που το 33% των πρώτων και το 23% των δεύτερων πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ηθικώς ορθό και το 22% και 15% αντίστοιχα θα έπρατταν τις διαδικασίες της εκούσιας ευθανασίας αν αυτό ήταν νόμιμο στη χώρα τους.
Η στατιστική αυτή μας δείχνει ότι αφενός κατανοείται η ανάγκη του ασθενούς για πρόωρο τέλος της ζωής του, αφετέρου ηθικώς δύσκολα του αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα είτε με δεοντολογικά, είτε με συνεπειοκρατικά κριτήρια. Μπροστά σε αυτό το δίλημμα, ο ιατρός πιστεύει ότι με την "παράλειψη του πράττειν", με την διακοπή δηλαδή της ιατρικής αρωγής σε ένα άτομο που αιτείται ευθανασίας, γλιτώνει από ενδεχόμενες τύψεις αλλά και νομικές συνέπειες. Ηθικώς όμως η παράλειψη του πράττειν δεν διαφοροποιείται αρκετά από το καθαυτό πράττειν καθότι με την παράλειψη επιτυγχάνεται ο ίδιος σκοπός της ευθανασίας και μάλιστα, πολλές φορές, στην πιο οδυνηρή μορφή για τον ασθενή.
Επιπροσθέτως οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τελικός αξιολογικός κριτής της πράξης της ευθανασίας θα ήταν ολότελα εσφαλμένο να είναι αποκλειστικά το ιατρικό προσωπικό. Η γνώση και η συμβολή του είναι αναμφιβόλως πέρα για πέρα χρήσιμη, όμως το ηθικό ζήτημα οφείλει να αντιμετωπίζεται σοβαρά και λεπτομερειακά από μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων που θα απαρτίζεται τόσο από τους συγγενείς του ασθενούς, όσο και από εκπροσώπους της αρμόδιας επιστημονικής και πολιτικής κοινότητας. Ο ιατρός δεν περιλαμβάνει εξ'ορισμού στην ιδιότητά του το ρόλο του ηθικού αξιολογητή και γι αυτό το λόγο μια πράξη που θα εκπορευόταν από την ηθική στάση του ιδίου και μόνο θα ήταν επικίνδυνη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η σύγκληση επιτροπών ηθικής αξιολόγησης για τέτοια σοβαρά ζητήματα είναι κοινός τόπος σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Είναι απαράδεκτο να συντάσσονται νόμοι και να διαπράττονται πράξεις τεραστίου ηθικού βάρους χωρίς προηγουμένως να έχει μελετηθεί το θέμα εις βάθος από κατάλληλους θεωρητικούς και θετικούς επιστήμονες.
Όταν τελικώς κάνουμε λόγο για ευθανασία πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ομιλούμε περί της εκούσιας ευθανασίας. Οι υπόλοιπες δυο περιπτώσεις της ακούσιας και της εικαζόμενης συναίνεσης ευστόχως παρατηρούνται από πολλούς ως πράξεις φόνου. Το ηθικό υποκείμενο που είναι άμεσα ενδιαφερόμενο για την αυτοδιάθεσή του οφείλει να εκφράσει ρητώς την άποψή του ώστε να προβληματιστούμε στο αν και κατά πόσο η πράξη της ευθανασίας είναι δόκιμη στην εκάστοτε περίπτωση. Οι εικασίες αλλά και ο παρορμητισμός δεν έχουν θέση σε τόσο σοβαρά ηθικά ζητήματα που χρήζουν εκτεταμένης μελέτης. Η φιλοσοφία, πέρα από τις όποιες θρησκευτικές δοξασίες που δικαιούται ο καθένας να ενστερνίζεται, οφείλει να προβληματίζεται συστηματικά και έντονα πάνω στο δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση της ζωής και της αξιοπρέπειάς του.
TO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ - Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Το δικαίωμα του ατόμου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του
κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος, που αποτελεί εξειδίκευση και
συγκεκριμενοποίηση της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 § 1 του
Συντάγματος). Μέσω του δικαιώματος αυτού, σε συνδυασμό και με το άρθρο 57 του
Αστικού Κώδικα, προστατεύονται όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, με τις οποίες
ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και εκφράζεται ως προσωπικότητα και για τις οποίες δεν
υφίσταται άλλη ρητή συνταγματική διάταξη. Το Κράτος δηλαδή υποχρεούται να απέχει από ενέργειες, με τις οποίες εμποδίζεται αυτή η ανάπτυξη· και επιπλέον να
λαμβάνει θετικά μέτρα για να τη διευκολύνει.
