Λογοτεχνία και τα επί μέρους - Point of view

Εν τάχει

Λογοτεχνία και τα επί μέρους






Τι είναι η νουβέλα;

Η νουβέλα είναι αφηγηματικό είδος της λογοτεχνικής πεζογραφίας το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συντομία στην έκταση, η οποία κυμαίνεται μεταξύ του συντομότερου διηγήματος και του εκτενέστερου μυθιστορήματος και παράλληλα από τον ρεαλισμό του ύφους του και την ύπαρξη συγκεκριμένης πλοκής. Γενικά στη νουβέλα το βάρος του συγγραφέα ρίχνεται περισσότερο στην ηθογραφία και ψυχογραφία των χαρακτήρων και όχι τόσο στα αναφερόμενα επεισόδια και την πλοκή τους. Ο διεθνής αυτός όρος, novella, προέρχεται από το λατινικό επίθετο novus, νέος, και φέρεται να χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Βοκάκιο για τις ιστορίες με τίτλο Το Δεκαήμερο.


Αρχαιότατη και πολύ πλούσια είναι η νουβέλα της Ασίας, ιδιαίτερα εκείνη που αναπτύχθηκε στον ινδικό χώρο. Έτσι, για παράδειγμα, η περίφημη συλλογή Καλίλα και Ντμίναπροήλθε σχεδόν ολοκληρωτικά από την Παντσατάντρα, (pantca-tantra, πέντε βιβλία) ενώ η αραβική νουβέλα αντπροσωπεύεται από το έργο Χίλιες και μία νύχτες. Κατά το 17ο και το 18ο αι. το είδος παράκμασε εντελώς, αναστήθηκε ωστόσο με το ρομαντισμό, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ο τονισμός του αισθηματικού και ψυχολογικού στοιχείου. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς νουβέλας την περίοδο αυτή είναι ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Αλεξάντρ Πούσκιν στη Ρωσία, ο Προσπέρ Μεριμέ στη Γαλλία, o Μωπασάν, ο Θερβάντες, κ.α. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, νουβέλες έχουν χαρακτηριστεί Τα ρόδινα ακρογιάλια του Παπαδιαμάντη, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Ο Κατάδικος του Κ. Θεοτόκη, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα καθώς και κάποια ακόμα έργα των Ζαμπελίου, Καλλιγά, Βιζυηνού, Δροσίνη, Κονδυλάκη, Νιρβάνα, Πικρού, Παρορίτη, Κοκκίνου και Χατζοπούλου καίτοι χαρακτηρίστηκαν άλλα ως διηγήματα και άλλα ως μυθιστορήματα που όμως παρουσιάζουν την ηθογραφική διαφορά.


Τον 20ο αι. τελικά ταυτίστηκε οριστικά με το σύντομο διήγημα. Δάσκαλοι αυτής της νουβέλας θεωρούνται ο Τζαίημς Τζόυς με το Οι Δουβλινέζοι, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ κ.α.


Τι είναι το αφήγημα;


Το αφήγημα είναι: 


Λογοτεχνικό είδος του πεζού λόγου. Όπως φανερώνει και η ονομασίατου, συγγενεύει περισσότερο με το διήγημα. Υπάρχουν όμως μεταξύ τους βασικές διαφορές. Το διήγημα έχεικαθιερωθεί ως συγκεκριμένο είδος του γραπτού λόγου, παρότι που ως όρος δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι που τοδιηγείται κανένας. Το κείμενό του έχει αυστηρή διάταξη και καθορισμένη μορφή. Αντίθετα το α. λειτουργεί πάντα ωςπροφορικός λόγος και παρουσιάζει χαλαρότητα, επιτρέπει δηλαδή στον αφηγητή να χρησιμοποιήσει όποια φράσηνομίζει εκείνος πιο κατάλληλη για να δώσει ζωντάνια στην αφήγησή του. Η αξία της αφήγησης σχετίζεται άμεσα μετην ευφράδεια και την παραστατικότητα του αφηγητή. Ο μόνος περιορισμός που υπάρχει στο α. είναι η προσήλωσηστη βασική ιδέα, αυτήν που αποτελεί τον σκελετό του. Το περιεχόμενό του περιλαμβάνει κατά κανόνα κάποιοπεριστατικό με απλή δράση, χωρίς ψυχολογικές ή συναισθηματικές διεισδύσεις και απευθύνεται σε ακροατήριοαπλών ανθρώπων, χωρίς απαιτήσεις ιδιαίτερου προβληματισμού. Αυτό όμως δεν αποκλείει να έχει και κάποιομήνυμα ή δίδαγμα. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο α. και το διήγημα είναι ότι και τα δύο παρουσιάζουν, μέσα σε μικρήέκταση, ένα ολοκληρωμένο νόημα. Στα α. περιλαμβάνονται οι διάφορες προφορικές εξιστορήσεις, από συνηθισμέναπεριστατικά εως τα ιστορικά γεγονότα. Περιλαμβάνονται ακόμα και τα ανέκδοτα, τα παραμύθια, ο θρύλοι, οιπαραβολές και άλλες σχετικές εξιστορήσεις, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν μετατραπεί σε άλλο λογοτεχνικό είδος(οι θρύλοι σε έμμετρο λόγο).


