Φαεσφόρα Ερανίσματα - Point of view

Εν τάχει

Φαεσφόρα Ερανίσματα




1. Ο καθένας, πιστός ή όχι, που έχει νοιώσει την αξία Χ σαν την υπέρτατη αξία και προσπαθεί να την πραγματοποιήσει στη ζωή του, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη βιομηχανική κοινωνία, παρά τις διαμαρτυρίες τους δεν αγωνίζονται γι αυτή την αξία. Πρόκειται για κενούς, γεμάτους άγχος και απομονωμένους καταναλωτές, που νοιώθουν πλήξη και εξουδετερώνουν την χρόνια κατάθλιψή τους με την υποχρεωτική κατανάλωση. Νιώθοντας περισσότερη έλξη προς τα πράγματα παρά προς τη ζωή και την πρόοδο, πρόκειται για ανθρώπους που επιθυμούν να έχουν ΠΟΛΛΑ και να χρησιμοποιούν ΠΟΛΛΑ και όχι να ΕΙΝΑΙ πολλά.
(Ε.ΦΡΟΜ :Και ως θεοί έσεσθε)...



2. Σε κάθε κοινωνία το πνεύμα του πολιτισμού στο σύνολό του διαμορφώνεται από το πνεύμα των στρωμάτων εκείνων που κατέχουν την ισχυρότερη θέση σ’ αυτή την κοινωνία. Αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος στο γεγονός ότι τα στρώματα αυτά έχουν τη δύναμη να ελέγχουν το εκπαιδευτικό σύστημα, τα σχολεία, την εκκλησία, τον τύπο, το θέατρο και έτσι να διαποτίζουν ολόκληρο τον πληθυσμό με τις δικές τους ιδέες. Παράλληλα, αυτά τα παντοδύναμα στρώματα απολαμβάνουν τέτοιο κύρος, που οι  κατώτερες τάξεις είναι συνήθως πρόθυμες να αποδεχτούν και να υιοθετήσουν τις αξίες τους και να ταυτιστούν μαζί τους ψυχολογικά.
(Ε. ΦΡΟΜ: Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία)

3. H μάζα των ημιμαθών - συναδέλφων – γίνεται, σχεδόν συνειδητά, ο ηθικός αυτουργός της κατάρρευσης του πνευματικού ανθρώπου. Τα κουρντισμένα μηχανάκια των «Δημοσίων», κομπλεξικά και γεμάτα φθόνο, ερεθίζονται σαν οσφρανθούν έναν άνθρωπο διαφορετικό ανάμεσά τους. Όσο αυτός προσπαθεί να περάσει αφανής, τόσο εκείνοι τον κατασκοπεύουν, τον καταδίδουν, τον τυραννούν. Γίνεται ο στόχος τους. Ακριβώς γιατί νοιώθουν πως αυτή του η τάση για αφάνεια, είναι μια απόδειξη ανωτερότητας. Γιατί ξέρουν καλά πως νοιώθουν οι ίδιοι. Πως προσπαθούν να πείσουν τους γύρω τους και να πειστούν πως είναι σπουδαίοι. Αυτός ο απροσάρμοστος κύριος, που δεν δίνει πεντάρα αν τον πουν κακό υπάλληλο, τους σκυλιάζει. Ό,τι αποτελεί τη δόξα του Δημοσίου υπαλλήλου, προκαλεί την περιφρόνηση του πνευματικού ανθρώπου.
(ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ: Καρυωτάκης – Πολυδούρη)

4. Είμαστε καταναλωτές γνώσης και όχι παραγωγοί γνώσης. Η μόνη γνώση που έχει αξία για μας είναι αυτή που προσφέρεται (έτοιμη) μέσα από το σχολικό σύστημα (όχι η γνώση που κερδίζουμε από την προσωπική μας εμπειρία). Η εκπαίδευση και πιο σωστά, τα σχολεία μας, έτσι όπως λειτουργούν στις σημερινές κοινωνίες μας, έχουν ως αποτέλεσμα να διαιωνίζουν εκείνη την αντιληπτική στάση, που μας κάνει να βλέπουμε τη φύση σαν απλό αντικείμενο για εκμετάλλευση, τα υλικά αγαθά σαν το παν, ανεξάρτητα από τον τρόπο που παράγονται, και τη γνώση σαν κάτι αφηρημένο που υπάρχει κάπου έξω από εμάς, άσχετο με την εμπειρία μας. 
(Κρίστοφερ Σμώλ: Μουσική, Κοινωνία, Εκπαίδευση)

