Love seeketh not itself to please,
Nor for itself hath any care;
But for another gives its ease,
And builds a Heaven in Hell’s despair.
William Blake
«Φερμίνα, περίμενα αυτή την ευκαιρία περισσότερο από μισόν αιώνα, για να σας επαναλάβω άλλη μια φορά τον όρκο της αιώνιας πίστης μου και τον παντοτινό μου έρωτα!». Αυτή η φράση ανήκει στον Φλορεντίνο Αρίσα, τον ήρωα του Ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας. Σήμερα, στα χρόνια της δικής μας χολέρας, η ασίγαστη λησμονιά που εκφράζει ο πρωταγωνιστής του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες μέσα απ’ αυτήν την ασύλληπτη εκμυστήρευση συνιστά είδος προς εξαφάνιση, αν δεν ανήκει ήδη στον σκουπιδοτενεκέ της Iστορίας. Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.
Καθώς οι αρραγείς δεσμοί που οικοδομούνται μέσα από την καθημερινή προσπάθεια και το υπερβατικό πείσμα για συνύπαρξη αρχίζουν να ξεθωριάζουν, όλο και περισσότερο φαίνεται να κερδίζουν έδαφος οι σύνδεσμοι «επαφής», η δικτύωση, η χαλαρή δέσμευση που δύναται να λυθεί χωρίς πόνο, χρονοκαθυστερήσεις και υπερβολικούς συναισθηματισμούς ώστε να μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν ανά πάσα στιγμή, να τη διαλύσουμε με ανώδυνο τρόπο, με ένα τηλεφώνημα, ένα sms ή ένα click. Μια παλίρροια εικονικών σχέσεων παρασέρνει στο διάβα της τα θεμέλια του διαπροσωπικού συσχετισμού· οι ανθρώπινοι δεσμοί αρχίζουν να παίρνουν τα χαρακτηριστικά των επαφών μέσα στην κοινωνία του θεάματος· ένα λειτουργικό σύστημα κατανάλωσης σχέσεων εγκαθιδρύεται τσαλακώνοντας κάθε αίσθηση αυθεντικότητας: σχέσεις τσέπης, one night stand, ημιχωρισμένα ζευγάρια, «λευκοί» γάμοι, αναπαραγωγική «ενοικίαση» μήτρας, τράπεζες σπέρματος, ιντερνετικό σεξ, «χειραφετημένες» μητέρες μονογονεϊκών οικογενειών και ένα σωρό ακόμα μεταιχμιακές καταστάσεις του στιγμιαίου, του εφήμερου, του αποβολιμαίου που μας καλούν να είμαστε σε εγρήγορση, να αγρυπνούμε διαρκώς διότι πάντα στην επόμενη γωνία μπορεί να υπάρχει μια καλύτερη ευκαιρία, ένα ερωτικό εμπόρευμα που μας γνέφει καλύτερες τιμές, σε βελτιωμένη έκδοση, με πιο φανταχτερό περιτύλιγμα. Με τη νοοτροπία της αγοράς να είναι η κύρια ηθική προσταγή που αναγνωρίζεται, ο έρωτας εκφυλίζεται σε επενδυτικό κεφάλαιο, μια ανταλλακτική αντίληψη τον περικυκλώνει, οι σχέσεις γίνονται «κυμαινόμενες», όσο αποδίδουν κέρδη επενδύουμε σ’ αυτές αλλά μόλις χάσουν την αξία τους σήμανε η ώρα να τις αποχωριστούμε πριν ζημιωθούμε· με νηφαλιότητα φυσικά, με τη λογική για σύμμαχο, μακριά απ’ τους κινδύνους της διαίσθησης και της μεταφυσικής των ενστίκτων, πρέπει να έχουμε μονίμως τα πάντα υπό έλεγχο, να σκεφτόμαστε πάνω απ’ όλα τον εαυτό μας, να είμαστε επιφυλακτικοί, να μην χάνουμε το μέτρο, να υπολογίζουμε με μαθηματική ακρίβεια κάθε μας πράξη, να δείχνουμε άνετοι και αψεγάδιαστοι σε κάθε μας κίνηση, να ταξινομήσουμε με αυστηρότητα και να κρατήσουμε σε ασφαλείς αποστάσεις όλα τα «μου» από όλα τα «σου», να κατανοούμε ότι μόλις αρχίζουν οι υπόνοιες δεσμεύσεων και υποχρεώσεων ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε στο επόμενο ράφι.
