Ο Ηράκλειτος μιλά για κάποιον «λόγον» που είναι κοινός.
Κοινός δεν σημαίνει βέβαια έμφυτος σ’ όλους τους ανθρώπους, αλλά διάχυτος σ’ όλο τον κόσμο και γι’ αυτό αναγνωρίσιμος.
Ωστόσο, αν και ο λόγος είναι κοινός και θα ’πρεπε να αντανακλά στη σκέψη όλων, οι πολλοί ζουν σαν να είχε ο καθένας τη δική του λογική
(Του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν)...
Λόγος είναι για τον Ηράκλειτο η νομοτέλεια του κόσμου, η πορεία του κόσμου μέσα από αντιθέσεις, η ισορροπία και η αρμονία των αντιθέσεων.
Η συγκρότηση του κόσμου από αντιθέσεις είναι για τον Ηράκλειτο η πιο βασική αλήθεια.
Την αλήθεια αυτή πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι.
Δυστυχώς δεν την κατανοούν ούτε οι μορφωμένοι.
Αυτοί συγκεντρώνουν ένα πλήθος από ειδικές γνώσεις, γίνονται πολυμαθείς, αλλά αγνοούν τη βασική αλήθεια, ενώ άλλοι σχηματίζουν μια λαθεμένη αντίληψη για τον κόσμο, διδάσκουν την διαρχία
(καλό – κακό, φως – σκοτάδι, ζωή – θάνατος).
Σ’ αυτούς που δίνουν μια διεστραμμένη και παραπλανητική εικόνα για τον κόσμο κατατάσσει ο Ηράκλειτος τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Αρχίλοχο, τον Ξενοφάνη, τον Εκαταίο.
Ο Όμηρος ευχόταν να εξαφανιστεί η έρις και ο πόλεμος από την κοινωνία των ανθρώπων
(Έρις εκ των θεών εκ τ’ ανθρώπων απόλοιτο, Ιλιάς Σ 107),
ενώ ο Ησίοδος μεμψιμοιρούσε για την κοινωνική αδικία και έβλεπε κυρίως το κακό, δηλ. τη μια όψη της πραγματικότητας.
Ο Ηράκλειτος διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι όχι μόνο δυσκολεύονται να διακρίνουν την αληθινή νομοτέλεια του κόσμου, παρόλο που είναι ολοφάνερη, αλλά δεν είναι ικανοί ούτε να την καταλάβουν και όταν κάποιος τους την εξηγεί.
Φαίνεται ότι ο Ηράκλειτος έκανε προσπάθεια να διδάξει τη θεωρία του, αλλά δεν γινόταν πειστικός.
Ο Ηράκλειτος προσπάθησε να εξηγήσει την ενότητα του κόσμου υποστηρίζοντας τον αλληλοκαθορισμό των αντιθέσεων.
Ο Αναξίμανδρος υποστήριξε ότι οι αντιθέσεις έχουν κοινή πηγή, ξεκινούν από το άπειρον, άρα έχουν κάτι κοινό, η μία μετέχει στην άλλη.
Άλλοι στοχαστές της αρχαιότητας, και μάλιστα της Ανατολής, αρνήθηκαν την ενότητα του κόσμου, δέχτηκαν δύο αρχές του.
Ο Ζωροάστρης στο Ιράν δίδαξε ότι στον κόσμο κυριαρχεί η πάλη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο θεό του καλού και το θεό του κακού.
Για τους Εβραίους τη δημιουργία του θεού υπονομεύει ο διάβολος ή σατανάς.
Την ίδια διαρχική αντίληψη καλλιέργησε και ο χριστιανισμός.
Οι διαρχικές κοσμοθεωρίες της Ανατολής επηρέασαν από πολύ νωρίς την ελληνική σκέψη
(τους πυθαγόρειους, τον Εμπεδοκλή και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα).
Η επίδραση ασκήθηκε μέσω των Ορφικών συλλόγων.
Η ελληνική σκέψη ήταν ενιστική, όχι διαρχική.
Δεχόταν ότι η πολλότητα, η διαφορετικότητα ή αντιθετικότητα των φαινομένων δεν απειλεί την ενότητα του κόσμου, αλλά είναι θεμέλιο της ενότητας αυτής.
Ο κόσμος είναι πολλά και ταυτόχρονα ένα.
Η θεωρία του Ηράκλειτου δεν είναι μυστικιστική, όπως ισχυρίζεται ο Πόπερ.
Ο Ηράκλειτος λέει βέβαια ότι η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, εννοεί όμως ότι η φύση δεν είναι ένα ολάνοιχτο βιβλίο.
Χρειάζεται κάποια προσπάθεια, για να καταλάβουμε τη νομοτέλεια του κόσμου.
Το μόνο που θα είχαμε να παρατηρήσουμε εδώ είναι κάποια αντίφαση.
Αφού ο «λόγος» είναι διάχυτος και η νομοτέλεια του κόσμου φανερή, γιατί λέει ο Ηράκλειτος ότι η φύση αγαπά να κρύβεται;
Ίσως γιατί οι άνθρωποι παραπλανώνται από διάφορες άστοχες ιδέες ή δεν συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον και την προσοχή τους πάνω στα φαινόμενα και την εσωτερική τους σχέση και συνάφεια.
Η ανακάλυψη αυτή είναι ζήτημα διανοητικής προσπάθειας, είναι νοητική σύλληψη.
Μπορεί ο Ηράκλειτος να λέει ότι οι οφθαλμοί είναι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες απ’ τ’ αυτιά, με τα μάτια όμως μόνο δεν μπορούμε να συλλάβουμε τη νομοτέλεια του κόσμου.
Το παρόν απόσπασμα είναι από το βιβλίο
του Σωκράτη Γκίκα
«Αρχαίοι Έλληνες στοχαστές»
εκδόσεις σαββαλας
Αθήνα 1996
Ο Σωκράτης Γκίκας γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1935. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βόννη. Το συγγραφικό του έργο (φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, αρχαιογνωστικό) ξεκινάει απ' το 1963 και έκτοτε συνεχίζεται διατηρώντας υψηλή ποιοτική στάθμη. Χαρακτηρίζεται από έντονο κριτικό προβληματισμό, θεματική ευρύτητα, νοηματική σαφήνεια και ακριβή διατύπωση λόγου.