Ο «Βαθύς Εαυτός» και η πνευματική πρὀοδος (μέρος 1/2) - Point of view

Εν τάχει

Ο «Βαθύς Εαυτός» και η πνευματική πρὀοδος (μέρος 1/2)




Άκρως σημαντική (εκτός από τα όσα λέγονται για την ψυχική ασθένεια, θέμα στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε[i]), είναι και όσα ο π. Συμεών Κραγιόπουλος λέγει για τον βαθύ εαυτό («καρδία») και τον τρόπο που προοδεύει κανείς στην πνευματική ζωή. 

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς τις βασικές του θέσεις και για το ζήτημα αυτό, καθώς διαφαίνεται έτσι ολοκάθαρα ο τρόπος που ο σύγχρονος αυτός φιλοκαλικός πατέρας διαφοροποιείται από τον ηθικισμό, αλλιώς την ηθικολογία. 

Πρόκειται επίσης για έναν θεολόγο που ξεπερνά, ίσως πρώτη φορά τόσο βαθιά και ολοκληρωτικά, αυτό που η υπαρξιστική θεολογία κατήγγειλε σωστά ως «ευσεβισμό», χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να το υπερβεί με τόση βαθιά γνώση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ανθρώπινη κατάσταση». 

Για να το πετύχει όμως αυτό (χωρίς παραδόξως, να είναι καθόλου ο σκοπός του), στην πραγματικότητα, η διδασκαλία του εισάγει, ή μάλλον σχετίζεται και με ψυχοδυναμικές κατηγορίες (που έχουν και ψυχολογικό-ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον), ακόμη και με φιλοσοφικές.



Η βασική του θέση έγκειται στο ότι πρέπει να απαλλαγεί ο πιστός όχι απλά από την «αμαρτία», αλλα από τον λεγόμενο «παλαιό εαυτό», όρος ο οποίος καταδεικνύει πολύ καλύτερα την όλη αρρωστημένη κατάσταση από την οποία ο άνθρωπος παλεύει να απαγκιστρωθεί. 




«Δεν είναι απλώς η αμαρτία, το εμπόδιο. Είναι ότι πασχίζεις να περισώσεις το εγώ σου», γράφει κάπου. «Δεν τολμούμε να ξεπαγιδευτούμε από τον παλαιό άνθρωπο», γράφει κάπου αλλού.


Για να καταλάβουμε όμως τι σημαίνει ο όρος «παλαιός εαυτός», βοηθά πολύ να χρησιμοποιήσουμε και πάλι μία αναλογία παρμένη από τον κόσμο της ψυχοπάθειας: όπως λοιπόν οι αρρωστημένες καταστάσεις, όταν χρονίσουν στον άνθρωπο, γίνονται τρόπον τινά ένα «κατεστημένο», αποκτούν «δικαιώματα», σιγά σιγά αλλοιώνουν και επιμολύνουν όλον τον ψυχισμό, παρομοίως και ο παλαιός εαυτός σιγά σιγά κατοχυρώνει την θέση του μέσα μας, και γίνεται περίπου δεύτερη φύση μας. 


Τι πρέπει να κάνει κάποιος όταν είναι ψυχικά άρρωστος, όταν πχ, για να αναφέρουμε μια ήπια περίπτωση ψυχοπάθειας, έχει ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, που του φέρνει τους λογισμούς «είσαι σε όλα κατώτερος από τους άλλους», «η εμφάνισή σου δεν είναι η κανονική» κλπ;

Πολύ απλά, σύμφωνα με τον π. Συμεών, θεραπεύεται κανείς αρχίζοντας «να μην δίνει σημασία» σε όλες αυτές τις αρρωστημένες σκέψεις, ενώ παράλληλα «πιάνεται από την πραγματικότητα», από αυτό που ο νους του όντως γνωρίζει ότι είναι το «πραγματικό» (εδώ υποκρύπτονται πολύτιμες ψυχοδυναμικές κατηγορίες, τις οποίες αδυνατούμε δυστυχώς να αναλύσουμε περαιτέρω στο σύντομο αυτό άρθρο). 

