Έχω έντεκα γιους.
Ο πρώτος εξωτερικά δεν είναι άνθρωπος πού προσελκύει- εντούτοις είναι σοβαρός κι έξυπνος. Παρόλα αυτά δεν τον εκτιμώ πολύ, όσο κι αν τον αγαπώ σαν παιδί, όπως και τ’ άλλα παιδιά. Η σκέψη του μου φαίνεται απλοϊκή· δε βλέπει ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε και μακριά. Σ’ αυτό τον περιορισμένο κύκλο τής σκέψης του ολοένα και περιφέρεται, ή καλύτερα στριφογυρίζει.
Ο δεύτερος είναι όμορφος, λυγερός και καλοφτιαγμένος. Τον απολαμβάνεις σαν τον βλέπεις σε στάση ξιφασκίας. Έχει δει πολλά, γι’ αυτό ακόμα κι η φύση κουβεντιάζει μαζί του με περισσότερη εμπιστοσύνη παρά με κείνους πού έμειναν στον τόπο τους. ’Αλλά η προτίμηση αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά και ουσιαστικά μόνο στα ταξίδια, οφείλεται στο αμίμητο αυτού τού παιδιού. Το καταλαβαίνει κανείς, σαν θελήσει, λόγου χάρη, να μιμηθεί το πήδημα πού κάνει στο νερό με τέχνη, με πειθαρχία και με πολλές φιγούρες. Το θάρρος κι η όρεξη φτάνουν ως την άκρη της σανίδας- εκεί όμως, αντί να πηδήξει, ο μιμητής σταματά και σηκώνει τα χέρια με χίλιες δυο δικαιολογίες.
Παρόλα αυτά, ενώ έπρεπε να ’μαι ευτυχισμένος με ένα τέτοιο παιδί, οι σχέσεις μου μαζί του δεν είναι και τόσο καλές. Το αριστερό του μάτι είναι λίγο μικρότερο από το δεξί κι όλο τρεμοπαίζει. ‘Ωστόσο το ελάττωμα αυτό είναι μικρό και κάνει το πρόσωπο ακόμα πιο τολμηρό και κανείς δε μπορεί να το υπολογίσει για ελάττωμα, όταν έρχεται σε σχέση με την κλειστή του φύση. Εγώ, ο πατέρας, το κάνω. Φυσικά δεν είναι αυτό το σωματικό ελάττωμα πού με στενοχωρεί- είναι κάποια ανωμαλία τού μυαλού του πού έχει σχέση με αυτό’ κάποιο δηλητήριο πού κυκλοφορεί στο αίμα του, κάποια αδυναμία πού δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει τα χαρίσματα τής ζωής του, φανερά κι απέναντί μου. Εντούτοις, από την άλλη μεριά, αυτό ακριβώς είναι πού τον κάνει δικό μου γιο, μια πού το ελάττωμά του αυτό είναι ελάττωμα ολόκληρης τής οικογένειας, αλλά σ’ αυτόν είναι κάπως πιο έντονο.
Ο τρίτος γιος είναι επίσης όμορφος, αλλά δεν έχει την ομορφιά πού μου αρέσει. Είναι η ομορφιά τού τραγουδιστή: το ανήσυχο στόμα και το ονειροπαρμένο βλέμμα· το κεφάλι πού χρειάζεται πίσω του ένα παραπέτασμα για να κάνει εντύπωση- το στήθος πού κάνει ατελείς καμπύλες· τα χέρια πού εύκολα υψώνονται κι ακόμα πιο εύκολα χαμηλώνουν τα πόδια πού είναι περήφανα, γιατί δε μπορούν τίποτα να βαστάξουν. Κι επιπλέον: ο τόνος τής φωνής πού δεν είναι πλήρης- μια στιγμή μπορεί να παραπλανήσει κάποιον πού τον κάνει να προσέξει έντονα- κι ύστερα ξεψυχά. Όλα αυτά με βάζουν στον πειρασμό να κάνω επίδειξη τού γιού μου- ωστόσο προτιμώ να τον έχω κρυμμένο. ο ίδιος δε ζητά να κυριαρχήσει όχι γιατί ξέρει πώς έχει αδυναμίες, αλλά από μια αθωότητα. Έτσι νιώθει απομονωμένος μέσα στην εποχή μας. Φαίνεται να ανήκει στην οικογένειά μου, αλλά φαίνεται να ανήκει και σέ μια άλλη πού χάθηκε μέσα στους αιώνες. Πολύ συχνά δεν είναι χαρούμενος και κανείς δε μπορεί να τον παρηγορήσει.
