Είχαμε μείνει στην φράση του π. Συμεών «Πες, εγώ φταίω για όλα!», που συνιστά, για να το πούμε πιο φιλοσοφικά, υπό μία έννοια, ανάληψη «καθολικής ευθύνης». Η ρήση αυτή, «εγώ φταίω για όλα», διατηρεί μια αρχοντιά και μια μεγαλοπρέπεια, που αποτελεί πράγματι σπουδαία στιγμή της ηθικής.
Συμβαίνει βέβαια ο λόγος αυτός να είναι του π . Συμεών, και όχι ας πούμε του Λεβινάς (λέγει κι αυτός, σε άλλο πλαίσιο, κάτι παρόμοιο), και γι’ αυτό δεν τον θαυμάζουμε τόσο πολύ, όσο τα φληναφήματα της «αποδόμησης».
Στην πραγματικότητα, όμως, ο λόγος του π. Συμεών είναι πολύ πιο δυνατός, γιατί στο βάθος του, κρύβεται η «εμπιστοσύνη» (απ’ όπου, όπως είπαμε, γεννιέται και η «υπακοή»), ωστόσο, αυτήν την φορά, πιο συγκεκριμένα, η εμπιστοσύνη στον Θεό. «Αν δεν χρειαζόταν να πάθω και το α και το β και το γ, ακόμη και όταν ήμουν παιδί, δεν θα μου το έδινες, Θεέ μου!»
Τουλάχιστον, έτσι πρέπει να το σκεφτώ εγώ (άλλο αν αυτός που αδικεί, δεν αθωώνεται ενώπιον του Θεού). Και αν έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, γιατί να αγωνιώ και για το μέλλον; «Αφού με βλέπει ο Θεός, τι να φοβηθώ», έλεγε και ο Άγιος Σιλουανός.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι όσο εκδιώκεται από την ψυχή η κακομοιριά (και τολμώ εδώ να πω ότι η μικροψυχία, η μεμψιμοιρία, η κακομοιριά, είναι αρρώστια που μαστίζει σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη δυτική φιλοσοφία), τόσο και περισσότερο κερδίζει έδαφος η εμπιστοσύνη προς τον Θεό- ισχύει μάλλον και το αντίθετο.
Μου έκανε μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση το εξής που λέγει ο π. Συμεών για τον πνευματικό, τον «αόρατο», όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος, πόλεμο: καμιά φορά, πολεμώντας τα πάθη μας, τους λογισμούς μας κλπ, εμμένουμε πολύ σε αυτά, με έναν τρόπο που στην ουσία σημαίνει ότι ξεχνάμε τον Θεό.
«Ακόμη και τον εσωτερικό εχθρό, πάθη, λογισμούς, εμπόδια, δυσκολίες κλπ, ακόμη και αυτά άφησέ τα», γράφει ο πατήρ, «γιατί προσπαθώντας να τα πολεμήσεις, χάνεις τον Θεό!». «Δεν πρέπει να κάνουμε αντεπίθεση στο κακό, με την έννοια ότι μπαίνουμε στα μέτρα του». Αυτός που εμπιστεύεται τον Θεό, δεν θα κάνει έναν αγώνα στα μέτρα του κακού (βαθύτερα δηλαδή με φόβο), αλλά στα μέτρα, ας το πούμε έτσι, του Θεού (με ειρήνη δηλαδή και ελπίδα).
Τότε, λοιπόν, εμπιστευόμενος τον Θεό, ο πιστός βρίσκεται αντιμέτωπος και με το εξής: ο Θεός συνήθως τον καλεί για κάτι που ούτε καν το είχε σκεφτεί, δεν το υπολόγιζε, δεν ήταν «μέσα στα σχέδιά του».
Ο παλαιός άνθρωπος έχει όνειρα και επιδιώξεις, προγράμματα, οραματίζεται το μέλλον, αλλά, ξαφνικά, αν κάνεις «υπακοή», αν δεξιωθείς τον Θεό με εμπιστοσύνη, συνήθως κάτι εντελώς πρωτόγνωρο θα σου αποκαλυφθεί μπροστά σου. Όλα τα δικά σου, ακόμη και οι εκλεκτές επιθυμίες (πχ να κάνεις ιεραποστολή), συνήθως θα εξαφανιστούν, σαν ένας αέρας.