Οι λογισμοί βέβαια αρχικά φουντώνουν, και ο άρρωστος νομίζει ότι χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, αργότερα όμως, με την υπομονή, και την ανάλογη βοήθεια από «κάποιον που ξέρει από αυτά», φεύγουν. Κάτι παρόμοιο λοιπόν συμβαίνει και με την αμαρτία, η οποία, μοιάζοντας με την ψυχική νόσο, εκβάλλει πάντα σε λογισμούς (πχ ο εγωιστής θα σκεφτεί «δεν φταίω εγώ για ό,τι έγινε», έστω κι αν φταίει). 

Και δεν πρόκειται απλά για αυτή ή την άλλη μεμονωμένη αμαρτία, αλλα για τον λεγόμενο, όπως είπαμε, «παλαιό άνθρωπο», ο οποίος είναι στην πραγματικότητα ένας φιλοκαλικός όρος, και αναφέρεται στο βαθύτατα, όχι απλά ψυχολογικό, αλλα ψυχοδυναμικό και οντολογικό επίπεδο, οπού αναδύεται και γεννάται το ον «άνθρωπος». 

Στα αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μας, εκεί από όπου πηγάζει και το ίδιο το εγώ, υπάρχει στην πραγματικότητα ο βαθύς εαυτός, η «καρδιά» (βασικότατος φιλοκαλικός όρος), που σημαίνει τον εσώτατο άνθρωπο, εκεί οπού κλίνει τελικά η όλη ηθική υπόσταση του ανθρώπου, η αναφορά του στον Θεό ή το κλείσιμο στον εαυτό, η παράδοσή του στον άλλο ή η φιλαυτία. 

Και το σπουδαιότερο εδώ είναι το εξής περίεργο, άκρως ενδιαφέρον «ψυχαναλυτικό» φαινόμενο, που κανείς μέχρι τώρα, από όσα γνωρίζω, δεν μελέτησε εμπεριστατωμένα: το ότι δηλαδή η αμαρτία εξελίσσεται σε ολόκληρο εαυτό («παλαιός άνθρωπος»).


Βάση του παλαιού ανθρώπου, είναι βέβαια ο εγωισμός, που δεν είναι μια αμαρτία μεταξύ άλλων, αλλά εκβάλλει σε πολλές αμαρτίες (πχ να υποτιμώ τον άλλο, ή και να τον κατακρίνω, να μην λαμβάνω υπόψη τη γνώμη του, ή και να θέλω να του επιβληθώ, η επιδειξιομανία μου, ή και η τάση μου να υποτιμώ τον πλησίον κλπ). 

Ο εγωισμός σαρκώνεται τελικά, παίρνει μια πιο υλώδη μορφή, σε αυτήν ή την άλλη σκέψη, σε αυτόν ή τον άλλο τρόπο αντίδρασης, συμπεριφοράς, διαμόρφωσης ακόμη της «προσωπικότητας». Και πρέπει να ξεφύγουμε όχι απλά από την αμαρτία, αλλά, επαναλαμβάνουμε, από ολόκληρο τον «παλαιό άνθρωπο». Πώς ξεφεύγει όμως κανείς;


Πρώτα από όλα, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι παρόμοιο και με την ψυχική νόσο: καταλαβαίνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό οι λογισμοί μας, οι αντιδράσεις μας, οι συμπεριφορές μας κλπ, είναι διαμορφωμένες ακριβώς από τον τρόπο που ο παλαιός εαυτός φτιάχνει τα πράγματα, τον τρόπο που αυτός είναι ζυμωμένος με τα πάθη, και παραδομένος στην φιλαυτία. 

Ο παλαιός εαυτός, όμοια ακριβώς με τον ψυχικά άρρωστο, έχει αναπτύξει και τεχνικές άμυνας (πχ να θεωρείς «βαρετό» έναν ελεγκτικό λόγο), και ξέρει τον τρόπο να βολεύεται (πχ με την απώθηση όσων λογισμών τον ξεβολεύουν), και έχει μάθει να στήνει, όπως είπαμε, ολόκληρο «εγώ». Και είναι εδώ ακριβώς το ζητούμενο: ο παλαιός εαυτός πρέπει να «πεθάνει». 

