Αλληγορία**
Μιά κρίση μαστίζει τήν ἐποχή μας. Χρειάζεται κάτι νά γίνει. Κάτι πού νά μᾶς ὠθήσει σέ μιά γνήσια πορεία.
Σ’ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει τό σύνθημα τῆς νέας περιόδου: «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»!
* * *
1. «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός».
α) «Τά πάντα… Χριστός»!
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναφέρει ὅτι ἀπό τό Χριστό ξεκίνησαν τά πάντα καί πρός Αὐτόν ὁδηγοῦνται τά πάντα (Κολ. α΄ 16-18). Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν» (Ἰωάν. α΄ 3).
β) «… Καί ἐν πᾶσι Χριστός».
Ὁ Χριστός εἶναι τά «πάντα καί ἐν πᾶσι», δηλαδή γιά ὅλους. Ὁ ἀπ. Παῦλος, κάνει λόγο γιά τή νέα κατάσταση τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου (Κολ. γ΄ 11). Ὁ Χριστός εἶναι γιά ὅλους τό πᾶν. Ὁ μόνος Κύριος καί Σωτήρας, ἡ ζωή καί ἡ ἐλπίδα, τό Α καί τό Ω.
2. Τί εἶναι ὁ Χριστός;
α) Ὁ Χριστός εἶναι «ὁ Μονογενής» Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ…
Αὐτό πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν…». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Σαρκωθείς Θεός», Αὐτός πού γίνεται ἄνθρωπος καί ζεῖ ἀνάμεσά μας «πάσας τάς ἡμέρας» τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ὁ «Σταυρωθείς Θεός». Εἶναι ὁ «Ἀναστάς Θεός». Εἶναι ἀκόμα καί ὁ «Ἀναληφθείς Θεός».
β) Ὁ Χριστός εἶναι ἀκόμα ὅ,τι διακηρύσσει ὁ Ἴδιος γιά τόν ἑαυτό Του, μέσα στήν Ἁγία Γραφή:«Ἐγώ εἰμι…».
γ) Ὁ Χριστός εἶναι ἀκόμα ἡ Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Τίποτε ἀνώτερο ἀπό τό Χριστό δέν ὑπάρχει. «Ἐν αὐτῷ εἰσιν οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. β΄ 3).
δ) «Τὰ πάντα». «Πάντα ὑμῖν, ὁ Χριστός ἔσται, καί ἀξίωμα καί γένος» (Χ). «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός· καί ἐν πᾶσιν ὑμῖν αὐτός» (Χ).
ε) «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός».
Ὁ Χριστός ἦλθε σέ μᾶς γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Νά ἐπιθυμοῦμε ὅ,τι Αὐτός ποθεῖ. Νά μισοῦμε ἐκεῖνο πού Αὐτός μισεῖ. Νά γίνουμε «ὡς ὁ Χριστός, ἐπεί καί ὁ Χριστός ὡς καί ἡμεῖς». Ὁ Χριστός εἶναι τό πρότυπο, πού πρέπει νά μιμηθοῦμε. Γιά πολλούς ὅμως εἶναι ἄγνωστος. Ἴσως δέν τόν ἀπορρίπτουν, ἀλλά Τόν παραμερίζουν.
στ) Ὅμως ἄς ἔρθουμε στόν π. Εὐσέβιο. Πῶς ζοῦσε τό Χριστό. Ἦταν γι’ αὐτόν τό πᾶν. Σκοπός καί προορισμός του ἦταν νά «ὁμοιωθῇ πρός τόν Χριστόν». Ὁ Χριστός ἦταν ἡ ζωή του. Πάνω στό Χριστό στήριξε τή ζωή καί τό ἔργο του. Ζοῦσε τό Χριστό.
3. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι χριστοκεντρική.
Κέντρο, λοιπόν, τῆς ζωῆς τοῦ π. Εὐσεβίου, ἦταν ὁ Χριστός.