Ίσως ήταν καλά, αλλα δεν ήταν πράγματι αυτό που ήθελε ο Θεός από τον πιστό- γιατί ο Θεός έχει, πράγματι, ένα σχέδιο για τον καθέναν. Και αυτό που συνήθως ποτέ δεν περίμενες, θα είναι το σχέδιο του Θεού για σένα.
Το πιο βασικό, το αρχετυπικό παράδειγμα ως προς αυτό, είναι βέβαια η Παναγία, η οποία ποτέ δεν είχε σχεδιάσει, μήτε σκεφτεί, να γίνει Μητέρα του Θεού. Και όμως, όταν της αποκαλύφθηκε το σχέδιο του Θεού γι’ αυτήν, αμέσως το αποδέχτηκε: «Ιδού η δούλη Κυρίου».
Περιττό να πούμε, ότι μια τέτοια απαγκίστρωση από τα σχέδιά μας, δεν είναι απλά μια ακόμη άσκηση στις τόσες πολλές που πρέπει να κάνουμε, ούτε συνιστά μια «παραξενιά» του Θεού, που θέλει να μας παιδεύει.
Ο Θεός δίνει κατά βάθος ό,τι χρειάζεται στον καθέναν, ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη όσα προηγήθηκαν, περί απάρνησης του παλαιού ανθρώπου κλπ, τότε αυτό που διδάσκει ο π. Συμεών ταυτίζεται, θαρρώ, με ό,τι οι φιλοκαλικοί πατέρες αποκαλούν «ξενιτεία».
Συνιστά μια απομάκρυνση από το ψεύτικα οικείο, το κίβδηλο, το πλαστό, σε σημείο που μένοντας στον κόσμο, στην καρδιά ίσως της πόλης, ο άνθρωπος γίνεται στα αλήθεια «ξένος». Όπως ξένος υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, μολονότι «εις τα ίδια ήλθεν».
Καθώς ο άνθρωπος, περαιτέρω, προχωρεί στην πνευματική ζωή, και απαγκιστρώνεται από τα δικά του σχέδια, αρχίζει να συναντά τις πιο περίεργες, τις πιο παράξενες καταστάσεις. Ολόκληρος ο κόσμος θα τον πολεμήσει, έτσι ή αλλιώς.
Ο βασιλιάς Δαβίδ είναι και πάλι βασικότατο παράδειγμα, και ο π. Συμεών, αναλύοντας του Ψαλμούς, περιγράφει υπέροχα αυτές τις καταστάσεις. Θα έρθουν λοιπόν στιγμές, και μπορεί να είναι αρκετές, που ανθρωπίνως δεν θα υπάρχει απολύτως καμία διέξοδος.
Και πρέπει να γίνει έτσι, γιατί, για να θυμηθούμε και τον τίτλο ενός παλιού, όμορφου βιβλίου, στον άνθρωπο έχει δοθεί το «προνόμιο της απελπισίας».
Αν δεν απελπιστείς τελείως από το εγώ σου, τον εαυτό σου, τον παλαιό άνθρωπο, επαναλαμβάνουμε, δεν γίνεται να προκόψει πνευματικά κανείς. Και μάλιστα, επί τη ευκαιρία, είναι άκρως σημαντικό να προσθέσουμε (κάτι που αφορά υπό μια έννοια και τον Δαβίδ, καθώς, βέβαια, δεν διέπραξε πολλά μικρά, αλλα ένα μεγάλο διπλό αμάρτημα) ότι προπαντός εκεί που θα αποτύχει κανείς, που πρέπει να αποτύχει, για να το πούμε έτσι τολμηρά, είναι στην «πνευματική ζωή».
Πάθη θα χρονίσουν, αμαρτίες θα χρονοτριβήσουν, το κακό δεν θα λέει να βγει. Θα αγωνίζεται, όπως είπαμε, κανείς, και θα πέφτει, και πάλι θα πέφτει. Έτσι πρέπει να γίνει, επαναλαμβάνει ο π. Συμεών, σαρώνοντας τον ηθικισμό. Το ζήτημα είναι να το πάρει απόφαση κανείς, όχι απλά σαν μια σκέψη, σαν έναν λογισμό, αλλά σαν βαθύ καρδιακό βίωμα, ότι «είμαι ένα τίποτε, ένα μηδέν, Θεέ μου, μπροστά σου».