Ερωτάται βεβαίως, εάν στην έννοια της ανάπτυξης της προσωπικότητας μπορεί να
υπαχθεί και η δυνατότητα του ατόμου να αρνηθεί την περαιτέρω συνέχιση θεραπείας,
σε περίπτωση που αυτή δεν συνδέεται με καμιά προοπτική ιάσεως, αλλά συνεπάγεται
μόνο επώδυνες στιγμές. Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι συντελεί στην "ανάπτυξη της
προσωπικότητας" η άρνηση μιας θεραπείας, όταν πιθανολογείται ότι το αποτέλεσμα
θα είναι ο θάνατος;
Εάν εδώ αναφερόμεθα στον ασθενή που μπορεί να λάβει αποφάσεις και να τις
πραγματοποιήσει (π.χ. γνωρίζει ότι ευρίσκεται σε τελευταίο στάδιο καρκίνου και
επιθυμεί να πεθάνει στο οικογενειακό του περιβάλλον), τότε η απάντηση είναι
καταφατική. ΄Ήδη έχει γίνει προ πολλού δεκτό ότι ο ασθενής δεν είναι δυνατόν να
"εξαναγκασθεί" σε θεραπεία, εάν αυτό αντίκειται στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές
του δοξασίες.
Η πρόσφατη Σύμβαση περί Βιοιατρικής αναφέρεται ρητώς στη συναίνεση του ασθενούς, την οποία θεωρεί ως τη βασική προϋπόθεση που δικαιολογεί κάθε επέμβαση στο πεδίο της υγείας (άρθρα 5 και επόμενα). Στην δε Αιτιολογική Έκθεση της Συμβάσεως υπογραμμίζεται η σημασία της συναινέσεως ως εργαλείου, μέσω του οποίου εκφράζεται η ελεύθερη και αυτόνομη απόφαση του ατόμου και περιορίζονται οι πατερναλιστικές επεμβάσεις από πλευράς των ιατρικών λειτουργών (στοιχείο 33 και επόμενα). Εννοείται ότι η συναίνεση στη θεραπεία ή η αντίστοιχη άρνηση θα πρέπει να βασίζονται σε πλήρη και ενδελεχή ενημέρωση του ασθενούς από πλευράς ιατρικού ή/και νοσηλευτικού προσωπικού.
Κατά την επιγραμματική διατύπωση ενός διαπρεπούς γερμανού ποινικολόγου: "Εάν ο
ασθενής εκδηλώσει την ψύχραιμη και αποφασιστική επιθυμία να σταματήσει την
περαιτέρω θεραπεία (…) ώστε να μπορέσει να πεθάνει ήσυχος, έχουμε κάθε λόγο να
σεβασθούμε αυτή την κυριολεκτικά θανατηφόρο απαίτησή του, όπως ακριβώς τη
σεβόμαστε στην περίπτωση που εκ των προτέρων αποκλείει τη θεραπεία".
Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται κατ΄
ακριβολογία για ευθανασία, αλλά για άρνηση θεραπείας. Όταν γίνεται λόγος για
ευθανασία αναφερόμεθα σε ασθενείς που δεν είναι πλέον σε θέση οι ίδιοι να λάβουν
αποφάσεις για τη ζωή τους ή, πολύ περισσότερο, να τις εκτελέσουν, αλλά
χρειάζονται την "βοήθεια" κάποιου τρίτου, ιατρού ή μέλους του νοσηλευτικού
προσωπικού. Πρόκειται για καταστάσεις, στις οποίες επιδιώκεται να "μετατοπισθεί"
η ευθύνη της απόφασης τερματισμού της ζωής από τον ενδιαφερόμενο στον κατ΄
εξοχήν υπεύθυνο για τη διατήρηση της ζωής: στον θεράποντα ιατρό.