Τι είναι το διήγημα;


Το διήγημα είναι λογοτεχνικό είδος σύντομης σε έκταση αφηγηματικής πεζογραφίας. Είναι πιο μικρό από τη νουβέλα και πολύ πιο μικρό από το μυθιστόρημα, αν και τα όρια μεταξύ των τριών αυτών κατηγοριών είναι κάπως υποκειμενικά. 


Τα διηγήματα έχουν την τάση να είναι λιγότερο περίπλοκα από ότι τα μυθιστορήματα. Συνήθως επικεντρώνονται σε ένα μόνο επεισόδιο, έχουν μία πλοκή, μικρό αριθμό χαρακτήρων, εκτυλίσσονται σε έναν χώρο, και καλύπτουν σύντομη χρονική περίοδο. 


Μεγαλύτερα σε έκταση λογοτεχνικά είδη τείνουν να παρουσιάζουν τα ακόλουθα στοιχεία δομής: έκθεση (η εισαγωγή τόπου, χρόνου και χαρακτήρων), περιπλοκή (το γεγονός της ιστορίας που φέρνει τη σύγκρουση, δράση, κρίση και η καθοριστική στιγμή για τον πρωταγωνιστή και αποφάσεις για περαιτέρω δράση), κλιμάκωση (το σημείο του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος σχετικά με τη σύγκρουση και το σημείο της ιστορίας με τη μεγαλύτερη δράση), επίλυση (το σημείο της ιστορίας στο οποίο λύνεται η σύγκρουση) και ηθικό δίδαγμα. 


Λόγω της σύντομής του έκτασης, τα διηγήματα σπάνια έχουν την πιο πολύπλοκη δομή των μυθιστορημάτων. Για παράδειγμα, πολλά σύγχρονα διηγήματα δεν κάνουν εισαγωγή στον χώρο και χρόνο που εκτυλίσσεται η ιστορία ή στους χαρακτήρες. Συχνά γίνεται είσοδος εξ εφόδου και η ιστορία αρχίζει με δράση, χωρίς την αναμενόμενη εισαγωγή. Όπως συμβαίνει και με το μυθιστόρημα, η πλοκή του διηγήματος έχει επίσης (συνήθως) κλιμάκωση, κρίση ή σημείο καμπής. Όμως το διήγημα συχνά έχει απότομο και ανοιχτό τέλος, και δυνατό να μην έχει κάποιο ηθικό δίδαγμα. 


Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιορίσει κάποιος αν ένα αφήγημα είναι διήγημα ή νουβέλα, ή αν είναι νουβέλα ή μυθιστόρημα. Ένας κλασικός ορισμός του διηγήματος είναι ότι πρόκειται για ανάγνωσμα που μπορεί να διαβάσει κανείς σε μία δόση (άποψη που παρουσιάζεται στο δοκίμιο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε Φιλοσοφία της σύνθεσης το 1846). Άλλοι ορισμοί θέτουν μέγιστο αριθμό λέξεων, όμως οι απόψεις ποικίλλουν.