Αρχίζει λοιπόν κανείς το όλο έργο απαγκιστρωνόμενος από όλους αυτούς τους λογισμούς, που αποτελούν τρόπον τινά την ζωή του. Σταματά να κάνει «συνεδριάσεις» μαζί τους, όπως ακριβώς και με τους λογισμούς που φέρνει η ψυχοπάθεια.


Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, όσοι κάνουν μια στοιχειώδη «πνευματική ζωή», γνωρίζουν τι θα πει «αγώνας», αυτός ο βασικός επίσης φιλοκαλικός όρος, ο οποίος είναι κυρίαρχος σε όλους ανεξαιρέτως τους Πατέρες της Εκκλησίας, «νηπτικούς» αλλά και σε όσους εργάστηκαν στον κόσμο (πχ Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος). 

Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η ανάγκη για ατομικό (στην πραγματικότητα «προσωπικό») αγώνα, στα πλαίσια ενός είδους θεολογίας, που γνώρισε μια διάδοση τις τελευταίες δεκαετίες, απαμβλύνθηκε ως ένα σημείο, μολονότι δεν απορρίφτηκε. Αναφέρομαι σε μέρος της «υπαρξιστικής θεολογίας», τουλάχιστον αυτής η οποία διατείνεται ότι η «Φιλοκαλία» πάσχει από ατομικιστικό πνεύμα[ii]. 

Όσοι υποστηρίζουν αυτό, συνήθως θεωρούν ασύμβατο γενικά το «ατομικό» με το «εκκλησιαστικό». Ωστόσο, μολονότι εδώ δεν είναι η ώρα να απαντήσουμε σε αυτήν την κατηγορία, γενικά στην ορθόδοξη θεολογία, το «εκκλησιαστικό» δεν σημαίνει «κολεκτιβιστικό». 

Θαυμάσιο παράδειγμα συνδυασμού ευχαριστιακού φρονήματος και ανάγκης για «ατομικό» (=προσωπικό) αγώνα, αποτελεί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, τον όποιο ο π. Συμεών εκτιμούσε τα μέγιστα. Αδυνατούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο.


Ο π. Συμεών ασφαλώς δεν επιδίδεται σε τέτοιες θεωρητικές αναλύσεις, κατά αυτού ή εκείνου του θεολόγου, μολονότι θεολογεί εις βάθος (παρακολουθούσε πάντως από πολύ κοντά τις θεολογικές εξελίξεις). Είχε μπροστά του πνευματικά παιδιά, λαϊκούς, τα οποία όμως, για να μπορέσουν να κάνουν προσωπικό αγώνα, έκαναν «υπακοή». 

Φτάνουμε τώρα σε έναν άλλο βασικό, παρεξηγημένο επίσης όρο, ο οποίος συνήθως θεωρείται ότι ταιριάζει γενικά στους μοναχούς, και δεν πρέπει να αφορά καθόλου τους λαϊκούς (μολονότι βέβαια ο Χριστός, το παράδειγμα όλων μας, στην επίγεια ζωή Του, έκανε απλά «υπακοή στον Πατέρα»).


Δεν θα επιχειρηματολογήσω εγώ -υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι- για το ότι η υπακοή αφόρα και τους λαϊκούς. Αυτή είναι βέβαια και η διδασκαλία του π. Συμεών, που γράφει αρκετά στο βιβλίο του πχ «Το σύγχρονο χάρισμα». Γενικά, όμως, θα πρέπει να πούμε ότι η εναντίον της υπακοής παρεξήγηση προκύπτει από το ότι γενικά αυτή θεωρείται ως μια παθητική διαδικασία. 

Ο πνευματικός έχει έναν «τυφλοσούρτη» με ηθικές εντολές, λέγει σε όλους αδιακρίτως «κάνε αυτό και αυτό και αυτό», και ο πιστός, λες και είναι μια μηχανή, το κάνει. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Είναι άκρως σημαντικό να καταλάβουμε ότι η «υπακοή» (που ήδη έχει αναλυθεί από τον π. Σωφρόνιο ως βασική οντολογική κατηγορία, και όχι απλά «κατηγορία της μοναχικής ζωής») έχει άκρως δυναμικό και ενεργητικό χαρακτήρα, θα λέγαμε, για να γίνουμε πιο αντιληπτοί, ψυχοδυναμικό. Είναι στο βάθος της «φιλάνθρωπη». 