5. Τι σκατά απολαύσεις μπορεί να σου προσφέρει η ζωή όταν πρέπει να ξυπνάς στις 6.30 π.μ. από ένα βάρβαρο ξυπνητήρι, να πετιέσαι μισοκοιμισμένος ακόμα από το κρεβάτι, να χέζεις σε ώρα μηδέν, να κατουράς, να βουρτσίζεις τα δόντια σου και τα μαλλιά σου, να αγχώνεσαι μέσα στην παρανοϊκή κίνηση για να φτάσεις στον τόπο δουλειάς σου, όπου ουσιαστικά ξεκολώνεσαι για να κάνεις πλούσιο κάποιον άλλον και είσαι και υποχρεωμένος από πάνω να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία που σου δίνει;
(Τσαρλς Μπουκόφσκι: Άνθρωπος για όλες τις δουλειές)

6. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι παράξενες. Θέλω να πω, για λίγο καιρό ζεις με μια γκόμενα, τρως μαζί της, κοιμάσαι μαζί της, βγαίνεις μαζί της, της μιλάς, την αγαπάς και μετά όλα τελειώνουν. Για ένα διάστημα μένεις μόνος σου, κι ύστερα εμφανίζεται άλλη γυναίκα και κάνεις έρωτα μαζί της, κι όλα είναι φυσιολογικά, ήρεμα σα να την περίμενες όλη σου τη ζωή και σαν σε περίμενε κι εκείνη. Ποτέ δεν αισθάνθηκα σωστά ζώντας ολομόναχος, μερικές φορές ήταν όμορφα μα ποτέ δεν ήταν σωστά. 
(Τσαρλς Μπουκόφσκι: Γυναίκες)

7. Οι Έλληνες έμαθαν από τα ερείπια των αρχαίων ακροπόλεων να είναι μετριόφρονεςστην περηφάνια τους και περήφανοι για την μετριοφροσύνη τους.
(Μπρούνο Σνελλ: Η ανακάλυψη του πνεύματος)

8.                                                                 Ο ΗΓΕΤΗΣ
Ο ηγέτης είναι άριστος
όταν οι άνθρωποι μόλις που
ξέρουν ότι υπάρχει.
Όχι τόσο καλός όταν οι άνθρωποι
υποτάσσονται σ’ αυτόν
και τον ζητωκραυγάζουν.
Κάκιστος όταν τον περιφρονούν.
Αλλά όταν έχει συντελεσθεί το έργο
ενός καλού ηγέτη
που μιλά λίγο
και ο στόχος έχει επιτευχθεί
θα που όλοι «εμείς το κάναμε αυτό»


Λάο – Τσε (Κινέζος σοφός, ιδρυτής του Ταοϊσμού)

9. Η φιλαυτία και η τάση εκμετάλλευσης των άλλων δεν περιορίζεται σ’ ορισμένο μόνο τμήμα της ανθρωπότητας. Με το να απομακρύνει κανείς μια κοινωνική τάξη, δεν απομακρύνει την αδικία, επειδή οι άνθρωποι γενικά και όχι μια ειδική τάξη ευθύνονται για την αδικία.
(Μπράουν: «Ε» και «Π» τεύχος 2, 1986)...



10. Έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο μέσα στα τόσα εκατομμύρια δεν υπάρχουν δυο αγόρια ή δυο κορίτσια όμοια σαν δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή του τα δικά του όνειρα τις δικές του αγάπες τον δικό του εαυτό το δικό του «μπορώ». Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες. Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, επίπεδη. Μιλάνε για λαούς,  μιλάνε για μάζες, κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νοιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακατακτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για την Ρηνιώ, για την Ελένη, για τον μαστρο – Στέφανο … τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί»  ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη.
(Χρόνης Μίσσιος: Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς)