Τι είναι το δοκίμιο;


Το δοκίμιο ορίζεται ως πεζό κείμενο περιορισμένης συνήθως εκτάσεως, που πραγματεύεται συγκεκριμένο θέμα χωρίς να το εξαντλεί, εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος και δεν ταυτίζεται ούτε με λογοτεχνικά κείμενα ούτε με εμπεριστατωμένες μελέτες.

Οι Scholes και Klaus στα "Στοιχεία του δοκιμίου" κατατάσσουν το δοκίμιο στα λογοτεχνικά είδη μαζί με το πεζογράφημα, το θεατρικό έργο και το ποίημα, επισημαίνοντας παράλληλα ότι "η πειθώ βρίσκεται στο κέντρο όλων των δοκιμίων", άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα. Ορίζουν τέσσερα είδη δοκιμίου, το δοκίμιο πειθούς (αποδεικτικό δοκίμιο), το αφηγηματικό δοκίμιο, το δραματικό και το στοχαστικό δοκίμιο.

Το δοκίμιο γενικότερα είναι ένα μικρό μελέτημα, το οποίο αναφέρεται σε κάποιο θέμα που μέχρι στιγμής δεν έχει λυθεί. Για το λόγο αυτό ο δοκιμιογράφος πρέπει να προσπαθήσει να δημιουργήσει απορίες στον αναγνώστη και να τον ωθήσει να ερευνήσει κι ο ίδιος το θέμα του.

Αν και υπάρχουν πολλά είδη δοκιμίων, συνηθίστηκε να θεωρούνται ως δοκίμια τα μελετήματα που έχουν φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, επιστημονικό, τεχνοκριτικό, θεολογικό και φιλολογικό περιεχόμενο.

Ως σπουδαιότεροι δοκιμιογράφοι της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θεωρούνται οι: Γεώργιος Θεοτοκάς, Ευάγγελος Παπανούτσος, Χρήστος Μαλεβίτσης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Άγγελος Τερζάκης, Πέτρος Χάρης, Μάρκος Αυγέρης και Ανδρέας Καραντώνης, Γεράσιμος Αλεξανδράτος.


Τι είναι το χρονογράφημα;


Χρονογράφημα ονομάζεται το ελαφρύ πεζό λογοτέχνημα, που δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό. Συνήθως πραγματεύεται ζητήματα κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά, θέματα της επικαιρότητας που απασχολούν την κοινή γνώμη αλλά όχι κατ’ ανάγκην πολιτικά. Στο χρονογράφημα, ο γράφων αναπτύσσει το δικό του, προσωπικό ύφος που συνήθως συνδυάζει τη χάρη με την ευφυολογία ή ακόμα και την ειρωνεία. Σκοπός του χρονογραφήματος είναι κυρίως η τέρψη του αναγνώστη μέσα από ένα διδακτικό ή ηθοπλαστικό περιεχόμενο. Αφορμή για συγγραφή χρονογραφήματος μπορεί να δώσει οτιδήποτε: μια εντύπωση, ανάμνηση, ιστορία, κριτική, ασήμαντο καθημερινό γεγονός, κλπ.

Η λέξη είναι νεολογισμός, που κατασκευάστηκε από τους λόγιους του 19ου αιώνα, για να χαρακτηρίσει αυτό το νέο είδος πεζού λόγου.

Τη καλύτερη περιγραφή του χρονογραφήματος τη δίνει ο Σπύρος Μελάς στο πρώτο του χρονογράφημα από τις στήλες της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» στις 28.5.1931 όπου ορίζει το είδος γράφοντας προς τους αναγνώστες

«… έλαβα τη ρητή και κανονική εντολή από τη διεύθυνση των «Αθηναϊκών Νέων», την αρχισύνταξιν (και το λογιστήριο, εννοείται) να σας συγκινώ, να σας ενθουσιάζω, να σας ζωγραφίζω, να σας θυμώνω, να σας ενδιαφέρω, και προπάντων να σας διασκεδάζω από αυτή τη στήλη κάθε μέρα.»

Απαρχή του είδους θεωρούνται τα λιβελλογραφικά φυλλάδια, που την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, κυκλοφορούσαν σχολιάζοντας αρνητικά το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ και τη Μαρία Αντουανέττα, καθώς και τους ευγενείς της Αυλής.