Και αυτό γιατί ρίζα της υπακοής, κατά τον π. Κραγιόπουλο, είναι η «εμπιστοσύνη», και αυτή δεν είναι απλά συναίσθημα, είναι και ηθική κατηγορία, που μάλιστα αφορά τα βάθη του ανθρώπινου Είναι. 

Δεν έχουμε να κάνουμε με μια δικανική, ας το πούμε έτσι, προσέλευση σε κάποιον πνευματικό, για να κερδίσουμε απλά την «άφεση» (αυτή ήταν η ευσεβιστική εξομολόγηση επί δεκαετίες, και γενικά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να τυποποιηθεί το μυστήριο αυτό). 

Η εμπιστοσύνη με την σειρά της, απαιτεί αρχοντικό φρόνημα, γενναιοψυχία, όντας κίνηση δεξίωσης και κατάφασης του άλλου. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητο όρο και του εκκλησιαστικού, ευχαριστιακού γεγονότος και φρονήματος. 

Είναι λοιπόν η υπακοή του εξομολογουμένου, με αυτήν την έννοια, στον κατάλληλο πνευματικό, η οποία από ένα σημείο και πέρα θα δείξει πού χωλαίνει ο αγώνας κάθε πιστού, και τι ακριβώς πρέπει μέσα μας βαθύτερα να αλλάξει, ούτως ώστε πέρα από την άφεση, που είναι βέβαια άκρως επιθυμητή, να θεραπεύσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας, να τον αποκαταστήσουμε, για να μιλήσουμε μια πιο θεολογική γλώσσα, ως «πρόσωπο».


Για να προλάβουμε ωστόσο, από καλοπροαίρετο πνεύμα, τις ενστάσεις της υπαρξιστικής θεολογίας (περί «γεροντισμού»), ας μιλήσουμε έστω για κάποιον, όχι κατ’ ανάγκην ασθενή, που πάει πχ σε έναν ψυχαναλυτή να κάνει «ψυχανάλυση». 

Και αυτός λοιπόν, από ένα σημείο και πέρα, αναγκάζεται να αναμορφώσει τον όλο τρόπο που βλέπει τα πράγματα, να ανοικοδομήσει τον εαυτό του σε εντελώς, καμιά φορά, νέες βάσεις, πράγμα για το οποίο, αρκετά παράδοξα και για την κοσμική επιστήμη, απαιτείται εμπιστοσύνη (στον ψυχαναλυτή). 

Παρομοίως, όποιος θέλει να απαλλαγεί από τον παλαιό εαυτό, πρέπει, ως ελεύθερος άνθρωπος, με την δίκη του «συνέργεια», να απελευθερωθεί από το εγώ του, να «αναδομήσει» ριζικά τον εαυτό του.


Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο πνευματικός, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, ή έστω η ίδια η «πραγματικότητα» (μολονότι, επαναλαμβάνουμε άλλη μια φορά, είναι αναγκαίος ο πνευματικός) δείχνει ότι, αν θέλει κανείς να προκόψει πνευματικά, πρέπει να κάνει πχ περισσότερη προσευχή. 

Πρέπει να πούμε, ότι στο σημείο αυτό, δηλ. ως προς την ανάγκη να αυξήσει την προσευχή του, να γίνει αληθινά «άνθρωπος του Θεού», ο λαϊκός δεν διαφέρει σε τίποτε ουσιωδώς από τον μοναχό. 

Δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν καμία ριζική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο τρόπων χριστιανικής ζωής, καθώς, όπως έχει ειπωθεί χιλιάδες φόρες, ένα είναι το Ευαγγέλιο για όλους. Ακόμη και για την υπαρξιστική θεολογία, άλλωστε, και τις διάφορες ενστάσεις της, η προσευχή είναι ο μοναδικός τρόπος ζωντανού διαλόγου με τον Θεό. 

Ωστόσο, αμέσως μόλις το αποφασίσει κανείς, θα αρχίσει ο παλαιός εαυτός να λέγει τα δικά του: «η περισσότερη προσευχή θα σου φέρει πολύ κόπο, θα αρρωστήσεις, θα παραμελήσεις το άλφα ή το βήτα, θα μείνεις πίσω σε αυτό, στο άλλο», ενώ μπορούν να εμφανιστούν και ζαλάδες κλπ.

