Πριν από μερικές μέρες, οι ταμίες της αλυσίδας σουπερμάρκετ Auchan, μιας από τις μεγαλύτερες στη Γαλλία, έκαναν κινητοποίηση για να διαφωτίσουν τους πελάτες σχετικά με τους κινδύνους που διατρέχει το επάγγελμά τους από την ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση των αυτόματων ταμείων, όπως λέγονται. Σύμφωνα με το συνδικάτο των εργαζομένων, μέσα στην επόμενη τριετία απειλούνται 2.000 θέσεις εργασίας, δηλ. το 20% του συνόλου των θέσεων στα ταμεία.
Στα αυτόματα ταμεία, ο πελάτης περνάει ο ίδιος ένα-ένα τα είδη που έχει αγοράσει από έναν σαρωτή ο οποίος διαβάζει τους κωδικούς. Πολλές φορές υπάρχει και ταμίας που εποπτεύει και επεμβαίνει αν κάποιος πελάτης κάνει λάθος χειρισμό και κολλήσει, αλλά αντιστοιχεί ένας εργαζόμενος σε πέντε ή οχτώ αυτόματα ταμεία. Η Amazon προχώρησε περισσότερο –πρόσφατα άνοιξε το πρώτο σουπερμάρκετ (φυσικά στο Σιάτλ) στο οποίο όχι μόνο ταμίες δεν υπάρχουν αλλά ούτε ταμεία –ο πελάτης μπαίνοντας στο κατάστημα «συνδέεται» με το σμαρτόφωνό του, και κάθε αγορά αφαιρείται από τον λογαριασμό του –με το που βγαίνει, οι αγορές του επικυρωνονται.
Τα αυτόματα συστήματα γενικώς και τα ρομπότ ειδικότερα έχουν μπει για τα καλά στον κόσμο της εργασίας. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 10% των σημερινών θέσεων εργασίας θα υποκατασταθούν από κάποιο αυτόματο σύστημα, ιδίως στους ιμάντες παραγωγής, ενώ πολύ περισσότερα επαγγέλματα θα επηρεαστούν. Η επανάσταση της ρομποτικής είναι η επόμενη μεγάλη τεχνολογική επανάσταση –και έχει ήδη αρχίσει.
Για να μην ξεχάσουμε τα λεξιλογικά μας, η λέξη ρομπότ, που είναι βέβαια διεθνής, αποτελεί μια από τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις επιστημονικών όρων που γεννήθηκαν από τη λογοτεχνία. Εμφανίστηκε πρώτη φορά στο θεατρικό έργο R.U.R. (Rossum’s Universal Robots), του μεγάλου Τσέχου συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ, το 1920. Το έργο παρουσιάζει ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει ανθρωπόμορφες αυτόματες μηχανές, που ονομάζονται robot, ένας νεολογισμός του Τσάπεκ. Για την ακρίβεια, ο Τσάπεκ αρχικά είχε σκεφτεί να τους ονομάσει laboři (από τη λατινική ρίζα) αλλά δεν του άρεσε ο ήχος της λέξης και ο αδελφός του ο Γιόζεφ, ζωγράφος και συγγραφέας, πρότεινε το «roboti», από την τσέχικη λέξη robota που σημαίνει «αγγαρεία», «καταναγκαστική εργασία» και «σκληρή δουλειά».
Το έργο του Τσάπεκ μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (το 1923 στα αγγλικά) και παίχτηκε πολύ, κι έτσι ο νεολογισμός καθιερώθηκε. Συνέχισε βέβαια την πορεία του και στη λογοτεχνία, τώρα πια στην επιστημονική φαντασία, όπου ο Ισαάκ Ασίμοφ διατύπωσε, το 1942, τους περίφημους Τρεις νόμους της ρομποτικής (1. Το ρομπότ δεν επιτρέπεται, με πράξεις ή παραλείψεις του, να βλάψει άνθρωπο. 2. Το ρομπότ οφείλει να υπακούει τον άνθρωπο, εκτός αν αυτό θα αντέβαινε στον Πρώτο Νόμο. 3. Το ρομπότ οφείλει να προστατεύει τον εαυτό του, εκτός αν αυτό θα αντέβαινε στον Πρώτο και τον Δεύτερο Νόμο). Έτσι, και η λέξη robotics πλάστηκε από λογοτέχνη, τον Ασίμοφ, και μετά μπήκε στη γενική γλώσσα και έγινε διεθνής κι αυτή.