11. Γράφω. Γράφω ότι γράφω. Με βλέπω νοητά να γράφω ότι γράφω κι επίσης μπορώ να με δω που βλέπω ότι γράφω. Με θυμάμαι ήδη να γράφω και επίσης με βλέπω που έγραφα.
Και με βλέπω να θυμάμαι ότι με βλέπω να γράφω και με θυμάμαι βλέποντάς με να  θυμάμαι ότι έγραφα και γράφω βλέποντάς με να γράφω ότι θυμάμαι να με έχω δει να γράφω ότι με έβλεπα να γράφω ότι θυμόμουνα ότι με είχα δει να γράφω ότι έγραφα κι ότι έγραφα ότι γράφω ότι έγραφα.
Επίσης μπορώ να με φανταστώ να γράφω ότι ήδη είχα γράψει ότι θα με φανταζόμουνα να γράφω ότι είχα γράψει ότι με φανταζόμουνα να γράφω ότι με βλέπω να γράφω ότι γράφω.
(Σαλβαντόρ Ελιθόντο: Ο Γραφογράφος)

12. Γεννιόνταν, λέρωναν τα πανιά τους, έφτυναν το γάλα τους (του δίνω όσο μπορώ, ξέρετε), πάχαιναν (δείτε πόσο όμορφο είναι, καθαρίζοντάς του τα σάλια με τη σαλιάρα), μεγάλωναν, φτάνοντας στη μοναδική στιγμή, μια μαγική κι αληθινή στιγμή (ασυλλόγιστοι και ονειροπόλοι, τρελλοί) και μετά οι φίλοι, οι συμβουλές των μεγάλων και οι δασκαλίτσες τους μετέτρεπαν σ’ ένα σύμφυρμα υποκριτών (δεν πρέπει να λέτε ψέματα παιδιά, μην τρώτε τα νύχια σας, μη γράφετε κακά λόγια στους τοίχους, μη χάνετε τα μαθήματά σας), σ’ ένα σύμφυρμα ρεαλιστών, αριβιστών και φιλάργυρων (η αποταμίευση είναι η βάση της περιουσίας). Χωρίς να πάψουν ούτε στιγμή να τρώνε, να χέζουν και να βρωμίζουν ότι αγγίζουν. Μετά, τα επαγγέλματα, τα παντρολογήματα, τα παιδιά. Και πάλι το μικρό τέρας που έφτυνε το γάλα μπροστά στο εκστατικό βλέμμα του πρώην μικρού τέρατος, για να ξαναρχίσει η ίδια κωμωδία. Τσακωμοί για μια θέση στο λεωφορείο ή στη διοίκηση, φθόνος, κακολογίες, ικανοποίηση συναισθημάτων κατωτερότητας, βλέποντας να παρελαύνουν τα τανκς της πατρίδας (νοιώθει δυνατός ο νάνος).  
(Ερνέστο Σάμπατο: Αββαδών ο Εξολοθρευτής)

13. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι ότι η ύλη, σε προσδιοριστική μορφή από την επιστήμη, γίνεται εκρηκτική. Έτσι, το τέλος αυτού του κόσμου, όπου βρίσκομαι και ζω, συμπεριέχεται μέσα στον ίδιο τον κόσμο. Ένα τέλος αλλόκοτο, μέσα σ’ ένα παρανάλωμα φωτιάς. Μιας φωτιάς που, σε φυσιολογικές καταστάσεις, είναι κάτι σπάνιο, κι εκεί που υπάρχει ξεπετιέται αυθόρμητα. Αυτός ο κόσμος, που σε στιγμές άλλες – λόγου χάρη σε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα – φαίνεται τόσο ήρεμος, τρυφερός και απατηλός στην πραγματικότητα κρύβει μέσα στην ίδια του την ύλη μια δαιμονιακή δύναμη καταστροφής. Είναι όμως κρυμμένη κι ολότελα αόρατη. Η αδυναμία μου, λοιπόν, να συλλάβω το ατομικό γεγονός δεν γεννιέται από τη δυσαναλογία μάζας και ενέργειας, αλλά από τη λαθεμένη ιδέα που έχουμε για μια πραγματικότητα φαινομενικά ευχάριστη, που μπορεί να μεταβληθεί μέσα σε μια στιγμή σε κόλαση. Να το πω πιο συγκεκριμένα: μ’ εντυπωσιάζει μια κάποια υποκρισία της ίδιας της φύσης που, ενώ φάνηκε ότι είχε υποταχτεί με χίλιους τρόπους στον άνθρωπο, τώρα ξαναβρίσκει, και μάλιστα σε πιο τρομερή μορφή, τον παλιό της ρόλο: του πιο ανελέητου εχθρού του ανθρώπου.
(Αλμπέρτο Μοράβια: Ο άνθρωπος που κοιτάζει)