Τι είναι το μυθιστόρημα;


Το μυθιστόρημα είναι είδος του λογοτεχνικού πεζού λόγου. Θεωρείται το σπουδαιότερο μαζί με το διήγημα. Ο λογοτέχνης-συγγραφέας μυθιστορημάτων ονομάζεται μυθιστοριογράφος.


Μυθιστόρημα είναι το πεζογράφημα, που έχει δημιουργηθεί καθ' ολοκληρία από τη φαντασία, στο οποίο οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε προκαθορισμένη διάταξη, που ορίζει ο δημιουργός του. Το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αξιόλογου μεγέθους και οπωσδήποτε να μην είναι μικρότερο των 50.000 λέξεων. Αν είναι μικρότερο τότε υπάγεται στην κατηγορία της νουβέλας και ακόμα μικρότερο σε εκείνη του διηγήματος. Το είδος έχει τις ιστορικές ρίζες του, τόσο στην περίοδο της μεσαιωνικής και στις αρχές της σύγχρονης εποχής, όσο και στο ρομαντισμό και στην παράδοση της νουβέλας. Ο περαιτέρω ορισμός του μυθιστορήματος ενέχει πολλές δυσκολίες. Τα περισσότερα κριτήρια για τον ορισμό του είναι αυθαίρετα και έχουν σχεδιαστεί για να δημιουργούν περαιτέρω συζητήσεις για τις ιδιότητες που πρέπει να διαθέτουν.


Κατά μία άλλη θεωρία μυθιστόρημα είναι το σύγγραμμα, το οποίο εκτυλίσσεται γύρω από μία συγκεκριμένη ιστορία, την οποία αναπτύσσει σταδιακά ο συγγραφέας. Η πλοκή είναι συνήθως υποθετική με κάποια πραγματικά στοιχεία μέσα της. Αποτελεί λογοτεχνικό είδος γραμμένο σε πεζό λόγο. Η διαφορά του με το διήγημα ή τη νουβέλα έγκειται στην έκταση και στο πλήθος των κεφαλαίων του. Συνήθως ως μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ένα τέτοιο κείμενο όταν ξεπερνά τις 300 σελίδες, νουβέλα όταν βρίσκεται στις 100-300 σελίδες και διήγημα με ως 100 σελίδες.


Τον όρο «μυθιστόρημα» τον χρησιμοποίησε πρώτος ο Αδαμάντιος Κοραής. Οι κατηγορίες του μυθιστορήματος είναι ιστορικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ερωτικό, ψυχολογικό.


Φύση του μυθιστορήματος


Το μυθιστόρημα μπορεί να εκτείνεται σ` ολόκληρο βιβλίο και εξιστορεί τη ζωή και τις περιπέτειες ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων, με κεντρικό ήρωα και πλοκή. Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι μυθιστορημάτων: το αισθηματικό, το ψυχολογικό και το κοινωνικό. Το αρχαιότερο στη διεθνή λογοτεχνία είναι ένα αιγυπτιακό, σε πάπυρο του 2000 π.Χ. περίπου, όπου οι τρεις γιοι του Χέοπα διηγούνται γεγονότα του 3000 π.Χ. Στην Ινδία το μυθιστόρημα εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. ενώ στην Ελλάδα τον 1ο αιώνα π.Χ. με το έργο του Νίνου, που απόσπασμά του βρέθηκε σε πάπυρο κατά το 1893, και τα Ερωτικά παθήματα του Παρθενίου του Νικαέα, που διασώζονται. Το 2ο αι. μ.Χ. γράφουν μυθιστορήματα ο Χαρίτωνας από την Καρία, ο Ξενοφών ο Εφέσιος, ο Αχιλλεύς Τάτιος, ο Λόγγος (Τα κατά Δάφνιν και Χλόην) και τον 4ο αι. μ.Χ. ο Ηλιόδωρος.