Έρως, η τελευταία περιπέτεια ανοίγματος στον κόσμο όσο και εναντίωσης σ’ αυτόν, ένα ταξίδι με μοναδικά δεδομένα το άγνωστο και το απρόβλεπτο· άπαξ και εμφανιστεί και κατακλύσει την καρδιά κάποιου, του θέτει ίσως την πιο σκληρή δοκιμασία: να χάσει τα δοσμένα όριά του, να σπάσει τις αλυσίδες της ναρκισσιστικής αυτάρκειας, ν’ ανοιχτεί στον άλλον, ν’ απολαύσει την ετερότητα δίχως δισταγμούς και αμφιβολίες, ν’ αφεθεί στη μαγεία του ανοίκειου, να ψηλαφίσει το αίνιγμα, να προστατεύσει και να φροντίσει όλα αυτά που ο ίδιος δεν είναι. Πρόκειται περί του δικαιώματος να υπερχειλίσει ο ένας πάνω στον άλλον ώστε να ενωθούν τα αντίθετα, χωρίς να καταργηθούν, μέσα στη χαρά και το πλεόνασμα ζεστασιάς. Ο προμηθεϊκός ήρωας που φέρει τις φλόγες του έρωτα είναι αυτός ο «κανένας-άλλος», ο «καθαρός πλησίον», ο «μόνος σωστός», ο σαμποτέρ της μοναξιάς, ο «αλλόκοτος» που θα μας μεταφέρει έξω απ’ τον εαυτό μας, ο πολέμιος του σύγχρονου Νάρκισσου που κρύβουμε μέσα μας και επενδύει στον χειριστικό χαρακτήρα των σημερινών σχέσεων, με βασική μας επιδίωξη να προσαρμόσουμε τον άλλον στις ανάγκες μας, να τον χωρέσουμε στο πρόγραμμα, να τον χρησιμοποιήσουμε, να τον καταναλώσουμε, να τον καθυποτάξουμε, να τον κατατροπώσουμε.
Με τη διακήρυξη της έξαρσης των επιλογών, η υπερκατανάλωση ανθρώπων, ενώ ευαγγελίζεται σχέσεις χειραφετημένες και απελευθερωμένες απ’ τα στερεοτυπικά δεσμά του παρελθόντος, τελικά παράγει την πιο εξελιγμένη και κανοναρχούμενη μορφή κτητικής χειραγώγησης: ο άλλος αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Το σώμα από φορέας αληθούς λόγου του συναισθήματος γίνεται εργαλείο, παραγωγική δύναμη του μαζικού ηδονισμού· τα παιδιά γίνονται καταναλωτικά προϊόντα· η πιστότητα παίρνει διαζύγιο από την αρετή και προωθείται σε οικονομικές συσκευασίες και συγκεκριμένες ποσότητες· η αγάπη φιλτράρεται απ’ τη μηντιακή βιομηχανία γύρω από συμβουλές περί «δούναι και λαβείν»· ακόμη και το φλερτ χάνει τη μυστηριώδη και ποιητική του διάσταση, αναλώνεται σε ένα είδος δημοσίων σχέσεων, όπου το κάθε μέρος πρέπει να αποδείξει στο άλλο τα ψευτο-κατορθώματά του, να ενδύσει την ασημαντότητά του με ένα cool προσωπείο, να διαβεβαιώσει πως είναι «μέσα στα πράγματα». Η συνάντηση ψυχής με ψυχή αναβάλλεται από τη σαγήνευση και την επιδειξιομανία, την έκθεση βιογραφικών αναφορών, την προσφορά και τη ζήτηση του προσωποποιημένου μας status στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα παιδιά της απορριφθείσας αγάπης μεγάλωσαν και στρέφονται προς την επιβεβαίωση, εκλιπαρώντας για την απόδειξη της ύπαρξής τους.