Στα ελληνικά, η λέξη ρομπότ μπήκε πολύ γρήγορα, και φαίνεται ότι η πρώτη της εμφάνιση συνδέεται ακριβώς με το έργο του Τσάπεκ, το οποίο παίχτηκε στην Αθήνα το 1925 με τον τίτλο «Ρομπότ» –μάλιστα, ένας από τους ηθοποιούς της παράστασης εκείνης ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης. Σε αθηναϊκή εφημερίδα (Έθνος, 2.9.1925) βρίσκω κριτική της παράστασης, όπου χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος (οι Ρομπότ), αν και στη συνέχεια επικράτησε το ουδέτερο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 δημοσιεύονται σε ελληνικές εφημερίδες μεταφρασμένα μελλοντολογικά άρθρα που περιγράφουν ένα μέλλον στο οποίο τα ρομπότ θα κάνουν όλες τις δουλειές.
Το μέλλον αυτό έρχεται τώρα· και θα έπρεπε να χαιρόμαστε που η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος κάνει δυνατό να καταργηθούν ή μάλλον να εκχωρηθούν στα ρομπότ οι πιο επίπονες και πιο βαρετές εργασίες, αφήνοντας στους ανθρώπους πιο πολύπλοκα και απαιτητικά καθήκοντα. Θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε που η κατακόρυφη άνοδος της παραγωγικότητας καθιστά θεωρητικά δυνατή τη δραστική μείωση του ωραρίου εργασίας, ίσως στο μισό του σημερινού.
Θα έπρεπε, αλλά παντού σε όλο τον κόσμο οι εργαζόμενοι ανησυχούν όταν βλέπουν τον αυτοματισμό να καθιστά περιττές και παρωχημένες θέσεις ανθρώπινης εργασίας, έστω κι αν πρόκειται για εργασία επαναληπτική, ανούσια και κουραστική, μια στάση δυσπιστίας που είναι παρόμοια από την εποχή των Λουδιτών, που κατέστρεφαν κλωστοϋφαντουργικά και άλλα μηχανήματα στην Αγγλία τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, έστω κι αν δεν παίρνει πια τέτοιες μορφές.
Βλέπει ο εργαζόμενος στις σημερινές ανεπτυγμένες δυτικές χώρες ότι η πρόοδος, ακόμα κι όταν δημιουργεί τόσες θέσεις εργασίας όσες καταστρέφει, ή και περισσότερες, αφήνει όμως τους πιο ευάλωτους συναδέλφους του στο περιθώριο. Και, το κυριότερο, βλέπει πως δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο από τα οφέλη της τεχνολογικής επανάστασης το καρπώνονται αυτοί που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και όχι εκείνοι που τα δουλεύουν. Βλέπει ακόμα ότι η αλματώδης άνοδος της παραγωγικότητας, που κατά βάση είναι καλό πράγμα, όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση του χρόνου εργασίας ή σε εργασιακή ασφάλεια, αλλά, τις τελευταίες δεκαετίες, σε αδιάκοπη αμφισβήτηση εργατικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί με πολλούς αγώνες και βέβαια χάρη στο αντίπαλον δέος του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν έχει ακόμα πάρει έκταση μεγάλη η υποκατάσταση θέσεων εργασίας από ρομπότ και αυτόματα μηχανήματα, τουλάχιστον όχι τόσο όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εμείς έχουμε την άλλη πληγή, το «υπογράφω για 4ωρο και δουλεύω 8ωρο», με τους εργαζόμενους εύλογα φοβισμένους και την αριστερή κυβέρνηση να μην έχει ακόμα προλάβει να σκύψει πάνω στις απανωτές αυθαιρεσίες στους χώρους εργασίας. Γιατί να επενδύσει σε ρομπότ ο εργοδότης όταν μπορεί με το έτσι θέλω να ρίξει στο μισό τη μισθολογική του δαπάνη;
***********
Πηγή: sarantakos