Το μεσαιωνικό και αναγεννησιακό μυθιστόρημα


Κατά τον μεσαίωνα έκανε την εμφάνισή του και το έμμετρο μυθιστόρημα, όπως Το ρομάντζο της Τροίας του Σεντ Μορ (1160). Πλουσιότερη όμως σε παραγωγή μυθιστορημάτων παρουσιάζει η Αναγέννηση. Τώρα κυριαρχεί το βουκολικό μυθιστόρημα, όπως η Αρκαδία (1504) του Ιταλού Σαναζάρο. Το πιο αριστουργηματικό όμως είναι ο Δον Κιχώτης του Ισπανού Θερβάντες (1547 - 1616), που θεωρείται πρωτοποριακό και καινοτόμο. Ακολούθησαν το Γαργαντούας και Πανταγρουέλ του Ραμπελέ (1483 - 1553), Ρόζαλιντ του Τόμας Λοντζ (1558 - 1625) κ.ά. Ο 18ος αιώνας έχει να παρουσιάσει αξιόλογα ονόματα, όπως τον Λε Σαζ, τον Ντάνιελ Ντεφόε, τον Βολταίρο, τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τον Ντενί Ντιντερό, τον Φρανσουά Πρεβό (Μανόν Λεσκώ), τον Μπερναντέν ντε Σεν Πιέρ.


Η άνθηση του μυθιστορήματος


Ο 19ος αιώνας έχει να επιδείξει μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Ανθρώπινη κωμωδία), τον Εμίλ Ζολά (Νανά, 1880), τον Σταντάλ (Το κόκκινο και το μαύρο, 1830), τον Φλομπέρ (Μαντάμ Μποβαρί, 1857), τους δύο γίγαντες της ρωσικής λογοτεχνίας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Λέοντα Τολστόι και τον Ιβάν Τουργκένιεφ. Στην Αγγλία επίσης εμφανίζονται οι Γουόλτερ Σκοτ (εισηγητής του ιστορικού μυθιστορήματος), Κάρολος Ντίκενς, Τζορτζ Έλιοτ κ.ά. Ιστορικό μυθιστόρημα έγραψαν και οι Γάλλοι Βίκτωρ Ουγκώ, Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας) κ.ά., καθώς και Γερμανοί, όπως ο Βίλελμ Χέριγκ κ.ά. Ο 20ός επίσης αιώνας έχει να επιδείξει μεγάλα αναστήματα, όπως τους Φραντς Κάφκα, Τζέιμς Τζόυς, Σόμερσετ Μομ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γκράχαμ Γκριν, Ανατόλ Φρανς, Αντρέ Ζιντ, Ρομέν Ρολάν, Αντρέ Μαλρώ, Αλμπέρ Καμύ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τζον Στάινμπεκ, Ουίλιαμ Φόκνερ, Μαξίμ Γκόρκι, Ιλία Έρενμπουργκ, Μπορίς Παστερνάκ, Τόμας Μαν, Λουίτζι Πιραντέλλο, Αλμπέρτο Μοράβια, Κνουτ Χάμσουν κ.ά.
Το νεοελληνικό μυθιστόρημα


Πατέρας του νεοελληνικού μυθιστορήματος φέρεται να είναι ο Στέφανος Ξένος (1821 - 1894), που έγραψε Τον διάβολον εν Τουρκία κ.ά.. Ιστορικά μυθιστορήματα έγραψαν επίσης οι Σπυρ. Ζαμπέλιος και Κ. Ράμφος. Ο Π. Καλλιγάς (1814 - 1896) με τον Θάνο Βλέκα στρέφεται προς τη ζωή και τον άνθρωπο· τον ακολουθούν οι Δημήτριος Βικέλας, Εμμανουήλ Ροΐδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Γιάννης Ψυχάρης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παύλος Νιρβάνας κ.ά., στο έργο των οποίων πλεονάζει το ηθογραφικό στοιχείο, ενώ οι Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κ. Παρορίτης και Κωνσταντίνος Χατζόπουλος καλλιεργούν το κοινωνικό μυθιστόρημα.


Η γενιά του 30΄


Οι μυθιστοριογράφοι του μεσοπόλεμου εγκαταλείπουν την ηθογραφία και δίνουν στο μυθιστόρημα πλάτος, βάθος και καθολικότητα, πλαταίνοντας έτσι τα όριά του. Αντιπροσωπευτικοί είναι οι Στρατής Μυριβήλης, Νίκος Καζαντζάκης, Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Άγγελος Τερζάκης,Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Κοσμάς Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Μ. Καραγάτσης, Γ. Δέλιος, Λουκής Ακρίτας, Λιλίκα Νάκου, Τατιάνα Σταύρου.