Καθώς η ζωή σήμερα πρέπει να είναι ρυθμισμένη, ρουτινιέρικη, συμμορφωμένη, ορθολογική, γίνεται πρόδηλο ότι ο έρωτας είναι ο νούμερο ένα δημόσιος κίνδυνος για τη διατάραξη αυτής της συνθήκης. Με την ασφάλεια να έχει κηρυχτεί σε κοινωνικό ιδανικό, με κυβερνήσεις να κερδίζουν τις εκλογές απλά και μόνο επειδή τάζουν περισσότερη ασφάλεια, η αβεβαιότητα της ερωτικής περιπέτειας προκαλεί άγχος και τρόμο. Αν υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, μια συγκλονιστική ιδιαιτερότητα στην υπερνεωτερική εποχή είναι ότι η σχέση ενέχει ακριβώς την ίδια αβεβαιότητα με τη μη-σχέση: διότι με αυτή τη διαθεσιμότητα των ανθρώπων σε ερωτικές εμπειρίες και τη γεωμετρική αύξηση των επιλογών θα διατηρούμε συνέχεια την αμφιβολία για το αν κάναμε τη σωστή επιλογή, κατάσταση που πρωτίστως έρχεται να κλονίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, να εντείνει την αβεβαιότητα, να διασπείρει την καχυποψία. Έτσι, ακριβώς επειδή δεν ξέρουμε που θα καταλήξει ο έρωτας προσπαθούμε να τον κανονικοποιήσουμε, να τον εκσυγχρονίσουμε ώστε να γίνει συνετός με τις υπόλοιπες κοινωνικές πρακτικές: ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο, κατανάλωση εικόνων συντροφιάς δίχως την ασφυξία του δεσμευτικού χαρακτήρα των σχέσεων, ανάλαφρο κουβεντολόι και φυσικά πάντα έχοντας τη δυνατότητα να πάμε offline, να διαγράψουμε, να ρετουσάρουμε και να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την αναζήτηση νέων «σχέσεων». Ζευγάρωμα μερικής απασχόλησης και ευέλικτων ωραρίων, κάθαρση του σεξ από ζωώδη ένστικτα, όλα είναι πλέον ζήτημα υγείας και ευεξίας για μια γενιά που έχει γαλουχηθεί από τη θεραπευτική πίστη, τη μάστιγα των ευκαιριών και το ήθος της κινητικότητας, όπου μια μακροχρόνια σχέση με αφοσίωση, ευθύνη και αγάπη, «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», ισχυριζόμαστε ότι ενέχει καταπίεση, υπόνοιες σεξισμού, στασιμότητα, υψηλή διακινδύνευση ότι θα στερηθούμε μια πληθώρα καταναλωτικών «συνευρέσεων». Και δεν φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία απ’ την απώλεια της ταυτότητας του homo consumens.