Ο τέταρτος γιος είναι ίσως ο πιο προσιτός κοινωνικά από όλους. Είναι ένα γνήσιο παιδί τής εποχής του πού το πλησιάζει ο καθένας- πατά σέ γη πού είναι κοινή για όλους- κι όλοι δείχνουν πρόθυμοι να τον παινέψουν. ’Ίσως από τη γενική αυτή αναγνώριση ο χαρακτήρας του εκδηλώνεται άνετα, οι κινήσεις του είναι λεύτερες κι οι κρίσεις του είναι απαλλαγμένες από έγνοιες. Μερικά του γνωμικά είναι για να επαναλαμβάνονται συχνά’ αλλά μόνο μερικά γιατί το σύνολο δείχνει μια επιπολαιότητα. Μοιάζει με κάποιον πού πηδά υπέροχα από τα ψηλά, σα χελιδόνι σκίζει τον αέρα, ύστερα όμως χάνεται χωρίς καμιά ελπίδα στη σκόνη τής ερημιάς. Τέτοιες σκέψεις μου δηλητηριάζουν την όψη τού παιδιού αυτού.
Ο πέμπτος γιος είναι αγαπητός και καλός· υπόσχεται περισσότερα από όσα έχει. Είναι τόσο ασήμαντος πού μαζί του κανείς νιώθει μόνος πέρα για πέρα. ‘Ωστόσο το γεγονός αυτό τον κάνει να κερδίζει σέ εκτίμηση. “Αν με ρωτήσουν πώς έγινε αυτό, θα βρεθώ σε δύσκολη θέση και δε θα μπορέσω να απαντήσω. Ίσως η αθωότητα να περνά πολύ εύκολα τα στοιχεία τού κόσμου- κι αυτός είναι αθώος, ίσως μάλιστα και με το παραπάνω. Κοντά σ’ αυτά είναι πρόσχαρος σε όλους, πάρα πολύ πρόσχαρος. Το ομολογώ: δε νιώθω ικανοποιημένος, όταν τον επαινούν μπροστά μου. Αυτό όμως σημαίνει, πώς όταν έχει κανείς να παινέψει κάποιον πού τού αξίζει, όπως είναι ο γιος μου, ο έπαινος είναι κάτι πολύ εύκολο.
Ο έκτος γιος μου φαίνεται, τουλάχιστο με την πρώτη ματιά, ο πιο δυνατός στη σκέψη από όλους. Δύσκολος αλλά και ομιλητικός. Γι’ αυτό δύσκολα τον πλησιάζουν. Σε περίπτωση πού θα χάσει, είναι πολύ συντριμμένος. ”Αν καταφέρει και δείξει υπεροχή, τότε κρατάει τη θέση αυτή με την πολυλογία. Πάντως δεν κρύβω πώς έχει ένα μικρό πάθος. Στο φως τής μέρας πολεμά συχνά με τη σκέψη, σα να ζει όνειρο. Χωρίς να ’ναι άρρωστος -αντίθετα έχει πολύ καλή υγεία- χάνει καμιά φορά τα βήματά του, ιδιαίτερα σα βραδιάζει- ωστόσο δεν έχει ανάγκη από βοήθεια κι ούτε πέφτει κάτω. Είναι πολύ πιθανό να φταίει κι η σωματική του διάπλαση- είναι πάρα πολύ ψηλός για την ηλικία του. Έτσι στη γενική εμφάνιση γίνεται άσχημος, παρόλο πού σε επιμέρους σημεία έχει ξεχωριστές χάρες, όπως λόγου χάρη στα χέρια και τα πόδια. Άσχημο είναι και το μέτωπό του τα κόκαλα και το δέρμα φαίνονται σα να ’ναι ζαρωμένα.
