Υπάρχουν κάποια ζητήματα —ελάχιστα— που εγκιβωτίζουν τόσο ανθρώπινο πόνο, τέτοια παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ιδιωτικότητας, που καθίστανται θέματα-ταμπού.
Έχω θελήσει πολλές φορές να γράψω κάτι για το θέμα της υποβοηθούμενης ευθανασίας, αλλά ο σεβασμός και το δέος, τόσο για την εμπειρία αυτών που βρέθηκαν ή βρίσκονται σε κατάσταση που τους αναγκάζει να τη ζητούν, όσο και για το ενδεχόμενο εγώ ο ίδιος να βρεθώ κάποτε σε αντίστοιχη θέση, είναι απλώς αποτρεπτικά.
Το ζήτημα αυτό τίθεται συνήθως (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό) όποτε κάποιος ή κάποιοι τραβούν τα φώτα των ΜΜΕ — είτε επειδή κυνηγούν το θέμα δικαστικά, είτε επειδή αψηφούν τον νόμο, είτε επειδή χρησιμοποιούν τους κανόνες της δημοσιότητας για να προχωρήσουν τη συζήτηση.
(Το ίδιο άλλωστε ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις διεκδίκησης δικαιωμάτων και ελευθεριών που αντιβαίνουν στην κυρίαρχη θρησκευτική, νομική ή κοινωνική κουλτούρα).
Το να κρίνει κάποιος ηθικά ή αξιολογικά έναν άνθρωπο που υποφέρει τόσο ώστε να εκλιπαρεί για ένα γρήγορο τέλος μάλλον δοκιμάζει τα όρια της ηθικής και της ανθρώπινης υπόστασης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάποια στιγμή δεν πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή, αποστασιοποιημένη συζήτηση για το θέμα της υποβοηθούμενης ευθανασίας.
Μία συζήτηση χωρίς συναισθηματικούς ή ηθικούς εκβιασμούς.
Χωρίς προσωποποίηση και προσβολή της αξιοπρέπειας.
Χωρίς θρησκευτικά ταμπού και σκοταδιστικές προκαταλήψεις.
Τα επιχειρήματα υπέρ της νομιμοποίησης της ευθανασίας είναι μάλλον προφανή: η αποφυγή του ανυπόφορου πόνου στο τελικό στάδιο ανίατων ασθενειών και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει πιθανότητα ανάκαμψης· το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος· η διατήρηση της ελάχιστης ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η άσκηση του δικαιώματος αυτού κατά τα φαινόμενα δεν προσβάλλει και δεν περιορίζει την ελευθερία τρίτων· επομένως, πέραν των θρησκευτικών περιορισμών, σε ένα πρώτο επίπεδο η ανάγκη νομιμοποίησης φαίνεται αυτονόητη.
Το αντεπιχείρημα στην υποβοηθούμενη ευθανασία δεν έχει να κάνει με το άτομο —με τον ένα άνθρωπο που υποφέρει— αλλά με το κοινωνικό σύνολο.
Η νομιμοποίηση και η ομαλοποίηση της επιλογής μπορεί σε βάθος χρόνου να καλλιεργήσει την προσδοκία ότι ένας ηλικιωμένος ή ένας άνθρωπος σε τελικό στάδιο θα επιλέξει, αργά ή γρήγορα, τον δρόμο αυτό.
Δεν χρειάζεται καλπάζουσα φαντασία για να σκεφτεί κανείς πώς η ελευθερία αυτή μπορεί να συντελέσει σε μία ευρύτερη αναθεώρηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, του νοήματος της ύπαρξης και του τι μπορεί να συμβεί σε μία κουλτούρα που θεοποιεί τη νεότητα, την ομορφιά, την ευκολία και την άνεση και απαξιώνει τους ηλικιωμένους ανθρώπους, την πίστη, την υπομονή, την προσπάθεια.
Είναι εξαιρετικά πιθανό —μάλλον δεδομένο— ότι η ευθανασία θα νομιμοποιηθεί στο όχι απώτερο μέλλον· «ο ρους της ιστορίας» οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Από τις επιλογές που πλέον έχουν στη διάθεσή τους οι γονείς (π.χ., έλεγχος για κληρονομικές ασθένειες, επιλογή διακοπής κύησης, επιλογή του φύλου) και από αυτές που πιθανότατα θα έχουν προσεχώς (επιλογή φυσικών χαρακτηριστικών) μέχρι την αυτοδιάθεση του σώματος μας και την ελευθερία διαμόρφωσης κάθε σταδίου της ζωής μας, τα μεγάλα αφηγήματα των θεσμών του κράτους, της κοινωνίας, της πατρίδας και της θρησκείας υποχωρούν, ενώ τα μικρά καθημερινά αφηγήματα της ατομικής επιλογής θριαμβεύουν (ασχέτως του ότι μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας εμφανίζονται ως αυτόκλητοι προστάτες και ανάδοχοι των ελευθεριών αυτών — με το αζημίωτο φυσικά).
Η στιγμή του θανάτου είναι το τελευταίο σύνορο — το τελευταίο καθολικό απομεινάρι υποταγής του ατομικού σώματος στους νόμους του κράτους.
Είναι επίσης δεδομένο ότι αυτή η νομιμοποίηση θα προωθηθεί και θα ακολουθηθεί από τη δημιουργία μίας αγοράς («market») βασισμένης στο δικαίωμα, στην ελευθερία, στην επιλογή του τέλους.
Η ευθανασία και τα υλικά και συμβολικά προϊόντα που σχετίζονται με αυτήν θα γίνουν σύντομα ένας ακόμα τρόπος έκφρασης της ατομικής μας ταυτότητας, ένας ακόμα τρόπος σχεδιασμού και αναπαράστασης του προσωπικού μας αφηγήματος, όπως ήδη συμβαίνει σε πολλές χώρες με την προεπιλογή και προπληρωμή κάθε λεπτομέρειας που σχετίζεται με την κήδευση ενός ανθρώπου — από τα τραγούδια της τελετής και τις δραστηριότητες των προσκεκλημένων μέχρι το υλικό του φερέτρου και τη διαχείριση της σορού.
Είναι απολύτως πιθανό, για την ακρίβεια είναι γραμμική προέκταση της πολιτισμικής μας εξέλιξης, ότι σε μερικές δεκαετίες —και με εξαίρεση τους πολλούς θανάτους από ατυχήματα, πολέμους εγκλήματα, φυσικές καταστροφές, αμέλεια ή αδιαφορία— η έννοια του φυσικού τέλους και η έννοια της μη επιλογής του τέλους θα περιθωριοποιηθούν.
Το ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες σήμερα (πρέπει να) είναι: πώς επιτρέπεις στο άτομο που υποφέρει να τερματίσει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι το άτομο αυτό δεν έχει υποστεί έμμεση ή άμεση πίεση, είτε από το οικογενειακό του περιβάλλον, είτε από την ευρύτερη κοινωνία; Και επίσης: τι θα σήμαινε για μία κοινωνία η απώλεια της βίωσης και συλλογικής μνήμης του ανυπόφορου πόνου και της απόλυτης ματαιότητας;
Λέοναρντ: «Γιατί πρέπει κάποιος να πεθάνει;»
[...]
Βιρτζίνια: «Κάποιος πρέπει να πεθάνει ούτως ώστε εμείς οι υπόλοιποι να εκτιμάμε τη ζωή περισσότερο.
Είναι η αντίθεση».
[ Michael Cunningham & David Hare, Οι Ώρες ].