Η φυγή απ’ το συναίσθημα: επιφανειακότητα, εκφυλισμός του υπαρξιακού συν-είναι, ευνουχισμός της αντίληψής μας γύρω απ’ την εμπειρία η οποία δύναται να αποτιμηθεί ως έρωτας, φόβος μπροστά στη σωματική αλήθεια και τη συναισθηματική ειλικρίνεια, η τρυφερότητα ως απειλή, λαχτάρα για πλήρη παύση της λαχτάρας, η τέχνη του να αποχωρείς από μια σχέση αλώβητος και δίχως τραύματα, όλα υποδηλώνουν τη γενικευμένη εσωστρέφεια και την εγκατάλειψη του ατόμου στον εαυτό του. Για τους σκοπούς της προστασίας απ’ τους άλλους, οι άνθρωποι προτιμούν ομολογουμένως κάτι «flat», χρησιμοποιούν το κοινωνικό λιπαντικό της αβάθειας ώστε να μπορούν να διαχειριστούν τις καταστάσεις: αποκοπή απ’ τις συναισθηματικές περιπλοκές, αποπροσωποποίηση του σεξ, ηδονή δίχως συγκινησιακούς ιλίγγους, ένας τρόπον τινά αυνανισμός πάνω στο κορμί του άλλου. Ο ερωτισμός υποβιβάζεται σε διαφημιστικό σποτ, χωρίς πολλά πολλά λόγια, έργα και πράξεις, μακρυά απ’ τις ζήλιες, τις ματαιώσεις, τις προσπάθειες και τις μεγάλες προσδοκίες. Μόλις η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει, χτυπάει το κουδούνι της λιποταξίας. Να συσφίξουμε μεν δεσμούς, αλλά να τους κρατάμε και χαλαρούς. Οι έντονες σχέσεις, με πάθη και παρορμητικότητα, είναι απειλές για τον εύθραυστο χαρακτήρα των νεονάρκισσων που κατακλύζουν την κοινωνική ζωή. Ο έρωτας, ακόμα κι όταν εμφανίζεται στη ζωή ενός ανθρώπου, δεν αρκεί· τέτοια είναι η δυναμική της εσωτερικής κενότητας στις προηγμένες δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες μας. Το πηγαίο χάνει τη μαγεία του, τα σκιρτήματα και οι αλαλαγμοί της ψυχής χάνουν την αίγλη τους· πλέον, ζούμε στην κόλαση της χειραγώγησης των συναισθημάτων των άλλων, της χρησιμοποίησης τους για την ικανοποίηση των αναγκών μας, της εξυπηρέτησης ενός ορθολογικού σκοπού. Η αγάπη απονεκρώνεται εφόσον φαντάζει ως εξωτερικότητα και ο πλησίον μας ως το απαραίτητο μέσο για την κατάκτησή της, μια τεχνικού τύπου λεπτομέρεια σ’ ένα ευρύτερο καθήκον. Το πρόσωπο του διπλανού μας αλλοιώνεται, δεν έχει σημασία, είναι τέτοια η προσκόλλησή μας στον καθρέφτη που το μόνο που δείχνει να μας ενδιαφέρει είναι η υπέρμετρη προσήλωση στα στάδια της ανέλιξής μας ακόμα και εις βάρος των πιθανοτήτων μιας πραγματικής επαφής και επικοινωνίας.
Τετριμμενοποίηση, κατάθλιψη, ανησυχίες, άγχη, τύψεις, ενοχές, «μπούχτισμα» μέσα στους πραγματικούς δεσμούς· αποτέλεσμα, η εγκαθίδρυση δεσμών πέρα απ’ το πραγματικό, η διαρκής αναζήτηση της διείσδυσής μας στο υπερπραγματικό κύκλωμα ώστε να μεταφέρουμε εκεί όλες τις ακατανίκητες ορμές και τη σχεσιακή έκσταση. Όμως, την ίδια στιγμή η Ιστορία μας διδάσκει πως είμαστε η γενιά της εκφραστικότητας, του «psy», του εσωτερισμού, των «εμπειριών». Πυρηνική αντίφαση που προκύπτει απ’ την κατάρα της τεχνολογικής προόδου: αφενός, μια κομπιουτεροποίηση του έρωτα και της αγάπης, μιαν αδράνεια που προκαλείται απ’ τον ατελεύτητο επικοινωνιακό Λόγο στα social media, μια αποθέωση της «φόρμας», της αποπλάνησης, της χειραγώγησης και των εύκολων απορρίψεων, μια μαζική εγωλατρεία, με την ηδονή να αντλείται κυρίως απ’ το εύρος των likes, των σχολίων, της ποσότητας όσων είναι πρόθυμοι να δώσουν σημασία στη μέθη της αυτοσαγήνευσής μας που μας την προσφέρει το οπλοστάσιο των μικροσκοπικών έξυπνων συσκευών, οι εικόνες, το look, η μόδα· αφετέρου, ανάδυση μιας παραγωγικής δομής συγκινήσεων και μιας ψυχοκουλτούρας του feeling πλαισιωμένων από αντικαταθλιπτικά, extreme sports, καμπάνιες ευαισθητοποίησης, τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης, θεραπείες, σπιριτουαλισμό, new age, πορνογραφία, events, ακτιβισμό, εθελοντισμό, party, φεστιβάλ, λούμπεν «κάψιμο» μέχρι τελικής πτώσης. Είναι τέτοια η απάθεια που δημιουργεί η τεχνολογική μεγαμηχανή, είναι τέτοια η υποβάθμιση της εργασίας και η εκπτώχυνση της κοινωνικής ζωής μέσα στη γειτονιά, στην αγορά του κέντρου, στους θεσμούς των πολιτών, στις πατημασιές των ερωτευμένων ζευγαριών, στα βλέμματα που ανταλλάζουν καθημερινά οι άγνωστοι στις λεωφόρους των μητροπόλεων, είναι τέτοια η ξενότητα προς τους άλλους που πλέον απαιτείται να υπάρχουν διευθυντήρια και εταιρίες συγκινήσεων, εμπειριών, ερωτικών τεχνικών επικουρούμενων από μια scientia sexualis.