α) Ἡ πνευματική ζωή εἶναι χριστοκεντρική. Τί θά πεῖ ἡ ζωή μας νά εἶναι χριστοκεντρική; Ὁ Χριστός νά εἶναι τό πᾶν.Σκοπός καί στόχος του «νά ὁμοιωθῆ πρός τόν Χριστόν».
β) Ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Τό νά κάνει τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου. Ἐδῶ κρύβεται καί ἐκδηλώνεται ὁ ἀθεράπευτος ἐγωισμός του.
γ) Ὁ ἄνθρωπος πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του κέντρο τῶν πάντων, ἔχει ἀπομακρυνθεῖ: ἀπό τήν ἀληθινή αὐτογνωσία, ἀπό τούς συνανθρώπους του, ἀπό τόν Θεό.
δ) Ὁ Χριστοκεντρισμός, ἀντίθετα, φέρνει στήν ἀποδέσμευση ἀπό τό ἐγωιστικὸ φρόνημα, ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία, καί στή μεταμόρφωση.
ε) Ὁ Χριστός τά πάντα. Ἄς ἀκούσουμε: Τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τό Τζιοβάνι Παπίνι, τόν ἱερό Χρυσόστομο, καί τόν ἅγιο Συμεών τό νέο Θεολόγο.
4. «Τά πάντα…» Πῶς;
α) Πῶς ἐμεῖς θά τό ἐπιτύχουμε αὐτό;
β) Ὁ ἱερός Χρυσόστομος βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ κάποια ἐρωτήματα:
5. Δύο βασικὰ στοιχεῖα!
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει δυό βασικά στοιχεῖα:
α) Τό ἕνα εἶναι τό μυστηριακό βίωμα. Σ’αὐτό κυριαρχεῖ ἡ θεία Χάρη πού καί ἀσκεῖται, μέ τά ἱερά μυστήρια. Τό Βάπτισμα καί τή θεία Εὐχαριστία.
β) Ἄσκηση καί προσπάθεια. Τό δεύτερο εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα. Κατά τῶν παθῶν καί ἀδυναμιῶν μας. Καί ὅταν κάποτε πέφτουμε, ὑπάρχει ἡ μετάνοια. Ὁ ἀγώνας μας αὐτός νά γίνεται μέ τή βοήθεια καί τήν ἔμπνευση πού δίνει ὁ Χριστός.
Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Χριστό, αὐτός τίποτα ἄλλο δέν ἐπιθυμεῖ. Κοιτάζει τόν οὐρανό, γιατί τό Χριστό ἀγαπᾶ. Βλέπει τή γῆ, γιατί τό Χριστό ἀγαπᾶ.
Στό τέλος μετουσιώνει τόν ἀγώνα αὐτό σέ σύνθημα ζωῆς. Στό «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός».
* * *
Αὐτά φαίνονται φυσικά πολύ πεζά, πολύ τετριμένα. Ὅμως τό νά μιλᾶμε γιά τό Χριστό εἶναι κάτι σημαντικό. Τό νά βιώνουμε τήν ἀλήθεια τοῦ συνθήματός μας αὐτοῦ εἶναι τό ζητούμενο. Νά εἶναι Αὐτός γιά μᾶς τό πᾶν στή ζωή μας.
Νά γίνει κέντρο τῆς ζωῆς μας ὁ Χριστός. Γιά τόν καθένα μας: «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός».
*(Κολ. γ΄ 11)
Είδος: Φορητή εικόνα ΒΧΜ: 002221 Χώρος έκθεσης: IV.1α Κοινωνία και Τέχνη στη βενετική Κρήτη
Χρονολόγηση: Β΄μισό 16ου αι.
