1.Ένας περιβολάρης κάλεσε κάποτε τον κουμπάρο του για να του κάνει το τραπέζι. Όταν τέλειωσαν το φαγητό, του πρόσφερε για φρούτο καρπούζι από το περιβόλι του. Καθώς λοιπόν ο κουμπάρος έτρωγε, για να τον πληροφορήσει ότι στο περιβόλι υπάρχουν πολλά καρπούζια, του είπε, φάε κουμπάρε, για τα γουρούνια τα’ χουμε.
2. Ένας μαθητής του Δημοτικού δεν έπαιρνε τα γράμματα και η δασκάλα κάλεσε τον πατέρα του για να τον ενημερώσει σχετικά. Όταν αυτός πήγε στο Σχολείο, η δασκάλα του είπε μεταξύ των άλλων, ότι ο γιός του δεν ξέρει τίποτα. Τον ρωτάω πόσο κάνει ένα και ένα, και μου λέει πέντε. Τον ρωτάω ποια είναι η Πρωτεύουσα της Ελλάδας, και μου λέει η Λαμία. Τι πρέπει να κάνουμε; Τότε ο πατέρας της είπε, το βράδυ που θα τον δω, θα του μιλήσω προσωπικά εγώ. Όταν ήρθε λοιπόν το βράδυ, του είπε ο πατέρας του, τι είναι αυτά που μου είπε η δασκάλα για σένα; Τι σου είπε πατέρα, είπε ο μικρός. Ότι δεν προσέχεις στο μάθημα, και δεν απαντάς σωστά στις ερωτήσεις που σου κάνει. Αλλά κάτσε να σε ρωτήσω εγώ τώρα. Πόσο κάνει δύο και δύο; Δέκα είπε ο μικρός. Ποια είναι η Πρωτεύουσα της Ελλάδας; Η Ρώμη είπε ο μικρός. Τότε ο πατέρας με περισσή σιγουριά του είπε. Ε ρε βλάκα, αφού τα ξέρεις, γιατί δεν της τα λες;
3.Ένας αγρότης είχε ξαπλώσει στο περιβόλι του κάτω από μία βαλανιδιά δίπλα στις καρπουζιές, και φιλοσοφώντας έλεγε μέσα του, δεν τα έκανε σοφά ο Θεός. Τόσο μεγάλη η βαλανιδιά, και κάνει τόσο μικρά βαλανίδια, και τόσο μικρή η καρπουζιά, και κάνει τόσο μεγάλα καρπούζια! Ξαφνικά έπεσε στο κεφάλι του ένα βαλανίδι. Τότε το ξανασκέφτηκε και είπε, όλα σοφά τα έκανε ο Θεός. Για να έπεφτε ένα καρπούζι στο κεφάλι μου.
4.Ένας επισκέφτηκε κάποτε ένα Μοναστήρι σε καιρό που είχαν αυστηρή νηστεία και θέλησε και αυτός να νηστέψει όπως οι άλλοι Μοναχοί. Όμως, ασυνήθιστος όπως ήταν, κατέρρευσε σωματικά, και ξαπλωμένος κάτω χάιδευε με το χέρι την κοιλιακή του χώρα. Οι Μοναχοί, για να τον ανακουφίσουν, του έβαλαν στην περιοχή εκείνη λίγο μαλακό βρασμένο ρύζι. Τότε αυτός, με ξέψυχη φωνή και με μια δόση χιούμορ, τους είπε, όοοχι απ’ έξω. Από μέεεσα βάλτε το.