Στο ελληνικό δίκαιο, όπως και σε άλλα δίκαια, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες
ρυθμίσεις που να αναφέρονται στα δικαιώματα του ανιάτως πάσχοντος και στις
αντίστοιχες υποχρεώσεις του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, σε σχέση με
την ευθανασία. ΄Έτσι η εξέταση του θέματος γίνεται με βάση τις συναφείς
συνταγματικές διατάξεις, τις διατάξεις της Συμβάσεως περί Βιοιατρικής (Σύμβαση
του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική, την οποία η Ελλάδα
κύρωσε με τον ν. 2619/1998). και τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα:
Από το
δικαίωμα περί αναπτύξεως της προσωπικότητας που αναφέραμε, σε συνδυασμό με την προστασία της αξίας του ανθρώπου, η θεωρία έχει επεξεργασθεί την έννοια του
"δικαιώματος για ένα αξιοπρεπή θάνατο". Το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού
είναι ασαφές και αμφίβολο.
Σε γενικές γραμμές αναφέρεται στη δυνατότητα του
ατόμου να "ρυθμίσει" τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και να λάβει τις
κατάλληλες αποφάσεις, ώστε τα τέλη του να είναι ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και
ειρηνικά.
Ενώ δηλαδή το δικαίωμα στη ζωή σημαίνει ότι η ανθρώπινη ζωή
προστατεύεται έναντι πάσης φύσεως προσβολών, το δικαίωμα για "ένα αξιοπρεπή
θάνατο" σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να εξαναγκασθεί κάποιος να ζήσει, εάν αυτό
συνδέεται με συνθήκες που τις αντιλαμβάνεται ως μαρτύριο.
Η Σύμβαση περί Βιοιατρικής δεν αναφέρεται ρητώς στο θέμα αυτό, περιλαμβάνει όμως μερικές γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των ατόμων που δεν είναι σε θέση να δώσουν τη συναίνεσή τους για διάφορους λόγους:
Στην κατηγορία αυτή
περιλαμβάνονται οι ανήλικοι, τα άτομα με ψυχικές διαταραχές και εκείνα που δεν
είναι σε θέση να διαμορφώσουν μια επιθυμία ή να την εκφράσουν συνεπεία ενός
ατυχήματος ή επειδή ευρίσκονται σε κώμα.
Στην περίπτωση αυτή επεμβάσεις είναι
δυνατόν να διενεργηθούν, μόνον εάν έχουν άμεσο όφελος (άρθρο 6 παρ. 1) και μετά
από άδεια του νόμιμου αντιπροσώπου του ασθενούς ή μιας ειδικής αρχής (άρθρο 6
παρ. 3).
Μια άλλη διάταξη της Συμβάσεως (άρθρο 9) αναφέρεται στις επιθυμίες που έχει
διατυπώσει κάποιος εκ των προτέρων και σε ανύποπτο χρόνο, σχετικά με μια ιατρική
επέμβαση· και ορίζεται ότι οι επιθυμίες αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη,
εάν κατά τη στιγμή της επεμβάσεως το άτομο δεν είναι σε θέση να εκφράσει τη
βούλησή του.
Η διάταξη αυτή δεν διακρίνεται για την σαφήνειά της, την δε ερμηνεία της
δυσχεραίνει επιπλέον και η Ερμηνευτική Έκθεση: Εκεί γίνεται αναφορά σε άτομα που έχουν προβλέψει ότι πιθανόν να μην μπορούν να εκφράσουν εγκύρως τη βούλησή τους την κρίσιμη στιγμή, γιατί θα έχουν π.χ. γεροντική άνοια. Εν συνεχεία, όμως, υποστηρίζεται ότι οι απόψεις που εξέφρασε κάποιος δεν σημαίνει ότι θα πρέπει
απαραιτήτως να ακολουθηθούν. Ο ιατρός θα πρέπει να εκτιμήσει εάν οι επιθυμίες
του ασθενούς ανταποκρίνονται στην παρούσα κατάσταση και αν έχουν ισχύ και με
βάση την εν τω μεταξύ επελθούσα τεχνολογική πρόοδο.
Τέλος, μια από τις γενικές διατάξεις της Συμβάσεως ορίζει ότι το συμφέρον και η
ευημερία του ατόμου έχουν το προβάδισμα έναντι του συμφέροντος της κοινωνίας ή
της επιστήμης (άρθρο 2 παρ. 1). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ευθέως ότι π.χ.
οικονομικής φύσεως υπολογισμοί δεν επιτρέπεται να έχουν καμιά επίδραση στην
απόφαση για συνέχιση ή διακοπή της θεραπείας
Εκτός από τη Σύμβαση οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται στην
κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25) και στην ανθρωποκτονία με συναίνεση (άρθρο 300)
είναι δυνατόν να έχουν εφαρμογή σε ορισμένες περιπτώσεις ευθανασίας.