Διαστάσεις (εκ.μ.): 54Χ45,5
Δημιουργός: Μιχαήλ Δαμασκηνός
Στο κέντρο της παράστασης ο Xριστός πλαισιώνεται από την Παναγία και τον Iωάννη τον Πρόδρομο, σε στάση δέησης, και τα τέσσερα αποκαλυπτικά σύμβολα των ευαγγελιστών: το λέοντα, τον αετό, τον άγγελο και το μόσχο. Πατάει πάνω στη σφαίρα του κόσμου, που συγκρατείται από δύο μικρούς αντικριστούς αγγέλους και είναι διακοσμημένη με τους αστερισμούς και τον ζωδιακό κύκλο. Ο Χριστός κρατεί με το αριστερό του χέρι Ευαγγέλιο, όπου είναι γραμμένο απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Iωάννη σχετικό με τη θεία μετάληψη, γεγονός που τονίζει το ευχαριστιακό νόημα της σύνθεσης. Tο ιμάτιο που καλύπτει τον Χριστό αφήνει να αποκαλυφθεί το πάνω μέρος του σώματός του. Με το δεξί του χέρι πιέζει την πληγή στη λογχισμένη του πλευρά, από την οποία ρέει αίμα που συλλέγεται σε ποτήρι Mετάληψης από έναν από τους αγγέλους, ενώ δεύτερος άγγελος, δεξιά, κρατεί ένζυμο άρτο (αντίδωρο). Στο πάνω μέρος της εικόνας, δύο ομάδες αγγέλων κρατούν τα Σύμβολα του Πάθους: αριστερά το σταυρό, τη σκάλα και τη λόγχη και δεξιά τον κίονα πάνω στον οποίο μαστιγώθηκε ο Χριστός, τα καρφιά και το σπόγγο.
H σύνθεση της εικόνας, που φέρει στο άνω μέρος την επιγραφή «H Mετάληψις», προσδίδει στο θέμα της Δέησης, στο πάνω μέρος της παράστασης, το συμβολισμό της θείας ευχαριστίας, η οποία αποδίδεται στο κάτω μέρος της εικόνας με θέματα από το Θείο Πάθος και την Eσχατολογία (τέλος του κόσμου, Δευτέρα Παρουσία).
Tο υψηλής ποιότητας έργο αναδεικνύει τεχνοτροπικά στοιχεία πολύ κοντά στις αρχές και τις μεθόδους της κρητικής ζωγραφικής, όπως τουλάχιστον αυτή επιβιώνει τον 17ο και 18ο αιώνα στα Iόνια νησιά. Eικονογραφικά, το θέμα της αλληγορικής απεικόνισης της θείας μετάληψης οφείλει την πρωτότυπη σύνθεσή του σε Δυτικά πρότυπα. Tα δομικά του όμως στοιχεία, υπό την επίδραση των λειτουργικών κειμένων, είναι οικεία στη βυζαντινή εικονογραφία και ανιχνεύονται ήδη σε παλαιότερη εποχή. H εικόνα ακολουθεί με κάθε ακρίβεια την ομώνυμη της Mονής Θεοτόκου Πλατυτέρας στην Kέρκυρα που αποδίδεται στον Mιχαήλ Δαμασκηνό. Ο ζωγράφος αυτός φέρεται ως ο εκφραστής της εικονογραφικής καινοτομίας που απαντά κυρίως στην Kέρκυρα και αντιγράφεται από σημαντικό αριθμό μεταγενέστερων εικόνων. Tο θέμα συνδέεται με τη λεγομένη «Έριδα περί Mετουσιώσεως» (Transsubstantiatio) που κορυφώθηκε στη Δύση κατά τη Mεταρρύθμιση και Aντιμεταρρύθμιση και εξακολούθησε κατά τον 17ο αιώνα. Η διάδοση του εικονογραφικού θέματος του Δαμασκηνού έως και τον 18ο ακόμη αιώνα δηλώνει ότι το ζήτημα εξακολουθούσε να είναι επίκαιρο για την Ορθόδοξη κοινότητα, τονίζοντας τον Άρτο ως ένζυμο (πρόσφορο) και όχι ως άζυμο (όστια).