 Δεν ξεγλιστρά όμως κανείς εύκολα από όλα αυτά, με μια, ας το πούμε έτσι, έσωθεν κίνηση, ως εκ του εαυτού του, μακριά από ό,τι είπαμε περί υπακοής και εμπιστοσύνης. Και αυτό γιατί, όπως ήδη διαφάνηκε, όλα τούτα τα άρρωστα και αμαρτωλά, συνυφαίνονται, αλληλοδιαπλέκονται μεταξύ τους σε έναν ενιαίο όλον, και κυριαρχούν επί του αμαρτωλού. 

Αν σκεφτεί πχ κανείς «δεν θα αρρωστήσω», ο φόβος μήπως μείνει πίσω στα επαγγελματικά, θα τον κυριεύσει. Η ανάγκη πια για έναν πνευματικό γίνεται ολοφάνερη, καθώς χωρίς αυτόν, αδυνατεί ο πιστός να καταλάβει όχι τόσο τον α ή τον β λογισμό, όσο ακριβώς ότι είναι θύμα του ίδιου του «εγώ» του, από ψυχοδυναμική, έστω και αρρωστημένα, άποψη. 

Ο σημερινός ειδικά άνθρωπος, που ζει σε μια εποχή εγωπάθειας και εγωλατρείας, ψυχικής αναστάτωσης και αλλοτρίωσης, αδυνατεί πέρα για πέρα να θεραπευτεί μόνος του. Εξάλλου, χωρίς την βοήθεια πνευματικού, δεν μπορεί κανείς σήμερα, με την τόση τριγύρω εκκοσμίκευση, να δει καν την αμαρτία του, ούτως ώστε να πάει και να την εξομολογηθεί μετά. 

Επιπροσθέτως, ο πατήρ Συμεών διδάσκει ότι επισυμβαίνει το εξής ιδιαίτερα περίεργο φαινόμενο, που αφορά ιδιαιτέρως τον σύγχρονο άνθρωπο: η αμαρτία αλληλοσυμπλέκεται με την ψυχοπάθεια σε ένα ενιαίο όλον! Είναι ιδίωμα της αμαρτίας να γεννά με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την ψυχοπάθεια, εκμεταλλευόμενη την κράση του ανθρώπου, λάθη γονέων κλπ (συνήθως πάντως, μέσα σε όλα αυτά εγκρύπτεται κάπου και η φιλαυτία)! 

Το φαινόμενο αυτό μάλιστα, που περιγράφει διεξοδικά ο π. Συμεών, δεν γνωρίζω να έχει μελετηθεί συστηματικά μέχρι τώρα πουθενά αλλού. 

(Σημειωτέον, επίσης, ότι ο π. Συμεών εξηγεί αρκετά αναλυτικά, γιατί η υπακοή δεν πρέπει επ’ ουδενί να εξελιχτεί σε προσωπολατρία, μήτε να οδηγήσει στο παραμικρός ίχνος εξάρτησης του εξομολογουμένου από τον ιερέα. Το ακριβώς αντίθετο πάντως της προσωπολατρίας, είναι η αδυναμία να εμπιστευτείς πνευματικό πατέρα, η καχυποψία, η δυσπιστία, ως γενικότερη «στάση» της ψυχής.)


********************


Οι περισσότεροι άνθρωποι, λοιπόν, όταν αρχίσουν να εξομολογούνται –ή και όταν κάνουν ψυχανάλυση, ως ένα βαθμό- θα ανακαλύψουν ότι δεν είναι τόσο το α ή το β αμάρτημα (ή αρρωστημένη «αντίδραση») που δημιουργεί το πρόβλημα, όσο μια κάποια γενικότερη, βαθύτερη στάση, τοποθέτηση του υποκειμένου (πλησιάζουμε τώρα ακόμη περισσότερο την έννοια του «βαθέος εαυτού»). 

