Η ιστορία της Εδέμ δεν είναι μια ιστορία ανθρώπων, που τιμωρήθηκαν, επειδή έκαναν ένα λάθος, μια ιστορία ανθρώπων που έχασαν τον Παράδεισο, επειδή δεν ήταν τέλειοι. Είναι η ιστορία των πρώτων ανθρώπων που «αποφοίτησαν», που πέρασαν από τον σχετικά απλοϊκό κόσμο του ζωϊκού βασιλείου στον απείρως πιο περίπλοκο κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης και έμαθαν ότι στην ανθρώπινη ζωή υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο από το να τρως και να ζευγαρώνεις, ότι υπάρχει το καλό και το κακό. Εισήλθαν σε έναν κόσμο, όπου αναπόφευκτα θα κάνουν πολλά λάθη, όχι επειδή είναι αδύναμοι ή κακοί, αλλά επειδή οι επιλογές που έχουν μπροστά τους θα είναι τόσο δύσκολες. Εξίσου μεγάλη, όμως, θα είναι και η ικανοποίηση που θα λάβουν. Διότι, ενώ τα ζώα μπορούν να είναι μόνο χρήσιμα και υπάκουα, οι άνθρωποι μπορούν να είναι και καλοί. Η ιστορία του κήπου της Εδέμ δεν είναι η ιστορία της πτώσης του ανθρώπου, είναι η ιστορία της εμφάνισης του ανθρώπινου είδους...
Δεν πιστεύω ότι η δοκιμή του απαγορευμένου καρπού του Δέντρου της Γνώσης από τους πρωτόπλαστους ήταν αμάρτημα. Ήταν μια από τις πιο γενναίες και λυτρωτικές πράξεις στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Ναι, οι συνέπειές της ήταν οδυνηρές, με τον ίδιο τρόπο που είναι οδυνηρό το να μεγαλώνουμε και να φεύγουμε από το σπίτι των γονιών μας, με τον ίδιο τρόπο που είναι οδυνηρό το να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες του γάμου και της ανατροφής των παιδιών μας, ενώ μένουμε με την απορία: «Γιατί άραγε άφησα την ξεγνοιασιά μου και μπήκα στα βάσανα;» Αλλά για κάποιον, που έχει βιώσει τις περίπλοκες και με κόπο κερδισμένες απολαύσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αξίζει τον κόπο.
Η γυναίκα δεν είναι η «κακιά» της ιστορίας, που υποκύπτει στις επιθυμίες της και φέρνει στον κόσμο την αμαρτία και τον θάνατο. Αντίθετα, μπορεί να ιδωθεί ως η ηρωίδα της ιστορίας, που οδηγεί τον άντρα της στον τολμηρό και πρωτόγνωρο κόσμο των ηθικών απαιτήσεων και αποφάσεων.
Με την ίδια λογική η θρησκεία δεν είναι η επικριτική φωνή της καταδίκης, που μας λέει ότι το φυσιολογικό είναι αμαρτωλό και ότι το καλοπροαίρετο λάθος είναι μια ασυγχώρητη παράβαση που θα μας καταδικάσει για πάντα. Η θρησκεία είναι η φωνή που μας λέει: «Θα σε οδηγήσω μέσα από αυτό το ναρκοπέδιο των δύσκολων ηθικών επιλογών, θα μοιραστώ μαζί σου την ενόραση και τις εμπειρίες των μεγάλων ψυχών του παρελθόντος και θα σου προσφέρω παρηγοριά και συγχώρεση, όταν θα βασανίζεσαι από τις οδυνηρές επιλογές που έκανες».
Το να λέμε ότι τα ανθρώπινα όντα κάνουν λάθη, το να λέμε ότι μπορούν να επιδείξουν μεγαλύτερη σκληρότητα και δόλο σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα όντα, το να λέμε ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια τέλεια ζωή, όπως ένας παίχτης του μπέιζμπολ δεν μπορεί να πετύχει 1000 χτυπήματα, είναι δηλώσεις που αφορούν τα ανθρώπινα όντα και την περιπλοκότητα των επιλογών τους. Το να λέμε, όμως, ότι είμαστε καταδικασμένοι να χάσουμε την αγάπη του Θεού ή να πάμε στην κόλαση εξαιτίας των αμαρτιών μας, είναι μια δήλωση που αφορά όχι εμάς, αλλά το Θεό. Είναι σαν να αμφισβητούμε την αγάπη του Θεού και την συγχώρεσή Του. Είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο Θεός περιμένει από μας την τελειότητα και τίποτα λιγότερο. Προσωπικά συμφωνώ με την πρώτη άποψη, ότι ο άνθρωπος πέφτει και θα πέφτει συνέχεια σε λάθη. Διαφωνώ, όμως, κατηγορηματικά με τη δεύτερη. Αν εγώ είμαι ικανός να συγχωρώ τα σφάλματα των ανθρώπων, να αναγνωρίζω ότι ακόμη και οι καλοί άνθρωποι μπορεί να υποκύπτουν πότε – πότε στις αδυναμίες τους ή ότι οι καλές προθέσεις, οι δικές μου και των άλλων, μπορεί να μην οδηγούν στο σωστό δρόμο, πως είναι δυνατό να μην είναι ο Θεός ικανός, τουλάχιστον για όσα περιέγραψα παραπάνω;