Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου.
Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ.
Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ.
Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία.
Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο.
Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό.
Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου.
Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά.
Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία.
Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες.
Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο.
Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου.
Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά.
Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.]
Και για ν' αλλάξουμε τόνο.
Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης.
Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα.
Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια.
Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.
Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε.
Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδελφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια.
Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι "ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη".
Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι "δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του". Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο. Το έργο, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.
Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται.
Κατά την Πολυδούρη μάλιστα ήταν εκείνος που πρώτος εξομολογήθηκε τον έρωτά του.
Του πρότεινε να παντρευτούν, μα εκείνος δεν θέλησε. Εκείνη το απέδωσε στο χρόνιο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε.
Μαρτυρία του φίλου του Χ. Σακελλαριάδη, αλλά και το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνουν πως δεν είχαν οι δυο τους ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες.
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Ψυχιατρικής Πέτρος Χαρτοκόλλης, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν΄αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης».
Και συνεχίζει, «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν.
Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του την προέβαλλε στους άλλους-πολύ εύκολο για την φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε-πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας, που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του, για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».