Από την οδύνη της πείνας στην απατηλή ηδονή του χορτασμού - Point of view

Εν τάχει

Από την οδύνη της πείνας στην απατηλή ηδονή του χορτασμού




Υπάρχει και κάποια άλλη αθλιότητα καθημερινή, είθε να ήταν αυτή και μόνη! Κάθε μέρα επισκευάζομε τα ερείπια του σώματός μας τρώγοντας και πίνοντας, αυτό δε θα συνεχισθεί, μέχρις ότου καταργήσεις και την κοιλιά και τα φαγητά, όταν θανατώσεις την ανάγκη μου με ένα θαυμάσιο χορτασμό, και όταν ντύσεις με αφθαρσία αιώνια το φθαρτό αυτό σώμα. 

Αλλά τώρα αυτή η ανάγκη μου περιέχει απόλαυση και αγωνίζομαι με αυτήν την απόλαυση από φόβο μήπως μ’ αιχμαλωτίσει , καθημερινά δε διεξάγω νέο πόλεμο με νηστεία και υποβάλλω σε δουλεία το σώμα μου. 

Και όμως οι οδύνες μου διώχνονται πάντοτε από την ηδονή. 

Διότι η πείνα και η δίψα είναι οδύνες. 

Καίνε και θανατώνουν, όπως και ο πυρετός, εάν δεν θεραπευθούν από τις τροφές. 

Επειδή δε οι τροφές μας παρέχονται από παντού, χάρη στην παρηγοριά της γενναιοδωρίας Σου, που έθεσε στην υπηρεσία της αδυναμίας τη γη, τον ουρανό και το νερό, ονομάζομε αυτές τις αθλιότητες ηδονές.



Με δίδαξες να θεωρώ τις τροφές σαν φάρμακο. 

Αλλά κάθε φορά που περνώ από την οδύνη της πείνας στη λύτρωση του χορτασμού, η επιθυμία με ενεδρεύει και κατ’ αυτήν ακόμα τη διέλευση, γιατί αυτή η διέλευση είναι ηδονή, δεν υπάρχει δε άλλη για να φθάσει κανείς στο σκοπό, στον οποίο μας ωθεί η ανάγκη. 

Μολονότι δε ο πραγματικός σκοπός του να τρώμε και να πίνομε δεν είναι παρά η διατήρηση της υγεία, εντούτοις προστίθεται και η ηδονή σαν επικίνδυνος συνοδός , κάποτε δε κυριαρχεί και απαιτεί να κάνω γι’ αυτήν, εκείνο που θέλω να κάνω για την υγεία. 

Αλλά το μέτρο της ηδονής και της υγείας δεν είναι ένα και το αυτό: 

ό,τι αρκεί για την υγεία, είναι μικρό για την ηδονή, πάντοτε δε είναι αμφίβολο, εάν η αναγκαία φροντίδα για το σώμα επιζητεί μια περαιτέρω βοήθεια ή αν μας εξαπατά η επιθυμία να εξυπηρετούμε την ηδονή. 

Μέσα σ’ αυτήν την αβεβαιότητα χαίρεται η άθλια ψυχή μας και βρίσκει συγνώμη για τον εαυτό της, επειδή δε αγνοεί τι αρκεί για τη διατήρηση της υγείας, θέτει στη σκιά του προσχήματος αυτού το συμφέρον της ηδονής. 

Καθημερινά προσπαθώ ν’ αντισταθώ στους πειρασμούς αυτούς και επικαλούμαι τη δεξιά Σου και Σε καθιστώ ενήμερο για τους ενδοιασμούς μου, γιατί οι αποφάσεις δεν είναι ακόμη επί του προκειμένου σταθερές.

Ακούω τη φωνή του Θεού μου, που με διατάζει 

«μη βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη». 

Η μέθη είναι μακριά μου, φύλαξέ με, για να μην με πλησιάσει. 

Η λαιμαργία κρυφοκαίει κάποτε στην καρδιά του δούλου Σου. 

Λυπήσου με, για να βρίσκεται μακριά μου. 

Γιατί «ουδείς έσται εγκρατής, εάν συ μη δώσης». 

Πάρα πολλά προσφέρεις σε μας όταν προσευχόμεθα και ό,τι ακόμη λάβαμε, προτού προσευχηθούμε, το λάβαμε από Σένα. 

Ουδέποτε υπήρξα μέθυσος, αλλά γνώρισα μέθυσους, που τους έκανες εγκρατείς. 

Εσύ λοιπόν ενέργησες, ώστε άλλοι μεν να μην είναι ό,τι δεν υπήρξαν ποτέ, άλλοι δε να μην είναι πια ό,τι υπήρξαν για να μάθουν και οι μεν και οι δε , ότι και τα δύο οφείλονται σε Σένα. 


Άκουσα την άλλη φωνή Σου: 

«οπίσω των επιθυμιών μη πορεύου και από ορέξεών σου κωλύου». 

Άκουσα με τη χάρη Σου και τη φωνή εκείνη, που τόσο αγάπησα: 

«ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε εάν μη φάγωμεν, υστερούμεθα», 

και αυτό σημαίνει ότι ούτε το ένα θα μας κάνει πλούσιους, ούτε το άλλο φτωχούς. 