Για το ατιμώρητο της παθητικής ευθανασίας υπάρχει σχεδόν ομοφωνία ότι πρέπει να
συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) Η νόσος του ασθενούς να είναι - κατά ιατρική πεποίθηση ανίατη - ρέπουσα προς
θανατηφόρο έκβαση και ο θάνατος να πρόκειται να επέλθει σε σύντομο χρονικό
διάστημα.
β) Ο ασθενής να μην έχει δηλώσει ότι επιθυμεί παράταση της ζωής του.
Αν ασθενής
δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, τότε θα πρέπει να
αναζητηθεί η "εικαζόμενη συναίνεσή του", δηλαδή η βούληση που θα δήλωνε, αν
μπορούσε να το κάνει.
γ) Ο δράστης να αποφάσισε την πράξη κινούμενος από οίκτο, μετά από σπουδαία και
επίμονη απαίτηση του θύματος, το οποίο θα πρέπει να έχει διαφωτιστεί επαρκώς για
την κατάσταση της υγείας του και θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη
σημασία και τις συνέπειες της άρνησης της θεραπείας του.
Επιπλέον η απόφαση δεν
θα πρέπει να βασίζεται σε στιγμιαία καταθλιπτική διάθεση.
Σε μια σχετικά πρόσφατη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου κρίθηκε ότι όχι μόνο
σωματικά προβλήματα αλλά και ανίατες ψυχικές διαταραχές μπορούν να ενταχθούν
στις προϋποθέσεις του άρθρου 300 ΠΚ.
Ως γενική αρχή που θα δικαιολογούσε τη διακοπή της θεραπείας ορίζεται ότι η
προοπτικών.
υποχρέωση της θεραπείας τελειώνει εκεί που δεν πρόκειται πια για παράταση της
ζωής αλλά της διαδικασίας του θανάτου· εκεί όπου ιατρικές επεμβάσεις δεν θα
πρόσφεραν καμία λογική βοήθεια, και πολύ περισσότερο θα ξεπερνούσαν τα όρια του
απαιτητού για τον ασθενή και τους συγγενείς του εξ αιτίας της ανυπαρξίας
Κατά τη στάθμιση θα έπρεπε ιδίως να ληφθούν υπόψη πόσο υψηλές είναι οι πιθανότητες για τη διατήρηση της ζωής με τη σχετική θεραπεία· ποιές
παρενέργειες και κίνδυνοι συνδέονται με αυτά τα μέτρα και τι είδους πόνοι και
επιβαρύνσεις για τον ασθενή.
Ως βασικό κριτήριο αναφέρεται ακόμη και η μη
αποκαταστάσιμη πλέον απώλεια κάθε είδους ικανότητας αντίδρασης και επικοινωνίας, η οποία είναι δεδομένη επίσης στις περιπτώσεις μη αποκαταστάσιμης απώλειας της συνείδησης.
Εφ΄ όσον δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία, τα θέματα που ανακύπτουν εξετάζονται από
τα δικαστήρια κατά περίπτωση. Εάν πληρούνται οι όροι του άρθρου 300 του ΠΚ, τότε η ποινή φυλακίσεως μπορεί να κυμαίνεται από 10 ημέρες έως 5 έτη.
Εάν το
Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, τότε θα
πρόκειται περί φόνου εκ προμελέτης, που μπορεί να επισύρει ισόβια κάθειρξη.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΕΡΡΥ ΣΚΙΑΒΟ
της γυναίκας-φυτό που κρατιέται στη ζωή με τεχνητά μέσα εδώ και 15 χρόνια, έχει δημιουργήσει μεγάλη διαμάχη στις ΗΠΑ. Είναι η κοινωνία υποχρεωμένη να διατηρεί την ζωή με οποιοδήποτε κόστος; Η μήπως, από κάποιο σημείο και μετά,θα πρέπει να επιτραπεί στην φύση να ακολουθήσει το δρόμο της; Και ποιος θα κρίνει πότε ήρθε η στιγμή αυτή;
Το 1990, η Τέρρυ Σιάβο ήταν 26 ετών όταν η καρδιά της ξαφνικά σταμάτησε προσωρινά να κτυπά. Το περιστατικό αυτό την άφησε με σοβαρή και μόνιμη βλάβη στον εγκέφαλο.