Συνήθως λοιπόν αυτό από το οποίο πάσχει ο σύγχρονος άνθρωπος, όταν κάνει πνευματική ζωή, είναι κατά τον π. Συμεών, μια γενικότερη κακομοιριά, μια στενοψυχία, μια γκρίνια, ένα παράπονο, με τα οποία η ψυχή αμύνεται τόσο απέναντι του Θεού, που θέλει να την επισκεφτεί, όσο και απέναντι των ανθρώπων, με τους οποίους καθημερινά συναναστρέφεται. 

Γενικά, έτσι ή αλλιώς, αυτό που ζητά κανείς είναι να περισώσει βαθύτερα το «εγώ» του, να μην θανατώσει τον παλαιό εαυτό, να μην συσταυρωθεί πράγματι με τον Χριστό. Και εδώ αρχίζει να διαφαίνεται η πολύ μεγάλη διαφορά του π. Κραγιόπουλου από τον ηθικισμό. 

Μπορεί εξωτερικά, τυπικά, να μην «αμαρτάνεις» (στην πραγματικότητα είναι η όλη «στάση» που παίρνεις τέτοια, ο γενικότερος τρόπος να κινείσαι και να ενεργείς, που απλώς δεν βλέπεις την αμαρτία σου), να φαίνεται δηλαδή, ίσως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ευπρεπής η συμπεριφορά σου, ωστόσο η όλη σου στάση να είναι αμαρτωλή. 

Μετρά ακριβώς η «καρδιά», η οποία, για ν’ αναφέρουμε και την αντίθετη περίπτωση, γίνεται, έστω κι αν έχει κανείς ελαττώματα, να έχει ανοιχτεί ενώπιον του Θεού, να έχει παραδοθεί σε αυτόν, πολύ περισσότερο από τον εξωτερικά «άμεμπτο» αλλά εσωτερικά «κακομοίρη» πιστό. 

Ο π. Συμεών γράφει υπέροχες σελίδες για όλα αυτά. Εδώ θα παρουσιάσουμε δυστυχώς ένα μικρό μόνο παράδειγμα, για να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς θέλει να πει.


Ας σκεφτούμε λοιπόν ως παράδειγμα τον Δαβίδ, ο οποίος, αν και βαθύτατα πιστός και ευλαβής, έκανε ένα μεγάλο αμάρτημα, μοίχευσε δηλαδή με την γυναίκα του Ουρία, τον οποίο κατ’ ουσίαν και φόνευσε. Όταν ήρθε ο προφήτης Νάθαν όμως να τον ελέγξει, και του είπε, αφού του διηγήθηκε μια όμορφη παραβολή, «Δαβίδ, έσφαλες, αμάρτησες πολύ», αυτός αμέσως αποκρίθηκε ως εξής: «ήμαρτον τω Κυρίω». 

Δεν δυσκολεύτηκε δηλαδή καθόλου να παραδεχτεί ότι αμάρτησε, και δεν ζήτησε καμία ανακούφιση, ούτε από κάποιου είδους εξομολόγηση (γιατί οι περισσότεροι σήμερα συνήθως αυτό ζητάμε από τον πνευματικό), ούτε βέβαια επιθύμησε απλά να «ταχτοποιηθεί» το θέμα της οφειλής του στον Θεό απλά με μια «άφεση». 

 Αυτό που πρωτίστως ένοιαξε τον βασιλιά ήταν ότι «ήμαρτε τω Κυρίω», ότι δηλαδή στενοχώρησε τον Θεό, και συνετρίβη γι’ αυτό, μετανόησε, με την πιο βαθιά έννοια του όρου, έχοντας δηλαδή πάντα στον νου του τον Θεό, και μόνο, ας το πούμε έτσι, τον Θεό. 

Ασφαλώς και επιθύμησε την άφεση, όχι όμως με την έννοια της «τακτοποίησης», του «βολέματος», αλλά της ανταπόκρισης στο θείο έλεος. (Στην Παλαιά Διαθήκη, γράφει ο π. Συμεών, απαντώντας, για όσους γνωρίζουν, πολύ ωραία στον φιλόσοφο Λεβινάς, ότι ο Θεός δεν αποκαλύφθηκε μόνο ως Νόμος, αλλά και ως έλεος). 