Το άνευρο, άοσμο, αδιάφορο, άχρωμο άτομο της υπερνεωτερικής κοινωνίας, της επιστήμης, της «αντικειμενικότητας», της Λογικής, του ρεαλισμού, της τεχνολογίας, το άτομο που δοξολογείται ως απολυτρωμένο από τις ενορμήσεις, τους παραλογισμούς, τα ψυχόρμητα, τις εμμονές και τις κοινοτοπίες του, τελικά είναι το άτομο που βιώνει την πανωλεθρία της αυτονομίας του, της υπευθυνότητας, της συναισθηματικής ενηλικίωσης και της ωριμότητας να συνάπτει σχέσεις και να γεύεται καταστάσεις από κοινού με τους άλλους. Εξ’ ου και η διαρκής άμυνα των νάρκισσων απέναντι στις εξωτερικές απογοητεύσεις: όχι μόνο οι πληγές του έρωτα, μα και το σύνολο των απόκρυφων επιθυμιών μας μάς προκαλεί άγχος και ενοχές επειδή προσκρούουν συνήθως στο παγόβουνο της ratio, του εργαλειακού λόγου, του πραγματισμού, των τετραγωνισμένων προτύπων. Η απώθηση της ανεκπλήρωτης αγάπης προσαράζει στο λιμάνι της φαουστικής κυριαρχίας πάνω στα πάθη, στη «φύση», στο παράλογο, στον αισθηματικό μας ρου· φοβίες, απο-ουσίωση, ανικανότητα και αποστροφή εμφάνισης και καλλιέργειας λιβιδινικών δεσμών με τους άλλους, αναδίπλωση στην αυτοτροφοδοτούμενη αναφορικότητα των gadgets. Ακατάπαυστη αυτοπραγμοποίηση των ανθρωπίνων δεσμών, αδυναμία αναγνώρισης του «είναι» μας, απεγνωσμένη ανάγκη για επιβεβαίωση: ο στρατός των επαγγελματιών και συμβούλων ψυχικής υγείας αναλαμβάνουν δράση· προειδοποιούν· εφιστούν την προσοχή μας· μας υποδεικνύουν να νιώθουμε, τι να νιώθουμε και πόσο να το νιώθουμε: απ’ τη μια, μας καλούν να ερχόμαστε σε επαφή με τα συναισθήματά μας, αλλά παράλληλα προσπαθούν να εξημερώσουν αυτά τα συναισθήματα, να μας μάθουν να τα «διαχειριζόμαστε», διαδικασία αν μη τι άλλο απαραίτητη για την ομαλή ενσωμάτωση των ατόμων στην κουλτούρα του ναρκισσισμού, διαδικασία που τα συναισθήματα φιλτράρονται επιμελώς από ένα πλέγμα διευθυντικών ελέγχων. Στο ένα άκρο μια πανηγυρική απεραντολογία γύρω απ’ την αναζήτηση του εσώτερου εαυτού μας, την επαφή με τις επιθυμίες μας, τον δρόμο προς την αυτογνωσία και στο άλλο άκρο μια μανία για συναισθηματικό management ώστε να μην προχωράμε πολύ, να μην καλλιεργήσουμε υπόνοιες ότι θα πληγωθούμε, ότι θα πνιγούμε στην αγάπη, ότι θα ξελογιαστούμε, ότι θα συμπεριφερθούμε «τρελά». Κάλεσμα στα μέλη της θεραπευόμενης κοινωνίας μας να γίνουν μικρο-γραφειοκράτες του εαυτού τους, να αυτοαξιολογούνται, να ιεραρχούν τις συγκινήσεις τους και να τις αποτιμούν «αποδοτικά» και «αποτελεσματικά». Το χαλαρό, αποστειρωμένο και απαθές mood της στιγμής παίρνει τη σκυτάλη από τον παράφορο, δαιμόνιο και φλογερό έρωτα.