Τα
τελευταία 15 χρόνια η άτυχη γυναίκα ζούσε σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, στη Φλώριδα, τρεφόμενη με σωλήνα. Ο σύζυγος και κηδεμόνας της, Μάικλ Σκιάβο, έχει πει ότι η Τερρυ δεν θα ήθελε να κρατιέται ζωντανή σε κατάσταση φυτού και έχει ζητήσει την αφαίρεση του σωλήνα.
Όμως, οι γονείς της, Ρόμπερτ και Μαίρη Σίντλερ αμφισβητούν τα κίνητρα του γαμπρού τους, λέγοντας ότι επιδιώκει τον θάνατο της Τέρρυ, για να παντρευτεί μία άλλη γυναίκα, με την οποία έχει κάνει δύο παιδιά.
Οι Σιντλερ διαφωνούν με την διάγνωση των γιατρών, ότι η κόρη τους βρίσκεται σε κατάσταση φυτού μόνιμα και ότι έχει χάσει την εγκεφαλική της δραστηριότητα, την συνείδησή της, και την δυνατότητα να σκέφτεται και να αισθάνεται.
Την βλέπουν να
ανοίγει τα μάτια της και νοιώθουν να τους σφίγγει το χέρι, οπότε πιστεύουν ότι διατηρεί κάποιες αισθήσεις. Όμως, αληθεύει αυτό;
Η Τζάνις Μαρί Βινίκυ, του Κέντρου Ηθικής Δεοντολογίας του νοσοκομειακού κέντρου Ουάσινγκτον, λέει ότι δεν είναι
δύσκολο να μπερδέψει κανείς αυτές τις υποτυπώδεις αυτές αντανακλαστικές κινήσεις με ενδείξεις αναγνώρισης.
«Άτομα που βρίσκονται σε φυτική κατάσταση έχουν ορισμένες φορές κύκλους ύπνου και αφύπνισης», λέει η κυρία Βινίκυ. «Ξυπνούν και ανοίγουν τα μάτια τους. Μάλιστα, δίνουν την εντύπωση πως σε κοιτάνε. Έχουν επίσης κάποιες αντανακλαστικές κινήσεις στα χέρια και στα πόδια. Όμως τίποτα από αυτά δεν γίνεται με πρόθεση ούτε και σε μόνιμη βάση».
Η περίπτωση Σκιάβο πήγε στο δικαστήριο της Φλόριδας το 2003. Ο δικαστής, δικαίωσε τον Μάικλ Σκιάβο και διέταξε να αφαιρεθεί ο σωλήνας σίτισης της συζύγου του, αλλά η απόφαση αυτή καθυστέρησε λόγω νομικών προβλημάτων. Ο κυβερνήτης της πολιτείας και αδελφός του προέδρου Μπους, Τζεμπ Μπους, βοήθησε να εγκριθεί νομοσχέδιο που προέβλεπε την επανατοποθέτηση του σωλήνα. Στην συνέχεια, ο νόμος αυτός απορρίφθηκε από το ανώτατο πολιτειακό δικαστήριο, ως αντισυνταγματικός.
Οργανώσεις που υπερασπίζονται το δικαίωμα της ζωής, πραγματοποιούν διαδηλώσεις και ασκούν πολιτικές πιέσεις για την δημιουργία νομοσχεδίων που να ανατρέπουν την
απόφαση του δικαστηρίου της Φλόριδας.
Η Ντόροθυ Τιμπς, που είναι μέλος της οργάνωσης «Εθνική Επιτροπή για το Δικαίωμα Ζωής, είπε: «Η Τέρρυ Σίντλερ Σιάβο, δεν έχει κάποια ανίατη ασθένεια. Απλά παρουσιάζει κάποιο είδος αναπηρίας. Και αν το καλοεξετάσει κανείς, η περίπτωσή της έχει να κάνει με τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες».
Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής λένε ότι χρειάζεται ομοσπονδιακή παρέμβαση, ειδικά σε περιπτώσεις όπου υφίστανται αμφιβολίες για την ιατρική διάγνωση και όπου υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας.
Όμως, η Τζάνις Μαρί Βίνικυ λέει ότι οι οργανώσεις αυτές δεν ενδιαφέρονται τόσο για την διαδικασία, όσο για το τελικό
αποτέλεσμα, το οποίο συνάδει με τις θρησκευτικές και πολιτικές τους απόψεις, άσχετα με την ποιότητα της ζωής του άλφα ή βήτα ατόμου και άσχετα με το κόστος της φροντίδας.