5.Ένας Ελληνοαμερικάνος που βρέθηκε για διακοπές στην Ελλάδα, όταν πήγε σε ένα μανάβικο, έπιασε κουβέντα με τον μανάβη και άρχισε να τον ρωτάει για τα διάφορα προϊόντα που έβλεπε μπροστά του. Τι είναι αυτά; Πατάτες, του είπε ο μανάβης. Αααα, έκανε εκείνος. Εμείς στο Αμέρικα έχουμε κάτι πατάτες νααα, και σχημάτισε με τα χέρια του το μέγεθός τους. Τι είναι αυτά; Αγγουράκια, του είπε ο μανάβης. Αααα, έκανε εκείνος. Εμείς στο Αμέρικα έχουμε κάτι αγγουράκια νααα, και σχημάτισε με τα χέρια του το μέγεθός τους. Τι είναι αυτά; Κολοκυθάκια, του είπε ο μανάβης. Αααα, έκανε εκείνος. Εμείς στο Αμέρικα έχουμε κάτι κολοκυθάκια νααα, και σχημάτισε με τα χέρια του το μέγεθός τους. Αφού λοιπόν αυτός δεν έλεγε να σταματήσει τις ενοχλητικές και περιπαικτικές ερωτήσεις του, τον έκανε να σταματήσει ο απλός μανάβης, γιατί αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά όμως και τον νοικοκύρη. Όταν έφτασε στα καρπούζια που ήταν πολύ μεγάλα, ρώτησε και γι’ αυτά, τι είναι αυτά; ΑΡΑΚΑΣ, του είπε ο μανάβης, και έτσι δεν είπε πλέον Αααα, αλλά χαιρετηθήκαν φιλικά.
Cucamelon: κάτι ανάμεσα σε αγγούρι και πεπόνι στο μέγεθος μπουκιάς
6.Ένας φιλάργυρος προσκολλημένος στα υλικά, βρισκόταν άρρωστος στην εντατική και ήταν του θανατά. Γύρω από το κρεβάτι του είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι δικοί του άνθρωποι. Τότε αυτός άρχισε να ρωτάει με τη σειρά. Είναι εδώ η γυναίκα μου; Εδώ είμαι του απάντησε εκείνη, μη ανησυχείς. Είναι εδώ ο μεγάλος μου γιός. Εδώ είμαι πατέρα, απάντησε εκείνος, μη ανησυχείς. Είναι εδώ ο μικρός μου γιός; Εδώ είμαι πατέρα απάντησε εκείνος, μη ανησυχείς. Είναι εδώ οι τρεις κόρες μου; Εδώ είμαστε πατέρα και οι τρεις, απάντησαν με μια φωνή εκείνες, μη ανησυχείς. Τότε πετάχτηκε, και όσο μπορούσε δυνατά είπε, και ποιον μωρέ αφήσατε στο μαγαζί;
7. Ένας νεαρός επρόκειτο να φύγει από το χωριό για να πάει στην πόλη να εργασθεί. Ο πατέρας του, πριν αυτός αναχωρήσει, του έδινε για πολλή ώρα διάφορες συμβουλές, δηλαδή να προσέχει πολύ, γιατί στην πόλη υπάρχουν κίνδυνοι πολλοί και τα τοιαύτα. Όταν τελείωσε τις πατρικές του παραινέσεις, τον ρώτησε, αν κατάλαβε αυτά που του έλεγε τόσην ώρα. Τότε ο κανακάρης του, αντί να απαντήσει, του είπε, πατέρα από τη στιγμή που άρχισες να μιλάς μέχρι τη στιγμή που τελείωσες, ο σκύλος μας έφαγε είκοσι μύγες.
