Ο έρωτας δεν έχει λογική - Point of view

Εν τάχει

Ο έρωτας δεν έχει λογική



Ο έρωτας δεν έχει λογική – με ποια λογική προσεύχεται ο άγιος για τα ερπετά και τους δαίμονες; Λογική έχει η θρησκεία η θωρακισμένη με την πανοπλία του νόμου. Η λογική και ο νόμος είναι τα όπλα της θρησκείας, όπλα θωράκισης του εγώ.


Θρησκεία είναι οι ατομικές μεταφυσικές «πεποιθήσεις», η ατομική ηθική, η ατομική προσπάθεια εξευμενισμού του θείου. Οι πεποιθήσεις πρέπει να είναι λογικά ορθές, για να προσπορίζουν βεβαιότητα. Η ηθική συμπεριφορά να κατοχυρώνεται από τον νόμο, για να εξασφαλίζει αντικειμενική υπόληψη και κύρος. Η λατρεία να προσφέρει το συναισθηματικό αποκούμπι που προϋποτίθεται για την ψυχολογική ευεξία...



Ο έρωτας αρχίζει εκεί που τελειώνουν αυτές οι ατομικές διεκδικήσεις. Όταν ο Άλλος με ενδιαφέρει περισσότερο από τη δική μου σιγουριά, τη δική μου δικαίωση, τη δική μου επιβίωση. Όταν είμαι έτοιμος να δεχθώ ακόμα και την αιώνια καταδίκη μου για χάρη του αγαπημένου ή των αγαπημένων μου. Είναι το σημείο αναγνώρισης του έρωτα, δηλαδή της Εκκλησίας: «Ηυχόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινες εισιν Ισραηλίται» (Ρωμ 9,3).

Μέσα στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας ο ερωτικός άνθρωπος σαρκώνει τον τρόπο της ζωής, και ο θρησκευτικός άνθρωπος τον τρόπο του θανάτου. Μια από τις αποκαλυπτικές εικόνες αυτής της διαστολής: η αντιπαράθεση της πόρνης που πλένει με μύρα τα πόδια του Χριστού, και του θρησκευτικού περίγυρου που διαμαρτύρεται για την απώλεια του μύρου (Ματθ. 26, 6 – 14, Μάρκ. 14, 3 – 9, Λουκ. 7, 36 – 50). Έρως και θάνατος σε υποδειγματική αναμέτρηση.

Η μετάνοια της πόρνης είναι μια πράξη καθαρά ερωτική: Αγοράζει το πολυτιμότερο μύρο, δίχως φειδώ και μέτρο. Χύνει σπάταλα το μύρο, μαζί με τα δάκρυά της, για να πλύνει τα πόδια του Χριστού. Και λύνει ποτάμι τα μαλλιά της για να σφουγγίσει τα πόδια Του. Μπροστά σε αυτή τη παραφορά του έρωτα, ο θρησκευτικός περίγυρος μετράει την πράξη με το μέτρο της ηθικής αποτελεσματικότητας: «Εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν; Ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι τοις πτωχοίς». Η πόρνη αγαπάει σπάταλα και απερίσκεπτα, δίχως νόμο και λογική. Ο θρησκευτικός περίγυρος μετράει τη λογική σκοπιμότητα της πράξης και το ποσοστό της ηθικής ωφελιμότητας.

Τον θρησκευτικό περίγυρο – τον άνθρωπο της μεζούρας του νόμου – δεν τον ενδιαφέρουν οι φτωχοί. Τον ενδιαφέρει η πράξη της ελεημοσύνης που θα την εισπράξει ως ατομική αξιομισθία. Ίσως και τον ίδιο τον Θεό να τον χρειάζεται μόνο σαν έσχατο ανταποδότη για την ατομική του δικαίωση. Γι’ αυτό και η παραφορά της αγάπης του είναι αδιανόητη, έτσι που ξεφεύγει από τη λογική της συναλλαγής.

Η πόρνη δεν ζητάει τίποτα. Ούτε καν τη σωτηρία της. Δεν προσφέρει μετάνοια για να εισπράξει δικαίωση. Δεν αποβλέπει στη συναλλαγή. Ούτε δίνει υποσχέσεις συμμόρφωσης με τον νόμο. Μόνο προσφέρει. Αυτό που έχει και αυτό που είναι. «Ό έσχεν αύτη εποίησε» Μάρκ. 14, 8. Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως εκτεθεί ή μήπως εκθέσει. Με την παραφορά της ολοκληρωτικής αυταπάρνησης. «Ότι ηγάπησε πολύ» Λουκ. 7, 47.

Η σιωπή της ευαγγελικής πόρνης είναι η κατάλυση του νόμου, η αχρήστευση της λογικής. Είναι η σιωπή του έρωτα που μιλάει μόνο με αυτό που δίνει, δίχως να νοιάζεται για τον αντίλαλο της αντιπαροχής. Η ψυχή μας, όπως και κάθε πόρνη, δεν μπορεί να ερωτευθεί όσο είναι σαγηνεμένη από τις εφήμερες αποσπασματικές ικανοποιήσεις – τη φλυαρία της λογικής, τη σιγουριά της αμοιβής που μας παρέχει ο νόμος. Ο έρωτας αρχίζει, όταν «εξαίφνης» γίνει φανερή στον άνθρωπο η ματαιότητα της πορνικής συναλλαγής. Πως ό,τι κι αν εισπράξει το άτομό μας από τον νόμο, από τις αρετές μας, από το καλό μας όνομα, από την εκτίμηση των πολλών, τίποτε από αυτά δεν αναιρεί τον θάνατο. Και τότε μοναδική προοπτική ζωής μένει Αυτός που «ανιστά τους νεκρούς». Πρέπει να περάσεις από τον θάνατο για να φτάσεις στον έρωτα.

Ο τρόπος της ζωής, όπως οι χριστιανοί τον ψηλαφούν στο πρόσωπο του Χριστού, είναι ο τρόπος του έρωτα: Η κένωση από κάθε απαίτηση ατομικής αυθυπαρξίας, η άντληση ύπαρξης και ζωής όχι από την ατομική (και θνητή) φύση, αλλά από προσωπική σχέση, την ελεύθερη από τους φυσικούς προκαθορισμούς. Να γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη εκκλησιαστική, δηλαδή ερωτική – όπως ο Θεός είναι ύπαρξη τριαδική, δηλαδή ερωτική. Να μην διεκδικεί τίποτα, να τα μοιράζεται όλα, σε μια παραφορά ερωτικής αυτοπροσφοράς. Η αγάπη, η ερωτική αλληλοπεριχώρηση της ζωής, είναι ο τρόπος υπάρξεως του Θεού, ο τρόπος που αθανατίζει τα πρόσωπα – τρόπος της όντως ζωής. 



ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ», ΤΕΥΧΟΣ 32

via

Pages