Όταν το πει κανείς αυτό, όταν το βιώσει βαθιά, ας έχει ελαττώματα, ο Θεός θα βρει τρόπο να επισκεφτεί την ψυχή. Γράφει σχετικά ο νέος αυτός Πατέρας: «Αν όμως εσύ έχεις μια κάποια σωστή σχέση με τον Θεό (και αυτό εξαρτάται από σένα), δεν σε εμποδίζουν τα ελαττώματα να αρχίσεις να έχεις σωστή αναφορά στον Θεό.
Όλα αυτά τα ελαττώματά σου σε βοηθούν ακριβώς να είσαι συμμαζεμένος. Αν τώρα με τη βοήθεια του Θεού, όλο αυτό γίνει αρετή, γίνει ταπείνωση, καταλαβαίνετε τι καλό μπορεί να βγει». Γενικά, έχοντας κανείς «σωστή σχέση με τον Θεό», τα ελαττώματά του αποβαίνουν πολύτιμος σύμμαχος, καθώς γίνονται αφορμή για μετάνοια, αλλά και για υπακοή και εμπιστοσύνη!
Μαζί, ή ίσως λίγο πιο μπροστά, έρχεται και η ελπίδα στον Θεό, όχι όμως πια με την έννοια: «ε, τι να κάνω, με απογοήτευσαν οι άνθρωποι, με απογοήτευσε και ο εαυτός μου, από πού να κρατηθώ, ελπίζω λοιπόν Θεέ μου σε σένα». Ακόμη κι αν όλα πάνε καλά, και τίποτε δεν μας απογοητεύει, ας πούμε, από εξωτερικής απόψεως, και πάλι, τότε, ελπίδα γίνεται και παραμένει ο Θεός.
Γιατί ο όρος «ελπίδα» έχει αποκτήσει πια βαθύ νόημα, δεν σημαίνει «αποκούμπι». Σημαίνει ζώσα οντολογική εξάρτηση από τον Θεό, καθώς ο πιστός βαθιά μέσα του, οντολογικά, αναγνωρίζει, βιώνει τον Θεό ως πηγή της ύπαρξής του.
Ο π. Συμεών, προφανώς κρίνοντας από τον εαυτό του, και αποκαλύπτοντας, αθέλητα, δίκες του εμπειρίες, λέγει ότι τότε η επιθυμία, η λαχτάρα για τον Θεό, ο πόθος γι’ Αυτόν παύει πια να είναι μια φευγαλέα κίνηση της ψυχής.
Έχει πια «καθίσει κανείς κάτω τον εαυτό του», έχει γίνει, με την θεία βοήθεια βέβαια πάντα, κύριος του εαυτού του, και πια ο θείος πόθος είναι σταθερή ψυχική κίνηση. Τότε συμβαίνουν τα εξής: η προσευχή γίνεται πραγματικά συνομιλία με τον Θεό.
Η υπαρξιστική θεολογία επέμεινε πολύ σε αυτό, ότι , όντως, προσευχή θα πει διάλογος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και όχι κάποια τυπική εκφώνηση ευχών. Ωστόσο, αν πράγματι είναι έτσι, και είναι έτσι, τότε όταν μιλά κανείς στον Θεό, θα πρέπει να ξέρει αν Αυτός πράγματι τον ακούει, αν γίνεται δεκτή η προσευχή, αν τελικά ο Θεός απάντησε ή όχι.
Όταν όμως ο άνθρωπος έχει απαλλαγεί από τον παλαιό εαυτό, και ελπίδα του είναι ο Θεός, τότε, όντως, έχει κανείς την αίσθηση ότι συνομιλεί πράγματι με τον Κύριο. Η προσευχή είναι αληθινός διάλογος και γίνεται κανείς «χαριτωμένος».
Έχει άλλωστε παύσει ο άνθρωπος να είναι «διπλωμένος» απέναντι στον Θεό, μήτε καν είναι «προσκολλημένος» μαζί Του, με άρρωστη προσκόλληση (αυτός που προσκολλάται αρρωστημένα στον Θεό, λέγει ο π. Συμεών, αν δει ότι δεν ικανοποιούνται τα αιτήματά του, θα φύγει από τον Κύριο.
Αντιθέτως, ο ταπεινός, όσο πιο πολύ δεν «εισακούγονται» οι δεήσεις του, τόσο πιο πολύ μένει πιστός στον Χριστό). Πολύ περισσότερο, καμία «εμπορική διάθεση» δεν θα χαρακτηρίζει αυτήν την προσευχή, ούτε θα προσεύχεται κανείς μόνο όταν έχει ανάγκη.