Οι νεώτεροι


Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το μυθιστόρημα γνώρισε θαυμαστή καρποφορία στην Ελλάδα. Έγινε το έπος της σύγχρονης ζωής και αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη λογοτεχνική εκδήλωση της εποχής μας. Χαρακτηριστικά του είναι η απαλλαγή από τις γλωσσικές προκαταλήψεις και καλλιέργεια της μορφής, εμπλουτισμός με αφθονότερα εσωτερικά στοιχεία και απόδοση της πολυτάραχης σύνθεσης του σύγχρονου ανθρώπου. Οι ρίζες του είναι ριζωμένες βαθιά στα έδαφός μας, ακολουθεί όμως συγχρόνως και τα ρεύματα που κάθε φορά επηρεάζουν το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, προς το οποίο ποιοτικά είναι ισότιμο και ισάξιο. Μυθιστοριογράφος της περιόδου αυτής με διεθνή απήχηση είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος με τις μεταφράσεις του Καπετάν Μιχάλη και του Ζορμπά έσπασε το φράγμα της ελληνικής απομόνωσης από τη διεθνή λογοτεχνία.


Τι είναι λογοτεχνία;


Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από τη γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των - γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό, λοιπόν, που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι' αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.

Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει τη Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου. Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση».

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία». Μια τέτοια εξέταση, η οποία βέβαια δε στοχεύει στη διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.

Ιστορία του όρου

Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 12 αι. σε κείμενο του Νικήτα Ευγενειανού, με τη σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Με τη σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Πανταζίδη το 1886, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Μια πρώτη νύξη για τη χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιστορίας της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Müller. Εκεί ο συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία», φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» (τον οποίον χρησιμοποιούσε έπειτα από υπόδειξη του Ι. Πανταζίδη) ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα μνημεία του λόγου και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920 περίπου.


Απόπειρες ορισμού της λογοτεχνίας με εσωτερικά κριτήρια

Η Λογοτεχνία ως μυθοπλασία

Μυθοπλασία είναι η σύνθεση ενός πλαστού μύθου, δηλαδή ενός μύθου επινοημένου από τον συγγραφέα, με φαντασιακά στοιχεία. Ο ορισμός της Λογοτεχνίας με αυτό το κριτήριο παρουσιάζει τις εξής αδυναμίες:
η διάκριση μεταξύ μυθοπλαστικής αφήγησης και αφήγησης γεγονότων δεν ήταν σαφής, ιδίως στους προηγούμενους αιώνες.
στη Λογοτεχνία παλαιότερα συμπεριλαμβάνονταν κείμενα που δεν μπορούν να θεωρηθούν μυθοπλαστικά, όπως επιστολές, πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα.
τα μυθοπλαστικά κείμενα δε θεωρούνται πάντα λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα τα κόμικς.


Η Λογοτεχνία ως ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας


Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από τη συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αυτήν την κατεύθυνση στη μελέτη της λογοτεχνίας έδωσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές, οι οποίοι θεωρούσαν χαρακτηριστικό της λογοτεχνικότητας την ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας: ο λογοτέχνης με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων» «παραμόρφωνε» τη συμβατική γλώσσα, η οποία γινόταν «ανοίκεια» -εξού και η περιώνυμη "ανοικείωση", στην οποία οι οπαδοί του κλάδου συμπύκνωναν τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας. Η ανοικείωση δεν προέκυπτε μόνο από την τοποθέτηση μιας αλλότριας μορφής εκεί όπου η κοινή γλώσσα συνήθιζε να τοποθετεί μία άλλη, πιο οικεία, αλλά και ο ενοφθαλμισμός μιας απλής εκεί όπου αναμενόταν μία σύνθετη. Σε αυτή τη βάση η λογοτεχνικότητα υπάγεται στον όρο "δυσπρόσιτη μορφή", που καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις. Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι οι δυσκολίες του ακριβούς καθορισμού της συμβατικής γλώσσας, από την οποία αποκλίνει η λογοτεχνική. Δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία μεταξύ τού όρου στην ελληνική γλώσσα (Λογοτεχνία) και εκείνου σε άλλες γλώσσες (Literature, littérature, letteratura). Ο όρος Literature καλύπτει το πεδίο των εργασιών που γενικώς θεωρούνται λογοτεχνία, γιατί δεν προδιαθέτει η θέτει όρια. Literature δείχνει προς την έννοια γράμματα, Belles-Lettres, και όχι σε μια τεχνική. Ο λογοτέχνης δεν είναι μόνο τεχνίτης (artisan) του λόγου.