Συναισθηματική αναιμία, συγκινησιακή απομάκρυνση, αισθητηριακή αμάθεια, ηθικός αναλφαβητισμός: η πραγματικότητα γίνεται ακατοίκητη, η πόλη καταπλημμυρίζεται πλέον από άτομα εγκλωβισμένα στον εαυτό τους με τα iPods και το Facebook ανά χείρας. Ο Ζιλ Λιποβετσκί σημειώνει: «παντού συναντούμε τη μοναξιά, το κενό, τη δυσκολία να νιώθουμε, να μεταφερόμαστε έξω απ’ τον εαυτό μας· εξ ου και μια φυγή προς τα μπρος, στις “εμπειρίες” που απλώς μεθερμηνεύουν αυτή την επιζήτηση μιας ισχυρής συγκινησιακής εμπειρίας. Γιατί λοιπόν δεν μπορώ ν’ αγαπώ και να πάλλομαι; Απόγνωση του Νάρκισσου, που είναι υπερβολικά καλά προγραμματισμένος στην απορρόφηση στον εαυτό του ώστε να μπορεί να τον αγγίξει ο Άλλος, να βγει απ’ τον εαυτό του, και ωστόσο ανεπαρκώς προγραμματισμένος, αφού ακόμα λαχταρά μια αισθηματική σχέση». Η μοναξιά μας φέρνει αναγούλα, η συντροφιά μας προκαλεί πνιγμό: άνθρωποι που θέλουν να είναι μόνοι χωρίς να μένουν μόνοι, δεν υποφέρουν τη μοναξιά τους αλλά εξίσου δεν αντέχουν να συνάπτουν δεσμούς, να δοθούν, να δώσουν, να διακηρύξουν την αφθονία, να προσφέρουν τους χτύπους της καρδιάς τους, να σκίσουν τα στήθια τους και να βάλουν μέσα τον Άλλον. Βρισκόμαστε στο θλιβερό σημείο, με την κουλτούρα της συνδεσιμότητας ως μοναδική μας πυξίδα, όπου ενώ έχουμε πιάσει πάτο, να αρχίζουμε με εντατικούς ρυθμούς να τον σκάβουμε για να πάμε ακόμα πιο κάτω. Αν τελικά καταφέρουμε να απαλλαχτούμε απ’ τον Έρωτα, θα είμαστε ήδη νεκροί. Ειδάλλως, ας έχουμε κατά νου ότι η εξουσία μας φοβάται μονάχα όταν είμαστε ερωτευμένοι, μονάχα όταν τα κορμιά μας να αναβλύζουν επιθυμία για ζωή· ή θα πεθάνουμε πριν πεθάνουμε, ή θα ζήσουμε όσο ζούμε:
«Όταν γεμίζουμε με δύναμη – ποιος κάνει πίσω και ποιος φοβάται; και με χαρά; – ποιος σοβαρεύει και λυπάται; Όταν γινόμαστε πολύ κακοί – σαν τι μας περιμένει;
Στολιστείτε, χορέψτε, γελάστε – Ποτέ δεν θα μπορέσω να ρίξω απ’ το παράθυρο τον Έρωτα.»