Ο έβδομος γιος είναι ο περισσότερο δικός μου από όλους τούς άλλους. ο κόσμος δε μπορεί να τον εκτιμήσει δεν είναι σε θέση να καταλάβει την εσωτερικότητα τού πνεύματός του. Δεν τον υπερεκτιμώ. Γνωρίζω πώς είναι αρκετά ασήμαντος. Αν ο κόσμος δεν είχε κανένα ελάττωμα παρά μόνο αυτό πού έχει ο γιος μου και τον κάνει ανίκανο να εκτιμηθεί, τότε θα ’ταν άσπιλος. Παρόλα αυτά θα θελα ο γιος μου αυτός να μην ανήκει στην οικογένειά μου. Αγωνιά και σέβεται την παράδοση κι απ’ όσο μπορώ εγώ τουλάχιστο να διαισθανθώ, συνδυάζει αγωνία και σεβασμό σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο. Κι όμως με αυτό το σύνολο δεν είναι ικανός να κάνει τίποτα. Δε μπορεί να προχωρήσει στο μέλλον. Παρόλα αυτά το χάρισμά του αυτό είναι ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο. Θα ’θελα να είχε παιδιά κι αυτά πάλι άλλα παιδιά. Δε βλέπω όμως την επιθυμία αυτή να πραγματοποιείται. Με μια για μένα κατανοητή, αλλά ανεπιθύμητη αυτοϊκανοποίηση, αντίθετη κατά πολύ πηρός το περιβάλλον, τριγυρίζει μόνος, δεν ενδιαφέρεται για κορίτσια και παρόλα αυτά δε χάνει την καλή του διάθεση.
Ο όγδοος γιος μου είναι το παιδί τής οδύνης, χωρίς να ξέρω την αιτία. Με κοιτάζει παράξενα και νιώθω πώς είμαι μαζί του δεμένος πατρικά. ο χρόνος έκανε πολλά καλά. Πρώτα ένιωθα τρόμο, μόνο πού έφερνα το μυαλό μου σ’ αυτό το γιό. Χαράζει το δικό του δρόμο και διέκοψε κάθε επαφή μαζί μου. Με το σκληρό κι ανθεκτικό του κρανίο, με το μικρό του αθλητικό σώμα -μόνο τα πόδια του στη μικρή ηλικία ήταν αδύνατα, στο μεταξύ όμως μάλλον δυνάμωσαν- θα μπορέσει να ορθοποδήσει, όπου κι αν πάει. Συχνά επιθύμησα να τον καλέσω να έρθει κοντά μου, να τον ρωτήσω τί κάνει και ποια σχέδια καταστρώνει είναι όμως πολύ μακριά μου κι έχει περάσει πολύς χρόνος, γιαυτό καλύτερα είναι να μείνουμε όπως είμαστε. ’Ακούω πώς μόνο αυτός από τούς γιους μου έχει γενειάδα. Αυτό δεν πάει σ’ ένα μικρόσωμο άνθρωπο.