«Νομίζω ότι θα κοστίσει πολλά περισσότερα χρήματα για το κοινωνικό σύνολο», λέει η κυρία Βίνικυ «και δεν είμαι σίγουρη ποιό τελικά θα είναι το όφελος. Τι προσπαθούμε να επιτύχουμε; Ποίος είναι ο τελικός μας στόχος; Είναι η διατήρηση της ζωής; και αν ναι αξίζει η διατήρηση οποιουδήποτε είδους ζωή και με οποιοδήποτε οικονομικό κόστος; Θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να σώζουμε τους πάντες για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται»;
Οτιδήποτε συμβεί με την Τέρρυ Σκιάβο θα αποτελέσει προηγούμενο που θα μπορούσε να επηρεάσει χιλιάδες οικογένειες στις ΗΠΑ που αντιμετωπίζουν παρόμοια διλήμματα:
πρέπει να διατηρούνται οι ελάχιστες ενδείξεις ζωής μέσω της ιατρικής τεχνολογίας για όσο το δυνατό μακρύτερο διάστημα, ή πρέπει κανείς να αφήνει το αγαπημένο του πρόσωπο να πεθάνει με ηρεμία;
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο θάνατος είναι ένα αναγκαίο κακό που ‘βασανίζει’ το ανθρώπινο γένος από την αρχή της ύπαρξης του. Αναγκαίο θεωρείται επειδή στον θάνατο«οφείλουμε» την ποιότητα και την αξία της ζωής,αν φανταστούμε πως θα ήταν ο ανθρώπινος πολιτισμός αν δεν υπήρχε ο θάνατος,θα δούμε έναν πλανήτη με εκατοντάδες δισεκατομμύρια άτομα,που δεν θα είχαν ελεύθερο χώρο ούτε για να καθίσουν πόσο μάλλον για να δημιουργήσουν επιστήμες,τέχνες και πολιτισμό.Βλέπουμε λοιπόν ότι πίσω από το φρικτό πρόσωπο του θανάτου βρίσκεται η άλλη όψη του νομίσματος της ζωής.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ υποβοηθούμενου από το γιατρό θανάτου και ευθανασίας;
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο πρακτικών, ακόμη και αν συχνά συναθροίζονται.
Η ευθανασία αναφέρεται στη σκόπιμη δολοφονία ενός ατόμου για την ανακούφιση του πόνου.
Μπορεί να γίνει είτε ενεργά με λήψη φαρμάκων ή με θανατηφόρα ένεση ή παθητικά με το να μην τρώει και να αφήνει τον εαυτό του να πεθάνει.
Ο υποβοηθούμενος θάνατος είναι όταν κάποιος άλλος παρέχει στο άτομο πληροφορίες και βοήθεια ώστε να τερματιστεί η ζωή του πάσχοντος.
Η επιστήμη είναι σε θέση να επιφέρει το θάνατο και γίνεται με τη βοήθεια ενός γιατρού για αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-WEBSITES
A.Giddens, Κοινωνιολογία, μτφ.επιμ. Δημ.Γ.Τσαούσης, Gutenberg, Αθήνα 2002
Contemporary debates in applied ethics, Edited by Andrew I. Cohen and Christopher Heath Wellman, Blackwell publishers
Jenny Teichman, Social Ethics, A student’s guide. Blackwell publishers
John Rawls, Θεωρία Δικαιοσύνης, Πόλις, Αθήνα 2001)
Γρηγόρης Μολύβας, Δικαιώματα και Θεωρίες Δικαιοσύνης (Rawls, Dworkin, Nozick, Sen), Πόλις, Αθήνα 2004
Θ.Βεϊκος, Αναλυτική φιλοσοφία, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2000
M.Δραγώνα-Μονάχου, Σύγχρονη ηθική φιλοσοφία, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1995
Ν.Αυγελής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Παπαδήμας, Θεσσαλονίκη 2001
Π.Κ.Σούρλας, Justi atque injusti scientia, Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995
http://www.bioethics.org.gr
tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria
www.focusmag.gr/articles
www.protopapadakis.gr/dilemmagreek.htm
filosofia.gr/thematafilosofias.php
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΘΕΜΑ- ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ Α.Μ.210068
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΠΕΡΓΕΛΕΣ
Α.Μ.210067