Αρθούρος Ρεμπώ
Μικρό δοκίμιο περί βιβλιογραφίας
Πίσω απ’ τον κορμό του εν λόγω κειμένου κρύβεται το μνημειώδες έργο του Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή αγάπη: για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών (μτφρ. Καράμπελας Γιώργος, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006), ίσως το πιο ολοκληρωμένο σύγγραμμα για τη μεταμόρφωση του έρωτα και της αγάπης στη ρευστοποιημένη από ηθικά νοήματα και υπερβατικά ιδανικά κοινωνία μας. Όσο δε για τον ναρκισσισμό ως κοινωνιοπαθολογία, το έργο του Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού: η αμερικανική ζωή σε μια εποχή μειούμενων προσδοκιών (μτφρ. Τομανάς Βασίλης, Σκόπελος: Νησίδες, 2002) φαντάζει σαν να τα έχει πει όλα σε τέτοιο σημείο όπου είναι πραγματικά δύσκολο να προσθέσουμε έστω και μια φράση που θα μας πήγαινε παραπέρα απ’ τη διορατικότητα που έδειξε ο συγγραφέας του ήδη απ’ το 1979. Ιδιαίτερη έμφαση, θα άξιζε να δοθεί στο κεφάλαιο «Η φυγή απ’ το συναίσθημα: κοινωνιοψυχολογία του πολέμου των φύλων» (σσ. 183 – 200) του εν λόγω βιβλίου, όπου ο Λας παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η διείσδυση του σύγχρονου καπιταλιστικού φαντασιακού στον ιδιωτικό χώρο έχει καταφέρει να διαβρώσει τις ηθικο-αισθηματικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην καθημερινότητά τους, εντατικοποιώντας τον πόλεμο των φύλων και υποβαθμίζοντας τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους από ένα σύστημα ορθολογικών ελέγχων. Από κει και πέρα, πάνω στο ζήτημα του συλλογικού ναρκισσισμού και της αδυναμίας του να είμαστε μαζί, ως θεμελιακή μορφή της «δεύτερης ατομικιστικής επανάστασης» που επιτελείται στον δυτικό κόσμο απ’ τη δεκαετία του ’80 μέχρι και τις μέρες μας, οι παρατηρήσεις του Ζυλ Λιποβετσκί έχουν να προσφέρουν πολλά στη συζήτηση· βλ. ιδιαίτερα τα κεφάλαια «Η καθαρή αδιαφορία» (σσ. 33 – 44) και «Νάρκισσος ή η στρατηγική του κενού» (σσ. 45 – 68) απ’ το βιβλίο Η εποχή του κενού (μτφρ. Τομανάς Βασίλης, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2009). Σαν δευτερολογία πάνω σε μια ευρύτερη συζήτηση που θίγει το ζήτημα της ορθολογικοποίησης της σεξουαλικότητας, Η ιστορία της σεξουαλικότητας (μτφρ. Μπετζέλος Τάσος, Αθήνα: Πλέθρον, 2011) του Μισέλ Φουκώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μέχρι ενός σημείου ως οδηγός, ειδικότερα για την αποσαφήνιση αυτής της μετάβασης από την ars erotica και τη μύηση στον έρωτα στη scientia sexualis, στην επιστημονική ρύθμιση της κοινωνικής αναπαραγωγής ιδιαίτερα μέσω της παραγωγής αναλυτικών λόγων πάνω στο συναίσθημα. Αντίστοιχες παρατηρήσεις πραγματοποιεί και ο Philipp Rieff στο έργο του The Triumph of the Therapeutic: Uses of Faith after Freud (Νέα Υόρκη: Harper & Row, 1966) όπου, μεταξύ άλλων, το συναίσθημα όλο και περισσότερο προσλαμβάνεται ως μορφή «αρρώστιας» που χρίζει θεραπείας από τους ψυχολόγους, τους κοινωνικούς λειτουργούς, τους συμβούλους και όλον εν ολίγοις τον επαγγελματικό στρατό της ψυχής. Τέλος, το τετράστιχο του Ουίλιαμ Μπλέηκ βρίσκεται στο «The Clod and the Pebble» απ’ την ποιητική συλλογή Songs of Innocence and of Experience ενώ η φράση του Ρεμπώ ανήκει στις «Φράσεις» απ’ τις Εκλάμψεις του.