Αν πράγματι αγαπούσε τον εαυτό του με αρρωστημένη αγάπη- είναι λεπτό σημείο αυτό- θα προτιμούσε τις τύψεις, και όχι να ζητήσει συγχώρεση (η οποία είναι συντριβή του εγώ και ποδοπάτημά του, είναι «ξεβόλεμα»). 

Αλλά ζήτησε συγχώρεση, ακριβώς γιατί η μικρή ιδέα που είχε για το «εγώ» του, δεν τον άφηνε να «βολευτεί» σε μια περίκλειση στην εγωιστική μεταμέλεια, τις «τύψεις», που δεν συνιστούν συνήθως πραγματική μετάνοια (παράδειγμα η μεταμέλεια του Ιούδα).


Και είναι ακριβώς η μικροψυχία και η κακομοιριά, η προσπάθεια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (που αναλύει ο π. Συμεών) ως βαθύτερες καρδιακές στάσεις, που δεν μας επιτρέπουν σήμερα να μετανοήσουμε αληθινά. 

Ασφαλώς, καλά κάνει κανείς και προστρέχει στον εξομολόγο, έστω κι αν δεν έχει φτάσει στην γνήσια μετάνοια (είναι και αυτό μια αρχή, ένα «κάτι», λέγει ο πατήρ, κι οπωσδήποτε δίνεται η άφεση), ωστόσο η αλήθεια είναι ότι το γενικότερο πνεύμα του σύγχρονου άνθρωπου, των περισσότερων δηλαδή εξ ημών, είναι: «ε, τι να κάνει κανείς! 

Είναι δύσκολο πράγματι να λαχταράς τον Θεό, να αγαπάς και τον εχθρό σου, να τον συγχωρείς και με την καρδιά σου κλπ. Είναι δύσκολα όλα αυτά, στο κάτω κάτω πέρασα στο παρελθόν αυτά και αυτά, στο σπίτι μού κάνουν αυτά και αυτά, τόσα άλλα συμβαίνουν στην δουλειά κλπ. Αν δεν ήταν αυτά, θα πρόκοβα κι εγώ». 

Εδώ ακριβώς έγκειται, ευρίσκεται η μικροπρέπεια, η μεμψιμοιρία, το παράπονο, η γκρίνια, που μπορεί να επικαλύπτονται πίσω από μια υποτιθέμενη «πνευματική ζωή», γεμάτη εξομολογήσεις, παρακολουθήσεις κηρυγμάτων, νηστείες κλπ. 

Όχι, λέγει ο πατήρ, δεν είναι έτσι, προτρέποντάς μας να έχουμε ένας είδος πνευματικής αρχοντιάς (νομίζω είναι αυτό που ο Άγιος Παισιος αποκαλούσε «φιλότιμο»). «Πες, εγώ φταίω για όλα», συνεχίζει ο πατήρ Συμεών, και στο σημείο αυτό συμπίπτει και με τον έτερο μεγάλο φιλοκαλικό πατέρα, τον π. Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη, που διατυπώνει μια παρόμοια διδασκαλία. 

«Αυτό θανατώνει τον παλαιό εαυτό!».

Συνέχεια στο 2ο μέρος


[i] Αναφερόμαστε στο άρθρο «Ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος και η ψυχική ασθένεια», δημοσιευμένο στο «Αντίφωνο».


[ii] Ο πατήρ Συμεών, με όσα γράφει στο βιβλίο του «Γνωρίζεις τον εαυτό σου;», απάντα πολύ ωραία στο ερώτημα γιατί η Φιλοκαλία δεν είναι στην πραγματικότητα ατομικιστική. Συνοπτικά, η απάντηση αυτή έχει ως έξης: μέσα στον Χριστό, τον νέο Αδάμ, «είναι ο κάθε άνθρωπος, είμαστε όλοι μαζί». 

Ο Χριστός, ως Κεφαλή του ανθρωπίνου γένους, είναι η ίδια η ανθρωπότητα, και οποίος θέλει να σωθεί ως άνθρωπος, πρέπει να εγκεντριστεί σε Αυτόν. 

Άρα, λοιπόν, όποιος αγωνίζεται «για τον Χριστό», έστω κι αν βρίσκεται στην έρημο, παντελώς μόνος του, αγωνίζεται στην πραγματικότητα και για την Εκκλησία, που, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες.

Δ. Ιωάννου

Pages