Περί φωτός - Point of view

Εν τάχει

Περί φωτός





Το φως, ο ορατός κόσμος, η Ιδέα και το πνεύμα. Και οι Μάγοι της Βηθλεέμ.

Στη διήγηση της Γενέσεως το φως είναι το πρώτο συγκεκριμένο δημιούργημα του Θεού που κλήθηκε στην ύπαρξη με μία άμεση προσταγή: Γενηθήτω φως.

 Πριν το φως, ο Θεός είχε δημιουργήσει τον ουρανό και τη γη, αλλά η διήγηση δεν μας αναφέρει με ποιο τρόπο, ούτε και ποια μορφή είχε η ύπαρξή τους πριν τη δημιουργία του φωτός.

Η προνομιακή θέση του φωτός στη διήγηση της κοσμογονίας της Γενέσεως, όπως και σε άλλες διηγήσεις και αναφορές, αντανακλά την ιδιαίτερη θέση του στη φυσική και αισθητική μας πραγματικότητα.

 Το φως είναι απαραίτητο για τη ζωή όπως τη βιώνουμε, και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του φωτός και τις διάφορες πτυχές της —τα χρώματα, τις μορφές, τις κινήσεις των σωμάτων, έμβιων και άβιων— κατέχει ειδική θέση ανάμεσα στις αισθήσεις μας.

 Η όραση είναι η μόνη αίσθηση που δεν απαιτεί ούτε τη φυσική επαφή, ούτε τη διαμεσολάβηση ενός υλικού —αέρα, νερού, μετάλλου— για τη λειτουργία της.

 Η αίσθηση του ήχου προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πυκνού μέσου: σε κενό αέρος δεν διαδίδεται ο ήχος, όσφρηση και γεύση απαιτούν τη σωματική επαφή με το αισθανόμενο, την εισπνοή του οσφραινόμενου, την εισαγωγή του γευόμενου στο στόμα — διαδικασίες που μπορεί να αποβούν και μοιραίες εάν το οσφραινόμενο ή το γευόμενο είναι τοξικό ή γενικά βλαβερό για την υγεία.

 Η αφή απαιτεί και αυτή τη φυσική επαφή με το αισθανόμενο αντικείμενο, κάτι που επίσης μπορεί να έχει μοιραίες συνέπειες.


Η όραση απαιτεί για τη λειτουργία της μόνο φως και διαφάνεια, δηλαδή τη δυνατότητα της ύλης να είναι διαπερατή από το φως.

 Και, επειδή η διαφάνεια δεν είναι ιδιότητα μόνο της ύλης αλλά και του χώρου, η όραση μπορεί να λειτουργεί και στο κενό.

 Η όραση έχει επίσης τη μεγαλύτερη διαστατικότητα από τις άλλες αισθήσεις — κάθε σημείο του οπτικού μας πεδίου χαρακτηρίζεται από πέντε συντεταγμένες: δύο γεωμετρικές και τρεις χρωματικές (τόνος, φωτεινότητα και κορεσμός) και μας δίνει πρόσβαση και στην αισθητική διάσταση των πραγμάτων και μάλιστα όχι μόνο στην αίσθηση του ωραίου που βασίζεται στην κίνηση, όπως η αρμονία του χορού ή το ωραίο σε ένα χρονικό γεγονός, όπως π.χ. μία θεατρική παράσταση, αλλά και στην αίσθηση του ωραίου που υπάρχει στο ακίνητο, π.χ. σε ένα γλυπτό, σε έναν πίνακα ή σε ένα τοπίο.

 Σε αντίθεση με την όραση, η ακοή μάς δίνει πρόσβαση μόνο στο ωραίο της κίνησης, π.χ. στην αρμονία μιας μελωδίας.


Τι κάνει το φως τόσο ιδιαίτερο, ώστε ακόμα και ο ίδιος ο Θεός να το δημιουργήσει ξεχωριστά και πριν από κάθε άλλο συγκεκριμένο δημιούργημα και μάλιστα με ειδική αναφορά σε αυτό; Ο Ηegel προσπαθεί να δώσει τη δική του ερμηνεία στο γεγονός στη «Φιλοσοφία της Φύσης», που αποτελεί το δεύτερο μέρος της «Εγκυκλοπαίδειας των Φιλοσοφικών Επιστημών», ακολουθώντας φιλοσοφικά τα γεγονότα της Γενέσεως.




O Hegel ερμηνεύει το κοσμικό γίγνεσθαι ως τη διαδικασία με την οποία η Ιδέα (του παντός) μεταβάλλεται από κάτι που υφίσταται ως αφηρημένη δυνατότητα σε υλική και πνευματική πραγματικότητα.

 Η φύση είναι εκείνο το μέρος της πραγματικότητας όπου η Ιδέα είναι μεν πραγματικότητα αλλά είναι ακόμα «εκτός εαυτού».

 Το φυσικό ον, από το απλό φυσικό σώμα μέχρι το έμβιο, είναι η πραγματοποίηση της Ιδέας χωρίς όμως να έχει επίγνωση του γεγονότος. 

Έτσι, κάθε φυσικό ον υφίσταται κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξή του χωρίς να είναι σε θέση να την επηρεάσει, με μόνη εξαίρεση το πνευματικό ον, στο οποίο η Ιδέα βρίσκεται πλέον «στον εαυτό» της και έτσι δεν έχει μόνο επίγνωση της φύσης του, αλλά μπορεί και να την επηρεάσει — όσον αφορά την πνευματική πτυχή της.