14. Θα άξιζε να μας δείξει κάποτε μια μελέτη την ιστορική εξέλιξη των τρόπων που μηχανεύτηκε πάντοτε η εξουσία για να υποκαταστήσει με τον εντυπωσιασμό των συμβόλων και το συναισθηματισμό της μεγαλοπρέπειας την πολιτική κρίση και βούληση του λαού. Χρυσοστόλιστες στολές, σκήπτρα, διαδήματα, λαμπρές άμαξες, ως την σημερινή υποταγή του πολιτικού βίου στους διαφημιστικούς κανόνες του μάρκετινγκ – πανό, συνθήματα, πόλεμος μεγαφώνων, σημαιούλες, καπελάκια, φανελίτσες και φουλάρια με τα κομματικά σύμβολα. Σκέπτομαι ότι η πραγματική ανάληψη της εξουσίας από το λαό, η πραγματική αυτοδιοίκηση και αυτοδιαχείριση, θα πρέπει να σημαίνει και το τέλος των συμβόλων της εξουσίας το τέλος κάθε στολής. Στην αληθινά δημοκρατική κοινότητα, ο κάθε πολίτης που αναλαμβάνει μια ευθύνη εξουσίας δεν έχει ανάγκη από διακριτικά που να επιβάλλουν τον ρόλο του στους άλλους, αφού αυτός ο ρόλος του ανατίθεται από την κοινότητα και όλοι έχουν επίγνωση της σχετικότητάς του. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ τον Περικλή της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας με στολή ή τον Παπαφλέσσα με διακριτικά συνταγματάρχη!
(Χρήστος Γιανναράς: Η κόκκινη πλατεία και ο θείος Αρθούρος)

15. Με δυο λόγια, το άτομο παύει να είναι ο εαυτός του. Υιοθετεί πέρα για πέρα το είδος της προσωπικότητας που του προσφέρουν τα πολιτιστικά πρότυπα. Και κατά συνέπεια γίνεται ακριβώς όπως οι άλλοι και όπως θα ήθελαν οι άλλοι να είναι. Οι διαφορές μεταξύ του «εγώ» και του κόσμου εξαφανίζονται και μαζί μ’ αυτό και ο συνειδητός φόβος της μοναξιάς και της αδυναμίας. Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να συγκριθεί με την προστατευτική παραλλαγή (χρωματική προσαρμογή) που παίρνουν μερικά ζώα. Μοιάζουν τόσο με το περιβάλλον τους, ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακριθούν. Το πρόσωπο που εγκαταλείπει το ατομικό του εγώ και γίνεται ένα αυτόματο ταυτόσημο με τα εκατομμύρια των αυτομάτων που το περιβάλλουν, δεν έχει πια ανάγκη να αισθάνεται μοναξιά και άγχος. Αλλά η τιμή που πληρώνει είναι ακριβή. Πρέπει να χάσει το εγώ του. Η απώλεια του εγώ και η αντικατάσταση του με το ψεύτικο εγώ οδηγεί το άτομο σε μια έντονη κατάσταση αβεβαιότητας. Καταθλίβεται από την αμφιβολία, αφού, όντας ουσιαστικά αντανάκλαση αυτού που οι άλλοι θα ήθελαν να είναι, έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά του. Για να υπερνικήσει τον πανικό που προκαλείται από μια τέτοια κατάσταση, είναι υποχρεωμένο να προσαρμοστεί, να αναζητήσει την ταυτότητά του με τη συνεχή επιδοκιμασία και αναγνώρισή του από τους άλλους. Μια και δεν ξέρει ποιος είναι, ξέρουν τουλάχιστον οι άλλοι, αν βέβαια ενεργεί σύμφωνα με τις προσδοκίες τους. Και εφόσον ξέρουν οι άλλοι, θα ξέρει κι αυτός, αν πιστεύει σ’ αυτό που λένε.   