Άκουσα και την άλλη φωνή: 

«εγώ γαρ έμαθον εν οις ειμί αυτάρκης είναι, οίδα και ταπεινούσθαι, οίδα και περισσεύειν. Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με!». 

Να πως μιλεί ένας στρατιώτης στα φρούρια του Κυρίου, και στο χώμα, όπως είμεθα εμείς. 

Αλλά «μνήσθητι Κύριε ότι χους εσμέν» και ότι έπλασες τον άνθρωπο από χώμα «και απολωλώς ην και ευρέθη». 

Ούτε εκείνος, τον οποίο ανέφερα, ό,τι είπε αυτά δια της πνοής Σου, μπόρεσε να το κάνει με την ίδια του δύναμη, γιατί ήταν χώμα και αυτός. 

«Πάντα ισχύω», είπε, «εν τω ενδυναμούντι με»! 

Εσύ δυνάμωσέ με για να μπορέσω. 

Δώσε ό,τι διατάζεις και διάταξε ό,τι επιθυμείς. 

Εκείνος ομολογεί ότι έλαβε τα πάντα από Σένα και ότι, αν δοξάσθηκε, εν Κυρίω δοξάσθηκε. 

Άκουσα και κάποιον άλλο, που ζήτησε τα δώρα Σου, «καταλαβέτω με», είπε, «κοιλίας όρεξις». 

Απ’ αυτό συμπεραίνομε, άγιε Θεέ μου, ότι εκείνος που δίνει τη δύναμη να εκτελούμε τις εντολές Σου, είσαι Συ.

Με δίδαξες, Πατέρα αγαθέ, ότι «πάντα μεν καθαρά» για τους καθαρούς, «αλλά κακόν τω ανθρώπω τω δια προσκόμματος εσθίοντι», «ότι παν κτίσμα Θεού καλόν, και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον»

«Βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ» «μη ουν τις ημάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει». «Ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω». 

Εσύ τα δίδαξες αυτά. Χάρες και επαίνους σε Σένα, το Θεό μου, το διδάσκαλό μου, που απηχεί στα αυτιά μου και φωτίζει την καρδιά μου. Απάλλαξέ με από κάθε πειρασμό. 

Δεν φοβούμαι την ακαθαρσία του κρέατος, αλλά την ακαθαρσία της ακρασίας. Γνωρίζω ότι επιτράπηκε στο Νώε να τρώει οτιδήποτε είδος κρέατος, στον Ηλία να γεύεται σάρκες και ότι τον Ιωάννη, τον υπέροχο για την εγκράτειά του, δεν κηλίδωσαν τα ζώα, που του χρησίμευαν σαν τροφή, δηλαδή οι ακρίδες. 

Γνωρίζω ότι ο Ησαύ παραπλανήθηκε από τον πόθο ενός πινακίου φακής, ότι ο Δαυίδ επιτίμησε τον εαυτό του, επειδή θέλησε να πιεί νερό, και τέλος, ότι ο Βασιλιάς μας δεν πειράχθηκε με κρέας, αλλά με ψωμί. 

Να γιατί και ο λαός στην έρημο έγινε άξιος μομφής, όχι γιατί θέλησε να φάει κρέας, αλλ’ επειδή , έχοντας απόλυτη ανάγκη από τροφή, γόγγυσε κατά του Κυρίου.


Εκτεθειμένος λοιπόν στους πειρασμούς αυτούς, παλεύω καθημερινά κατά της επιθυμίας να τρώγω και να πίνω. 

Γιατί δεν μπορώ εν προκειμένω να προβώ στην απόφαση, ώστε άπαξ δια παντός ν’ απομακρύνω από μένα καθετί που είναι αμαρτωλό και να μην το πλησιάζω πια, όπως μπόρεσα να κάνω με την αφροδίσια ηδονή. 

Μπορώ λοιπόν να θέσω στο στόμα μου χαλινό, τον οποίο άλλοτε να χαλαρώνω και άλλοτε να συσφίγγω. 

Και υπάρχει, Κύριε, άνθρωπος, που να μη συμπαρασύρεται λιγάκι πέρα από τα όρια της ανάγκης; 

Εάν υπάρχει, είναι μεγάλος, και ας δοξάσει το όνομά Σου. 

Αλλ’ εγώ δεν είμαι τέτοιος, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. 

Αλλά και εγώ δοξάζω το όνομά Σου και «εντυγχάνει», μεσιτεύει για τις αμαρτίες μου Εκείνος, ο οποίος «νενίκηκε τον κόσμον», συγκαταλέγοντάς με μεταξύ των ασθενών μελών του σώματός του, γιατί «το ακατέργαστον αυτού είδοσαν οι οφθαλμοί Σου και επί το βιβλίον Σου πάντες γραφήσονται»



Γαστριμαργία = Η κατανάλωση ποσότητας φαγητού μεγαλύτερης απ' όση είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας

Λαιμαργία = Η τάση προς φαγητά που έχουν απολαυστική γεύση ή η κατανάλωση φαγητού αποκλειστικά για ευχαρίστηση.




Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»
Εισαγωγή- Μετάφραση- Σημειώσεις:
ΑΝΔΡΕΑ ΔΑΛΕΖΙΟΥ
Διδάκτορα της Φιλοσοφίας

Pages