Σε όλη αυτή τη γενεαλογική ταξονομία των όντων, το φως είναι κατά τον Hegel το πρώτο ον στο οποίο η Ιδέα ταυτίζεται με τον εαυτό της, στα πλαίσια όμως του φυσικού γίγνεσθαι. 

Το φως είναι η πρώτη συγκεκριμένη φυσική ουσία, το πρώτο συγκεκριμένο ον, το οποίο ταυτίζεται με τη φύση του.

 Αλλά, επειδή είναι ακόμα φύση και όχι πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρξει ως κατάσταση, δηλαδή σε ηρεμία, αλλά μόνο ως κίνηση.

 Το φως είναι η πρώτη ύπαρξη σε κίνηση και η πρώτη κινούμενη ύπαρξη χωρίς εξωτερικό κινούν.

 Είναι το αριστοτελικό πρώτο κινούν, η natura naturans του Σπινόζα.


Ως πραγματική υλική κίνηση, το φως είναι και η πραγματοποίηση των μέσων της κίνησης — του χώρου και του χρόνου.

 Καθώς κινείται, κάνει τον χώρο και τον χρόνο πραγματικότητα.

Εκεί όπου είναι, το φως έχει ήδη διανύσει μία απόσταση στον χώρο σε μία συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.

 Έτσι, η ταχύτητα του φωτός είναι ένα οριακό μέγεθος του φυσικού κόσμου και μία φυσική σταθερά — κάτι που οι φυσικοί της εποχής του Hegel δεν μπορούσαν να καταλάβουν και που έγινε γενικά αποδεκτό όταν ο Einstein διατύπωσε τη Θεωρία της Σχετικότητας ως συμπλήρωμα και τελείωση της νευτώνειας φυσικής.


Ο χώρος και ο χρόνος που δημιούργησαν το πρώτο φως —αυτό της Γενέσεως ή αυτό του Big Bang— είναι το πεδίο μέσα στο οποίο εξαπλώνεται ο υπόλοιπος υλικός κόσμος και ο κόσμος του πνεύματος.

 Είναι ο κόσμος που περιέχει πηγές φωτός —τα άστρα— και σώματα που αντανακλούν το φώς.

 Είναι ο κόσμος της ημέρας και της νύχτας, της λιακάδας και της συννεφιάς, της πανσελήνου και του νυχτερινού ουρανού όπου λάμπουν τα μυριάδες διαμάντια του γαλαξία.

 Είναι ο κόσμος των χρωμάτων, των σχημάτων και των μορφών.

 Ο κόσμος όπου αναπτύσσεται η ποικιλία της ζωής και εκτυλίσσεται το καθημερινό δράμα της.

Το φως κάνει τον κόσμο ορατό και ανοίγει τον δρόμο στην δεύτερη ταύτιση της Ιδέας με τον εαυτό της, στο πνεύμα.

 Το πνεύμα είναι το δεύτερο φως, αυτό που ο Καρτέσιος και οι μετά αυτόν φιλόσοφοι αποκαλούν lumen naturale.

 Το πνεύμα ως ενσαρκωμένο πνεύμα, ως ανθρώπινος νους, κατανοεί τη φύση του κόσμου, αλλά για να την κατανοήσει πρέπει πρώτα να την προσεγγίσει διαμέσου των αισθήσεων.

 Και η πρώτη αίσθηση είναι —όπως είδαμε— η όραση.


Όμως το πρώτο φως αιχμαλωτίζει τον νου στο εδώ και τώρα, στην εμφάνιση των πραγμάτων, και αποσπά την προσοχή του από τη φύση τους. 

Αυτή γίνεται ορατή στο φως του νου όταν το πρώτο φως έχει φύγει — τη νύχτα.

 Τη νύχτα, το σύμπαν μάς παρουσιάζεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια (σε μια νύχτα όμως που δεν είναι μολυσμένη από το φως των δρόμων και των οχημάτων, κάτι που είναι σπάνιο να βιωθεί από τον σημερινό κάτοικο της πόλης). 

Με τη δύση του ηλίου πετά η γλαύκα της Αθηνάς, κατά τον Hegel, και δεν είναι τυχαίο το ότι ο Πλάτων στους «Νόμους» αναθέτει τις διαβουλεύσεις για τα σημαντικά πράγματα της πόλης, για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, για την κατανόηση και την ερμηνεία των νόμων, στο «Νυκτερινό Συμβούλιο».


Το φως είναι η ταύτιση της Ιδέας με τον εαυτό της.

 Ως πρώτο φως, ως πρώτη φυσική οντότητα, κάνει τον κόσμο αισθητή πραγματικότητα και, ως δεύτερο φως, ως πνεύμα ή νους, τον καθιστά κατανοητό, παρέχοντας στα φυσικά όντα την ιδέα τους.

 Η σχέση αυτή αποτυπώνεται και στη διήγηση των Χριστουγέννων: οι Μάγοι οδηγούνται από το αστέρι της Βηθλεέμ, από μια πηγή πρώτου φωτός στην πηγή του Θείου φωτός.

 Και οδηγούνται γιατί κατανοούν τη σημασία του φαινομένου: εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο.


via

Pages