Στον «Θεατή» του 1932, ανακαλύψαμε μια σατυρική πραγματεία περί της… λαιμαργίας των Ελλήνων, που θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας:
Ο Έλλην δεν είνε καθόλου φαγάς, εννοεί όμως να τρώγη συνεχώς… με τα λόγια. Σε καμμιά άλλη γλώσσα του κόσμου δεν γίνεται τόση κατάχρησις του ρήματος τρώγω. Οτιδήποτε και αν θέλη να πή ο Ρωμηός, πάντοτε στο ρήμα αυτό θα καταλήξη.
Άμα θέλει να φοβερίση ο ένας τον άλλον, του λέγει αμέσως ότι θα του φάη το μάτι. Για να δείξη τη φλογερή αγάπη του προς την ερωμένη του, της υπόσχεται να την φάη στα φιλιά. Στον κακόγλωσσο λέμε να φάη τη γλώσσα του. Άμα υπάρχει κάποιος που μας φλυαρεί του φωνάζουμε ότι μας έφαγε τ’ αυτιά.
Θέλει κανείς να εκφράση τον θαυμασμό του για μια γυναίκα; «Μπουκιά και συχώριο» λέγει αμέσως. Δηλαδή και πάλι ο λόγος περί φαγητού.
Ο αδικούμενος παραπονείται ότι του τρώνε το δίκηο. Ο τραυματίας τη στιγμή που πέφτει αιμόφυρτος, φωνάζει σ’ εκείνον που τον ετραυμάτισε: «Μ’ έφαγες σκυλί».
Για τους μελαγχολικούς λέμε ότι τους τρώει το σαράκι. Για τους γκρινιάρηδες ότι τρώγονται με τα ρούχα τους. Για τους έχοντας ερωτικές αποτυχίες ότι τρώνε χυλοπήττες, και για το ανδρόγυνο που μαλλώνει λέμε ότι τρώγεται.
Άμα είναι ανυπόφορος κανείς, του λέμε ότι δεν τρώγεται, και άμα καταλάβουμε ότι πάει να μας κοροϊδέψει, του απαντούμε:
-Άστα και δεν με τρώς με τα λιμά! (σ.σ. Η λέξη λιμά σήμαινε τα υπόλοιπα, ό,τι έχει μείνει, τα ψιλά -σε χρήμα-. Η όλη έκφραση υπονοούσε ότι δεν περνάει πια η μπογιά σου …)
Το παιδί όταν δέρνεται, τρώει ξύλο, και προκειμένου περί ετοιμοθανάτων λέγεται ότι έφαγαν το φυτήλι…
Αλλά που να θυμηθή κανείς όλες της σχετικές εκφράσεις της γλώσσης μας! Οι Έλληνες δεν κάνουν άλλο παρά να αλληλοτρώγωνται νυχθημερόν με τα λόγια, οι δε ξένοι που τους ακούνε νομίζουν ότι η Ελλάς κατοικείται από καννιβάλους, οι οποίοι καταβροχθίζουν αλλήλους σαν κοτόπουλα μετά καταπληκτικής λαιμαργίας.
Ο δε αθάνατος Ρωμηός οσάκις δεν έχει τίποτε άλλο πρόχειρον να φάγη προφορικώς, και πάλιν δεν απελπίζεται. Διότι και τότε… μασάει τα λόγια του».