Το λογοτεχνικό κείμενο ως «μη πρακτικό» κείμενο


Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει, για παράδειγμα, από ένα επιστημονικό κείμενο.Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει. Η πρακτική από τη μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι δυνατόν κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δε θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.


Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση


Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ένα κείμενο˙ οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από τη συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που θεωρείται ελάσσων. Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το 1929 έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, άγνωστων ή υποτιμημένων.


Συμπέρασμα


Οι οντολογικές θεωρήσεις του φαινομένου της Λογοτεχνίας τελικά καταλήγουν σε αδιέξοδο, γιατί στηρίζονται στην παραδοχή ότι τα «λογοτεχνικά» χαρακτηριστικά είναι σταθερά και μόνιμα. Αυτή η άποψη όμως ανατρέπεται εύκολα από το γεγονός ότι «οι αντιλήψεις για τη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνίας αλλάζουν διαρκώς» και «τα χαρακτηριστικά της δεν γίνονται αποδεκτά ως ειδοποιά σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο».


Ιστορικο-εξελικτική θεώρηση του λογοτεχνικού φαινομένου


Η εξέταση του «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία» μας αποκαλύπτει ότι μέχρι τον 18ο αι. περίπου η έννοια της Λογοτεχνίας είχε τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από σήμερα. Ο όρος «Λογοτεχνία» ταυτιζόταν με τον όρο «Γραμματεία» και λογοτεχνικά θεωρούνταν οποιαδήποτε κείμενα ήταν υποδείγματα ρητορικής τέχνης. Οι θεωρητικοί προβληματισμοί για τη λογοτεχνία βασίζονταν μέχρι τότε στην Ποιητική του Αριστοτέλη.


Η Λογοτεχνία ως "μίμηση"

Η Ποιητική του Αριστοτέλη ήταν η πρώτη αυτοτελής και συστηματική μελέτη για την ποίηση, όχι όμως με τη σημερική σημασία της ποίησης, αλλά με τη σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε Λογοτεχνία. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση» (κεφ. Ι, 1447a), δηλαδή ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ποιητικά είδη που εξετάζει είναι η τραγωδία και το έπος και αποκλείει από τη μελέτη του τη λυρική ποίηση, επειδή το περιεχόμενό της είναι μη αφηγηματικό, επομένως μη μιμητικό. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την έννοια της ποίησεως με την έννοια του μέτρου, αφού τονίζει ότι ένα έργο σε έμμετρη μορφή δεν είναι κατ' ανάγκην ποιητικό (κεφ. Ι, 1447b).


Από την εποχή της Αναγέννησης ως το τέλος της περιόδου του κλασικισμού η θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Για την αναφορά στο λογοτεχνικό φαινόμενο χρησιμοποιείτο ακόμα ο όρος «ποίηση», ενώ ο πεζός λόγος (Prosa) δεν είχε ακόμα θέση στον λογοτεχνικό κανόνα.


Η λογοτεχνία ως «έκφραση»


Η μεγάλη αλλαγή στη θεώρηση της λογοτεχνίας σημειώθηκε τον 18-19 αι. υπό την επίδραση του Ρομαντισμού. Από τότε η λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας, αλλά ως «έκφρασή» της. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο συγγραφέας με το έργο του δε μιμείται την πραγματικότητα, αλλά «δημιουργεί» μια δική του πραγματικότητα. Η λογοτεχνία θεωρείτο πλέον «έκφραση» του ψυχικού κόσμου του δημιουργού και η έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική λειτουργία (για παράδειγμα την πληροφόρηση ή την πειθώ). Εκείνη την εποχή εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της «πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δε θεωρούνταν απαραίτητες, αφού η σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες.