Ο ένατος γιος μου είναι πολύ κομψός κι έχει γλυκό βλέμμα πού επιθυμούν οι γυναίκες. Αυτό το βλέμμα του μπορεί να πλανέψει κι έμενα σε μια ευκαιρία. ’Αλλά ξέρω καλά πώς ένα βρεγμένο σφουγγάρι είναι αρκετό για να σβήσει όλη αυτή την υπεργήινη λάμψη. Το χαρακτηριστικό είναι πώς δεν επιδιώκει να πλανέψει κανένα. Θα μπορούσε να περάσει όλη τη ζωή του ξαπλωμένος στον καναπέ, ενώ το βλέμμα του θα πλανιέται στο ταβάνι ή θα ησυχάζει κάτω από τα βλέφαρα. Όταν βρεθεί τυχαία στη θέση πού τού αρέσει, μίλα με πολλή διάθεση και πετυχημένα. Λακωνικά και στοχαστικά, αλλά μέσα στα στενά μόνο όρια. Αν τυχόν και ξεπεράσει τα όριά του, πού δεν το κατορθώνει εύκολα, μια πού είναι τόσο στενά, τότε τα λόγια του γίνονται άδεια. Θα τού έκανε κανείς νόημα να σωπάσει, αν βέβαια υπήρχε κάποια ελπίδα να δει το νόημα η ματιά του πού φαίνεται να ονειροπολεί.
Ο δέκατος γιος μου φαίνεται να ’ναι ανειλικρινής στο χαρακτήρα του. Δεν αμφισβητώ πέρα για πέρα αυτό το ελάττωμά του, ούτε μπορώ και να το επιβεβαιώσω. Είναι βέβαιο, πώς όποιος τον βλέπει να πλησιάζει με μια επισημότητα, ασυμβίβαστη με την ηλικία του, με ένδυμα κουμπωμένο σφιχτά, με παλιό μαύρο καπέλο, βουρτσισμένο πολύ προσεχτικά, με πρόσωπο ανέκφραστο, με ξεπεταγμένο πηγούνι, με βαριά και πλούσια φρύδια, με δυο δάχτυλα στο στόμα -όποιος λοιπόν τον βλέπει έτσι, σκέφτεται: να ένας μεγάλος υποκριτής. Αν τον ακούσει κανείς να μιλά, τού δίνει την εντύπωση μυαλωμένου ανθρώπου πού είναι όλος προσοχή. Λίγο να συνδεθεί με κάποιον κι αρχίζει να διασταυρώνει ερωτήσεις με χτυπητή μοχθηρία.
Βρίσκεται σέ καταπληκτική, αυτονόητη κι εύθυμη συμφωνία με το σύνολο τού κόσμου· μια τέτοια συμφωνία πού κάνει το λαιμό να τεντώνει και το σώμα να υψώνεται. Πολλοί πού κάνουν τον έξυπνο κι έλεγαν πώς το εξωτερικό του τούς απωθούσε, σαγηνεύτηκαν από το λόγο του. Εντούτοις υπάρχουν κι άλλοι πού δεν ενοχλούνται από το εξωτερικό του και βρίσκουν τα λόγια του υποκριτικά. Εγώ, ως πατέρας, δε μπορώ να κρίνω, παρόλο πού πρέπει να ομολογήσω πώς οι τελευταίοι κριτές είναι πιο αξιοπρόσεχτοι από τούς πρώτους.
Ο ενδέκατος γιος μου είναι τρυφερός, ο πιο αδύνατος από τούς γιους μου. ’Αλλά η αδυναμία του είναι φαινομενική. Μερικές φορές είναι δυνατός και σταθερός, άλλα και τότε στο βάθος κρύβεται η αδυναμία. Δεν είναι αδυναμία πού προξενεί ντροπή, άλλα κάτι πού πάνω στη γη μας λογαριάζεται για αδυναμία. Και η τάση για φυγή δεν είναι αδυναμία, μια πού είναι δισταχτικότητα, αβεβαιότητα κι αστάθεια; Τέτοιες εκδηλώσεις παρουσιάζει ο γιος μου. Φυσικά ο πατέρας χαίρεται γι’ αυτές τίς ιδιότητες παρόλο πού οδηγούν την οικογένεια στην καταστροφή. Μερικές φορές με κοιτάζει σα να θέλει να μου πει: θα σε πάρω μαζί μου, πατέρα. Κι εγώ σκέφτομαι: είσαι ο τελευταίος πού θα εμπιστευόμουν. Και το βλέμμα του μου λέει: ας ήταν να ήμουν ο τελευταίος.
******************************
Franz Kafka – Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα
Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924)
πίνακες :Susanne Kleiber