(Ε. ΦΡΟΜ: Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία)

16. Γιατί τον έρωτα με είχαν μάθει να τον βλέπω σαν αμαρτία, μολυσμό της ψυχής, ύπουλη απαίτηση της σάρκας. Όλη μου η θρησκευτικότητα ήταν ένας ανέραστος ατομισμός, μια έγνοια να μείνω εγώ «καθαρός», να αποκτήσω εγώ αρετές, να διαπρέψω εγώ σε πνευματικά αθλήματα – εγώ να τα κατορθώσω όλα αυτά, με τη δύναμη βέβαια του Θεού, αλλά με τελικό σκοπό τη δική μου επίγεια αναγνώριση και αιώνια εξασφάλιση. Ούτε υποψιαζόμουν τι θα πει να ξεχνάς τον εαυτό σου παλαβώνοντας από αγάπη, να αδειάζεις από το θέλημά σου, τις φιλοδοξίες σου, να παραιτείσαι από κάθε βολή και εξασφάλιση, να παίζεις ακόμα και την ψυχή σου μόνο επειδή αγαπάς, επειδή ζεις τον έρωτα σαν κάτι υψηλότερο από την όποια αρετή, πολυτιμότερο και από την ίδια την ζωή – και όχι άδικα, αφού ο έρωτας είναι η «όντως ζωή», η εικόνα μέσα μας του Τριαδικού τρόπου ζωής.
(Χρήστος Γιανναράς: Καταφύγιο ιδεών)...



17. Ένας Άραβας λέει πως χάνω τον καιρό μου, όπως τον καιρό του χάνει εκείνος που ψάχνει για χνάρια του πουλιού στον αέρα ή του ψαριού στο νερό.
(Αλ. Καρπεντιέρ: Ο αιώνας των φώτων)

18. Τις υποθέσεις της τέχνης τις κρίνει ο οργανισμός μας – κι όχι το μυαλό. Αποφασίζουν τα κύτταρα, η μυστική χημεία του καθενός. Γι’ αυτό είναι περιττά τα λόγια. Άσε που με τα λόγια κατασκευάζουμε μια πλαστή κάθε φορά εικόνα του αισθήματός μας, αφού τα πιο βαθιά αισθήματα ούτε τα ξέρουμε, ούτε τα έχουμε δει ποτέ. «Απλώς» μας διαπερνούν.
(Στ. Τσαγουρασιάνος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6 – 11 – 1988 )

19. Πιστεύω ότι η αλήθεια είναι καλή στα μαθηματικά, στη χημεία, τη φιλοσοφία. Όχι στη ζωή. Εξάλλου ξέρουμε μήπως τι είναι η αλήθεια; Αν σου πω ότι εκείνο το παντζούρι του παραθύρου είναι μπλε, σου λέω μια αλήθεια. Όμως το παράθυρο δεν είναι μόνο του, βρίσκεται σ’ ένα σπίτι, σε μια πόλη, σ’ ένα τοπίο. Περιβάλλεται από το γκρίζο αυτού του τσιμεντένιου τοίχου, το γαλάζιο αυτού του ουρανού, εκείνα τα μακρινά σύννεφα και άπειρα ακόμα πράγματα. Και αν δεν τα πω όλα αυτά, απολύτως όλα αυτά, τότε λέω ψέματα. Είναι όμως αδύνατο να τα πει κανείς όλα. Ακόμα και σ’ αυτή την απλή περίπτωση του παραθύρου, μονάχα ένα κομμάτι της φυσικής του πραγματικότητας μπορεί να αποτελεί μια αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι άπειρη, έχει άπειρες αποχρώσεις και αν θυμηθώ μια μονάχα απόχρωση, λέω ήδη ψέματα. Φαντάσου λοιπόν τι σημαίνει αλήθεια προκειμένου για τα ανθρώπινα όντα, με την πολυπλοκότητά τους, τις μεταπτώσεις τους, τις αντιφάσεις τους και τις αέναες μεταμορφώσεις τους. Γιατί κάθε στιγμή αλλάζουμε και αυτό που ήμασταν τη μια στιγμή δεν είμαστε την επόμενη! Ή μήπως είμαστε πάντα το ίδιο πρόσωπο; Έχουμε μήπως τα ίδια συναισθήματα πάντα; Είναι δυνατόν να αγαπάμε κάποιον και ξαφνικά να τον υποτιμήσουμε, μέχρι και να τον μισήσουμε. Και εάν τον μισήσουμε και κάνουμε το λάθος να του το πούμε, αυτό είναι μεν μια αλήθεια, όμως μια στιγμιαία αλήθεια που θα πάψει να ισχύει σε μια ώρα ή την άλλη μέρα ή κάτω από άλλες συνθήκες. Το χειρότερο δε είναι ότι το πρόσωπο που του είπαμε ότι το μισούμε θα πιστέψει ότι αυτή είναι η αλήθεια από πάντα και για πάντα. Και θα βυθιστεί στην απελπισία.        
(Ερνέστο Σάμπατο: Περί ηρώων και τάφων)