Η προσευχή θα είναι αληθινή αναπνοή της ψυχής, και, ακόμη και στην περίπτωση που μια δέηση θα εισακούγεται, τότε, ακόμη περισσότερο, αντί να ξέχνα ο αιτών τον Θεό, θα θέλει να Τον έχει διαρκώς στον νου και στην καρδιά του.
Συμβαίνει μάλιστα και κάτι, που περιγράφουν οι φιλοκαλικοί Πατέρες, μαζί και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, που τους συνοψίζει: ο Θεός γίνεται τότε «δόξα» του ανθρώπου.
Κάποια στιγμή, μετά τον αγώνα κατά των παθών -ο π. Συμεών, επαναλαμβάνω, κρίνει από δικά του βιώματα και εμπειρίες- πράγματι, έρχεται ο Θεός. Και όταν λέμε «έρχεται ο Θεός», εννοούμε αισθητά (ο π. Συμεών άλλωστε σημαδεύτηκε από μια ιδιαιτέρα αισθητή και εντυπωσιακή επίσκεψη της χάρης κατά την διάρκεια της χειροτονίας του σε διάκονο).
Υπάρχουν αρκετοί φιλοσοφοθεολογούντες, που μιλούν μια χαϊντεγκεριανή γλώσσα: σημαντικό είναι να είσαι ένα-είναι-προς-τον-θάνατο, να βιώσεις-τον-θάνατο, να-μεριμνάς-για-τον-κόσμο ή για το Είναι κλπ. Τίποτε από αυτά δεν είναι, για να μιλήσω μια σκληρή γλώσσα, ουσιώδες, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει αυτό: να βιωθεί η χάρη αισθητά.
Μπορεί βέβαια ο Θεός, για διαφόρους λόγους, να οικονομεί να μην γίνεται αισθητή η χάρη των μυστηρίων στους περισσότερους από μας, ωστόσο, και σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, η πνευματική ζωή προς αυτό πρέπει να κατατείνει, χωρίς βέβαια σε καμία περίπτωση να εκβιάζει τα πράγματα, ούτε να σπρώχνει καταστάσεις.
Κυρίως, αυτό που εδώ θέλουμε να πούμε είναι ότι η χάρη δεν είναι κάτι αφηρημένο, ένα ωραίο συναίσθημα, ένας, έστω και πάρα πολύ βαθύς, στοχασμός ή μια μεγάλη οραματική «μέριμνα» (όπως φαίνεται να πιστεύουν διάφοροι Χαϊντεγκερίζοντες).
Η χάρη μπορεί, όντας άκτιστη θεία ενέργεια, να αγκαλιάζει και να ανακαινίζει, κατά την Φιλοκαλία, τον «νου», δηλαδή και την συνείδηση. Η επίσκεψη της χάρης, υπό κανονικές συνθήκες, λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι συνειδητή.
Σκοπός ημών των λαϊκών δεν είναι βέβαια να αξιωθούμε οραμάτων κλπ (ας μας αρκεί η ταπείνωση), ωστόσο, πρέπει να το έχουμε κι αυτό υπόψη μας, για να γνωρίζουμε, τουλάχιστον, την πνευματική μας πτωχεία.
Η χαρά, συνεχίζει ο σπουδαίος θεολόγος (γιατί κατά βάθος ο πατήρ Συμεών δεν κάνει μόνο ποιμαντικό κήρυγμα, αλλα θεολογεί εις βάθος), γίνεται τότε μόνιμο βίωμα του πιστού, καθώς ο Θεός, όπως γνωρίζουμε, είναι η ίδια η πηγή της χαράς, μάλλον η ίδια η ευφροσύνη.
Η αγαλλίαση κυριεύει τον πιστό, μαζί και η ειρήνη. Δεν αποκλείεται βέβαια να είναι ίσως κανείς πικραμένος από όσα του κάνουν οι άνθρωποι (ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Νεκταρίου), ή να ζει κανείς την «στενοχωρία» μιας αρρώστιας. Και όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, από την καρδιά δεν φεύγει ούτε η χαρά, ούτε η αγαλλίαση, ούτε η ειρήνη.
Αυτά είναι πια μόνιμοι συνοδοί του άνθρωπου (ας θυμηθούμε εδώ και τον Άγιο Σιλουανό, που η καρδιά του, όντας διαρκώς μέσα στη χαρά του Θεού, πονούσε ταυτόχρονα και πολύ για τους ανθρώπους). Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί απόκρυφα μυστήρια στην ψυχή, αν κρίνουμε από τους βίους και τα γραπτά των Αγίων.