8. Κάποτε ο Τζι κι’ ο Τζο ζούσαν μόνοι στο χωριό. Ξάφνου λέει ο Τζι στο Τζο, φεύγω πια απ’ το χωριό, πάω να ξενιτευτώ. Πού θα πας του λέει ο Τζο μακριά απ’ το χωριό; Κάτω εκεί στην Αφρική του απάντησε ο Τζι. Έτσι έφτασε ο Τζι κάποτε στην Αφρική. Μαζί του είχε πάρει μία πλεξούδα σκόρδα και, όταν γνώρισε έναν πλούσιο Φύλαρχο, του την πρόσφερε ως δώρο. Ο Φύλαρχος, που δεν είχε ξαναδεί σκόρδα, ενθουσιάστηκε πάρα πολύ, και για να τον ευχαριστήσει του είπε, θα σου δώσω ό, τι πολυτιμότερο έχω. Πράγματι του έδωσε πολλά διαμάντια μεγάλης αξίας. Έτσι ο Τζι έφυγε πλούσιος από την Αφρική και επέστρεψε στο χωριό κοντά στον αδελφό του το Τζο, στον οποίο διηγήθηκε τα πάντα. Ο Τζο χάρηκε πολύ, και πήρε την απόφαση να πάει και αυτός στην Αφρική για να επισκεφθεί τον πλούσιο Φύλαρχο. Για δώρο όμως δεν πήρε σκόρδα, αλλά μία μεγάλη πλεξούδα κρεμμύδια. Όταν έφτασε στην Αφρική και επισκέφτηκε τον πλούσιο Φύλαρχο, του πρόσφερε ως δώρο τα κρεμμύδια με την ελπίδα ότι θα του δώσει διαμάντια. Ο Φύλαρχος, που δεν είχε ξαναδεί κρεμμύδια, ενθουσιάστηκε πάρα πολύ, και για να τον ευχαριστήσει του είπε, θα σου δώσω ό, τι πολυτιμότερο έχω, και του έδωσε ένα ΣΚΟΡΔΟ. Έτσι γύρισε ο Τζο με το σκόρδο στο χωριό και το έδωσε στο Τζι, δώρο απ’ την Αφρική.
9. Σε ένα ταξίδι με τραίνο το μικρό παιδί ρωτούσε συνεχώς τον πατέρα του για πολλά και διάφορα που έβλεπε από το παράθυρο. Σε κάθε ερώτηση όμως έπαιρνε την ίδια στερεότυπη απάντηση, "δεν ξέρω". Έτσι του είπε η μητέρα του να σταματήσει τις ερωτήσεις, γιατί ενοχλείται ο πατέρας του. Τότε αυτός της είπε, άσε το παιδί να ρωτάει, γιατί, αν δεν κάνει ερωτήσεις, πώς θα μορφωθεί;
10. Ένας που κατοικούσε μόνιμα στο χωριό του, δέχτηκε την πρόσκληση ενός συγχωριανού και φίλου του που κατοικούσε μόνιμα στο Παρίσι, να τον φιλοξενήσει εκεί για λίγες μέρες. Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας ο φίλος του τον ξενάγησε σε όλα τα αξιοθέατα του Παρισιού. Όταν πέρασαν από κάποια στροφή, του είπε ο φίλος του, εδώ σκοτώθηκε ένας επίσημος και σπουδαίος άνθρωπος. Πώς έγινε αυτό; Τον ρώτησε εκείνος. Φταίνε οι ΠΑΠΑΡΑΤΣΙ, του απάντησε ο φίλος, και άλλαξαν κουβέντα. Όταν με το καλό επέστρεψε στο χωριό, είχε να λέει πολλά στους συγχωριανούς του στο καφενείο για τις λίγες μέρες που πέρασε στο Παρίσι. Τέλος, αφού, λίγα σήμερα λίγα αύριο, τα είπε όλα και δεν είχε άλλο τίποτα να πει, θυμήθηκε και εκείνο που του είχε πει ο φίλος του, όταν πέρασαν απ’ τη στροφή. Ααα, τους είπε, ξέχασα να σας πω ότι περάσαμε και από μία στροφή όπου σκοτώθηκε ένας σπουδαίος και επίσημος άνθρωπος. Κάποιος συγχωριανός του, τι ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά τον ρώτησε, πώς σκοτώθηκε; Τότε εκείνος του είπε, ΠΑΡΑΠΑΤΣΙ.