20. Οι άνθρωποι φωνάζουν πως θέλουν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Το μέλλον είναι ένα αδιάφορο κενό που δεν ενδιαφέρει κανένα, ενώ το παρελθόν σφύζει από ζωή και η όψη του μας διαγείρει, μας ζεσταίνει, μας προσβάλλει, έτσι που θέλουμε να το καταστρέψουμε ή να το βελτιώσουμε. Οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν κυρίαρχοι του μέλλοντος μόνο και μόνο για να μπορούν να αλλάζουν το παρελθόν. Αγωνίζονται να μπουν στο εργαστήρι όπου εκεί ρετουσάρουν τις φωτογραφίες και πλαστογραφούν βιογραφίες και ιστορία.
(Μίλαν Κούντερα: Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης)


21. Και πιθανόν να μην τολμά κανείς ούτε και σήμερα να ομολογήσει πως ο ανθρώπινος οργανισμός δεν υποτάχτηκε ποτέ στα κοινωνικά παραγγέλματα. Και γιατί να υποταχτεί; Οι νόμοι περί ηθικής, οι σεξουαλικές δεσμεύσεις και οι απαγορεύσεις επιβλήθηκαν εκατομμύρια χρόνια μετά την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη γη – και φυσικά ερήμην του οργανισμού του. Νόμοι που δεν ίσχυαν ούτε και στάθηκαν ποτέ εμπόδιο για τους πλούσιους. Ούτε και καθιερώθηκαν γι’ αυτούς εξάλλου. Αλλά για τις πλατιές λαϊκές τάξεις και τον εξανδραποδισμό τους. Τα σεξουαλικά καταπιεσμένα άτομα γίνονται αδρανείς μάζες. Ο φόβος της αμαρτίας και η ενοχή, είτε προϋπάρχουν είτε έπονται, πετυχαίνουν το ίδιο αποτέλεσμα: αναστέλλουν την ομαλή λειτουργία του οργανισμού, εξουδετερώνοντας την ελεύθερη βούληση και υποτάσσουν το άτομο στο φόβο του αόρατου τιμωρού πρώτα, και σ’ όλους τους φόβους και τους γήινους εκπροσώπους τους μετά. Μοιραία το άτομο καταντάει υποκριτικό, ανειλικρινές, ανήθικο και υποχείριο της αυταρχικής κοινωνίας που το χρειάζεται έτσι στραγγαλισμένο.    
(ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ: Καρυωτάκης – Πολυδούρη)

22. –Λαθεύεσαι παπούλη, είπε ο Αντρέας. Ότι θες αγοράζεις με το χρυσάφι. Από τα άψυχα και ζωντανά ως τους ανθρώπους …
– Γελιέσαι, γιατί μόνο ψεύτικες πραμάτειες αγοράζεις με τα λεφτά. Μπορείς να αγοράσεις με τα λεφτά την αγάπη μιας ψυχής;
– Τι πάει να πει αυτό;
– Δύναμη που δεν μπορεί να σου φέρει ούτ’ ενού ανθρώπου την αγάπη, δεν είναι δύναμη αλλά κοροϊδία. Κι ακόμα μάθε πως όσα χρήματα και να δώσεις η αγάπη δεν αγοράζεται, γιατί είναι ένα αντίδωρο που χαρίζεται μόνον σε κείνον που αγαπά και σε κανέναν άλλον. Άνθρωπος που στα στήθεια του δεν μπορεί να φουντώσει η αγάπη, δεν θ’ αγαπηθεί, μακάρι να ξοδειάσει όλο το χρυσάφι της γης.
(Κώστας Μπαστιάς: Παπουλάκος)

23. ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΥΠΆΛΛΗΛΟΙ

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
Αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
(Καρυωτάκης)


Pages