Και περαιτέρω, αρχίζει ο «στολισμός της ψυχής», που θα πει ότι ο Θεός είναι ικανός, αυτήν την αδύναμη ψυχή, που δεκαετίες παιδευόταν και δεν «πρόκοβε» πνευματικά, και ήταν δέσμια αυτού ή εκείνου του πάθους, επειδή ακριβώς δόθηκε στον Θεό, τον εμπιστεύτηκε και έλπισε σ’ Αυτόν, να την γεμίσει με κάθε είδους αρετή. Σταθεροποιείται κανείς στο αγαθό, μένει μόνιμα στην κατάσταση της αρετής (σε απόλυτο βαθμό, αυτή η σταθεροποίηση χαρακτηρίζει μάλλον τα Έσχατα).
Μαζί μάλιστα με τις διάφορες αρετές, φθάνει και αυτό που λέγεται «καθαρότης καρδίας», και που είναι, θαρρώ, αληθινή αδελφή, ή τέκνο της ταπείνωσης.
Δεν είναι ότι απλά κάνει κανείς «καλές πράξεις», είναι ότι, βαθύτερα, ο έσω άνθρωπος είναι γεμάτος διαύγεια, ολοφώτεινος, αγνός, όμορφος σαν ένα ολοκάθαρο πρωινό.
Αυτή η «καθαρότητα της καρδιάς» (παντελώς άγνωστη στον κόσμο της φιλοσοφικής ηθικής, που επικεντρώνεται κατ’ ουσίαν στην συμπεριφορά), για την οποία πάλεψαν τόσο οι ασκητές, παλαιοί αλλά και σύγχρονοί μας, νομίζω ότι κάνει την ψυχή όμορφη σαν ένα άδολο παιδί μπροστά στον Κύριο.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Και έτσι, αυτό που μετρά δεν είναι τόσο μεμονωμένα οι αρετές, όσο «ο όλος άνθρωπος» και μάλιστα «ο καρπός αυτού» (επίσης άλλη παντελώς άγνωστη για την φιλοσοφική ηθική πραγματικότητα).
Ο όρος αυτός, αν και όχι συχνός, είναι στην πραγματικότητα σημαντική φιλοκαλική έννοια. Σημαίνει τελικά, ότι καθένας από μας θα γεννήσει, κατά βάση, ένα και μόνο «έργον», έναν «καρπό». Ως φαίνεται, βαθύτερα οι αρετές, οι καλοί λογισμοί, οι καλές πράξεις κλπ, αν υπάρχει «εαυτός με σωστή στάση ενώπιον του Θεού», συνδέονται μυστικά μεταξύ τους, απαρτίζουν ένα και μοναδικό, όπως είπαμε, έργο.
Γι’ αυτό άλλωστε και η Αγία Γραφή δεν λέγει απλώς «κάντε καλές πράξεις», αλλα «ποιήσατε καρπούς αξίους της μετανοίας». Ποιος είναι τελικά αυτός ο καρπός; Ο πατήρ Συμεών, ακολουθώντας τα εκλεκτά και θεολογικά «τολμηρά» νοήματα που περιλαμβάνει η Φιλοκαλία, (πχ Άγιος Μάξιμος), τολμά να γράψει ότι ο άνθρωπος του Θεού στην πραγματικότητα «ωδίνει» και τελικά γεννά το ίδιο το Άγιο Πνεύμα!
Μπορεί να συμβεί όμως δυστυχώς και το αντίθετο, να «ωδίνει» δηλαδή κανείς, να «βασανίσει» το κακό μέσα του, και τελικά αυτό και να γεννήσει. (Από αυτό το δεινό μας γλιτώνει όμως, όπως είπαμε, η αληθινή, πάντα «φιλάνθρωπη», υπακοή).