Την ίδια περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «litteratura» και να αντικαθιστά σταδιακά τον όρο «ποίηση», ο οποίος τελικά περιορίστηκε στη σημασία της «λυρικής ποίησης». Τα λογοτεχνικά γένη αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα νέο σχήμα (Δράμα, Έπος, Λυρική ποίηση) από τον Γκαίτε και τον Χέγκελ τον 19ο αι. και παράλληλα άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της Λογοτεχνίας για να συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα), οποίος είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.


Λογοτεχνική γλώσσα


Η επόμενη θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν αποκλειστικά στην εξέταση της λογοτεχνικής γλώσσας, η οποία ήταν το κριτήριο που διαφοροποιούσε τα λογοτεχνικά από τα μη λογοτεχνικά κείμενα. Η στροφή προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε στις αρχές του 20ού αι. με τους Ρώσους Φορμαλιστές αρχικά και στη συνέχεια με τους Τσέχους και τους Γάλλους δομιστές. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι με αυτήν τη θεώρηση η έννοια της Λογοτεχνίας περιορίστηκε και αντί για το σύνολο κειμένων αναφέρεται πλέον στο μεμονωμένο κείμενο.


Σύγχρονη θεώρηση


Από τη δεκαετία του '80 έγινε έντονος ο προβληματισμός σχετικά με το αν η Λογοτεχνία μπορεί να οριστεί με οντολογικά-εσωτερικά κριτήρια. Αμφισβητήθηκε η άποψη ότι τα λογοτεχνικά έργα έχουν κάποια εγγενή αισθητική αξία, η οποία παραμένει αμετάβλητη. Δόθηκε έμφαση στην ιστορική θεώρηση του φαινομένου και η Λογοτεχνία άρχισε να μελετάται και να προσδιορίζεται σε σχέση με τις κατά καιρούς απόπειρες ορισμού της και θεωρήσεις της λειτουργίας της.


Λογοτεχνικά Ρεύματα


Λογοτεχνικό ρεύμα είναι μια τάση που εμφανίστηκε στην τέχνη σε μια συγκεκριμένη περίοδο και ακολουθήθηκε από αρκετούς καλλιτέχνες.

Κλασικισμός
Ρομαντισμός
Ρεαλισμός
Παρνασσισμός
Νατουραλισμός
Υπερρεαλισμός (ή σουρρεαλισμός)
Αισθητισμός
Μπητ λογοτεχνία


Γένη και είδη του λόγου


Γένη του λόγου ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες, στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου και είδη οι μικρότερες υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την κατάταξη των κειμένων σε είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η χρησιμότητα της κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται αλλά και συχνά αναμειγνύονται. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή, σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου, όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.


Η πεζογραφία αποτελεί είδος γραφής του πεζού λόγου κατά το οποίο ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία την οποία παρουσιάζει σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο, χρησιμοποιώντας τον διάλογο ή συνδυάζοντας τα προηγούμενα. Σκοπός της είναι να εξυπηρετήσει την κοινή ανάγκη του ανθρώπου για συνεννόηση (επικοινωνία). Οι συνηθέστερες μορφές της πεζογραφίας είναι το μυθιστόρημα και το διήγημα. Ο λογοτέχνης - συγγραφέας πεζογραφίας ονομάζεται πεζογράφος και οι τεχνικές αφήγησης (τρόποι) που χρησιμοποιεί "αφηγηματικός τρόπος".


Τα είδη της πεζογραφίας


Η πεζογραφία χωρίζεται στη Διηγηματική πεζογραφία, τη Διδακτική πεζογραφία και τη Δημοσιογραφία


Διηγηματική πεζογραφία

Το μυθιστόρημα
Το διήγημα
Ο μύθος
Το παραμύθι
Η νουβέλα
Η περιγραφή
Η ιστορία
Το χρονογράφημα
Η βιογραφία
Τα απομνημονεύματα
Η επιστολογραφία


Διδακτική πεζογραφία

Το δοκίμιο
Η διατριβή – μελέτη.
Η πραγματεία
Η μονογραφία
Η συγγραφή
via

Pages