Περαιτέρω, ο πατήρ Συμεών λύνει και την εξής απορία, που έχουμε οι περισσότεροι από μας: πώς μπορεί ο άνθρωπος του Θεού, πχ ο Δαβίδ, με τόση ταπείνωση, αυταπάρνηση κλπ, να συμμετέχει σε πολέμους κατά των «εχθρών» του, εναντίον των οποίων συχνά μάλιστα στους Ψαλμούς καταφέρεται, και, επιπρόσθετα, να συμμετέχει μάλιστα σε μάχη κατά του πολυαγαπημένου του γιου Αβεσσαλώμ, ο οποίος και, τελικά, στην έκβαση της μάχης, σκοτώνεται;
Ο Δαβίδ λοιπόν δεν έπασχε από καμιά αρχομανία ή φιλοδοξία. Ο Θεός τού εμπιστεύτηκε ένα πολύ υπεύθυνο αξίωμα , του βασιλιά του Ισραήλ, και μάλιστα όχι κατά μία εξωτερική έννοια: μέσα στον Δαβίδ κατοικούσε ο Θεός, και δι’ αυτού ήθελε ο Θεός να συμβούν ορισμένα πράγματα στον Ισραήλ. Γνωρίζοντας αυτό, ο μεγάλος αυτός βασιλιάς και Προφήτης είχε την «τόλμη», αυτή την παρρησία, να θεωρεί αυτούς που τον πολεμούσαν, τους δικούς του δηλαδή εχθρούς, και εχθρούς του Θεού.
Πρόκειται για μια αγία τόλμη, που προσιδιάζει ίσως, σκέπτομαι εγώ, στους αγίους άνδρες, σαν τον Απόστολο Παύλο, που επίσης έχει την παρρησία να πει, προς το τέλος της ζωής του, «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος».
Μια τέτοια παρρησία, για όσους δεν έχουν αυτήν την αρετή και αγιοπνευματική χάρη, είναι ασφαλώς αυθάδεια, και μάλιστα ενώπιον του Θεού. Τελικά, ο αληθινός δούλος του Κυρίου δοξάζει με τα έργα του τον ίδιο τον Θεό.
Να γιατί άλλωστε τιμώνται τόσο στην Εκκλησία πρώτα οι μάρτυρες («το μαχαίρι έρχεται πρώτο», γράφει ο πατήρ), αλλά φυσικά και οι όσιοι. Εκκλησία, για να θυμηθούμε έναν υπέροχο παλιό ορισμό, είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες».
----------
Σκιαγράφησα, κατ’ άκρα συντομία, και με κίνδυνο να προδώσω, δυστυχώς, την διδασκαλία του πατρός Συμεών Κραγιοπούλου για την πνευματική ζωή (προτρέπω φυσικά τον αναγνώστη να διαβάσει κατ’ ευθείαν τα ίδια τα έργα του πατρός).
Προσπάθησα ωστόσο να καταδείξω την διαφορά που τον χωρίζει από τον ηθικισμό, την ηθική των «καλών πράξεων», τον ευσεβισμό.
Προσπάθησα επίσης συντομότατα να δείξω ότι το έργο του είναι μια «επικαιροποίηση», για να το πούμε έτσι, μια δικαίωση ταυτόχρονα της Φιλοκαλίας, η οποία, κατά τον σύγχρονο αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας, διαπνέεται από εκκλησιοκεντρικό και ευχαριστιακό φρόνημα (προσωπική άσκηση και μυστηριακή ζωή, μολονότι δεν μπόρεσα να επιμείνω σε αυτό, συνδέονται στο έργο του π. Συμεών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συνδέονται και στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο).
Ακόμη λιγότερο επέμεινα δυστυχώς στο φιλοσοφικό ενδιαφέρον που έχει το έργο του, μολονότι πχ ο τρόπος που υπερβαίνει την μεταμοντέρνα, αποδομητική ηθική (πχ την επικεντρωμένη στο Νόμο, αλλά όχι και στο Έλεος της Παλαιάς Διαθήκης, φιλοσοφία του Λεβινάς) ή και που κατ’ ουσίαν αποδομεί την «κανονιστική», «συμπεριφοριστική» ηθική του Καντ, θα έγινε ολοφάνερος, στον ενήμερο[i] αναγνώστη [ii].
Το πρώτο μέρος εδώ
[i]Αισθάνομαι άλλη μια φορά την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης κ. Νικόλαο Κόιο, που πρώτος μου υπέδειξε, σε σχετική συνομιλία μας, τον φιλοκαλικό πυρήνα της σκέψης του πατρός Συμεών Κραγιοπούλου.
[ii]Αναφέρθηκα περισσότερο στα βιβλία «Αδάμ, πού ει» και «Ο άνθρωπος του Θεού», μολονότι άντλησα υλικό και από άλλα συγγράμματα του ιερού αυτού συγχρόνου Πατρός.
Δημήτρης Γ. Ιωάννου