Όταν το ιδεολόγημα υποκαταστήσει την εμπειρική πιστοποίηση και την ασκητική αναζήτηση, τότε η αλλοτριωτική υποκατάσταση αποτυπώνεται αμέσως στη γλώσσα: Κατακλύζεται η γλώσσα από νοηματικά αυτονόητα και συμβατικά στερεότυπα, ξεκρέμαστες έννοιες – σημαίνοντα που δεν παραπέμπουν σε εμπειρία σημαινομένων, λειτουργούν αυτοδύναμα επιβάλλοντας σαν «γνώση» την απλή κατανόηση. Η θρησκευτική ιδεολογία εκφράζεται με γλώσσα «νοητών ειδώλων», εννοιών αυτονομημένων από την εμπειρική πιστοποίηση (και η αυτονόμηση αποκλείει έστω και την υποψία του ενδεχομένου εμπειρικής πιστοποίησης)...
Σκόρπια φραστικά δείγματα: Αποφαίνεται αφοριστικά η θρησκευτική γλώσσα ότι ο «ο Χριστός εκόμισε την πλήρη και τέλεια αποκάλυψη»: Η απόφανση δεν αφήνει περιθώρια έγνοιας για το ενδεχόμενο να κατανοείται η «αποκάλυψη» σαν εξασφαλιστική του εγώ «υπερφυσική» πληροφορία. Αντίθετα, είναι φανερό ότι σκοπεύει στη θωράκιση του ατόμου με ψυχολογική σιγουριά, θέλει να πείσει δογματικά το άτομο ότι ακολουθώντας τον Χριστό κάνει την καλύτερη επιλογή, την επιτυχέστερη «αγορά». Εξαλείφει κάθε ίχνος εκφραστικής που θα συνιστούσε κλήση σε εμπειρική πιστοποίηση των σημαινομένων.
«Ο πνευματικός κόσμος αποκαλύπτεται μόνο στους οφθαλμούς της ψυχής»: Καμιά πρόνοια στη διατύπωση για να αποφευχθεί τυχόν πλατωνική κατανόηση (στους αντίποδες της εκκλησιαστικής) τόσο του προσδιορισμού «πνευματικός» όσο και της λέξης «ψυχή». Στη θρησκευτική γλώσσα οι αναφορές σε «πνευματικότητα», «πνευματική ζωή», «πνευματικά επιτεύγματα», «πνευματικό κόσμο», «πνευματικό άνθρωπο» και πλήθος άλλες παρόμοιες, είναι από αυτές που ευκολότατα αυτονομούνται από κάθε οντολογικό ρεαλισμό, διολισθαίνουν στην νοηματική αυταλήθεια, σε «πραγματικότητα» καθεαυτήν νοητικά μόνο συλλαμβανόμενη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει ευκολότατα και με τη λέξη «ψυχή».
«Αν δεν κατανοείς, πίστεψε, η γνώση είναι αμοιβή της πίστης – μη ζητάς να καταλάβεις για να πιστέψεις, πίστεψε για να καταλάβεις»: Αφοριστική και πάλι απόφανση με πλήρη αμεριμνησία για τον κίνδυνο να εκλαμβάνεται η πίστη μόνο σαν ψυχολογική αυθυποβολή, με συνεπή ευνουχισμό της κριτικής σκέψης, όπως πάντοτε η ορμέφυτη απαίτηση επιβάλλει. Τόσο η γνώση όσο και η πίστη λειτουργούν στη θρησκευτική γλώσσα σαν επιτεύγματα ακοινώνητης ατομικής αυτάρκειας, περίπου σαν διαβαθμίσεις πληρότητας της κατανόησης.
«Η Χάρη του Θεού είναι υπερφυσική δωρεά που παρέχεται στον άνθρωπο, σαν εσωτερικός φωτισμός, προκειμένου να κατανοεί τα όσα διαβάζει στον νόμο και την διδασκαλία της Εκκλησίας»: Υπερφυσικό χάρισμα που προσθέτει ικανότητα κατανόησηςστο άτομο, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο ή κάτι διαφορετικό από όσα τα γλωσσικά σημαίνοντα (και το αντίκρισμά τους στην κοινή αντίληψη) δηλώνουν: Κάποιο είδος μαγικής ενέργειας που επενεργεί μηχανικά με μετρητή αποτελεσματικότητας – προστίθεται στο άτομο, δεν βλασταίνει σαν δώρο από τη σχέση, την αγαπητική ανταπόκριση στη θεία αγάπη. Και επενεργεί η χάρη σαν εσωτερικός φωτισμός, όπου με τον προσδιορισμό «εσωτερικός» και τη λέξη «φωτισμός» εισάγεται μια εξαιρετικά ευόλισθη στον ψυχολογισμό απροσδιοριστία υποκειμενικότητας.
Στη θρησκευτική γλώσσα οι αναφορές σε «εσωτερικότητα», «εσωτερική ζωή», «εσωτερικό κόσμο», «έσω γνώση», «εσωτερική θέαση» και πλήθος άλλες ανάλογες, ευκολότατα αυτονομούνται από κάθε οντολογικό ρεαλισμό, διολισθαίνουν σε «πραγματικότητα» ελεγχόμενη μόνο από τα υποκειμενικά ψυχολογικά βιώματα.
«Ο επί γης προορισμός του ανθρώπου είναι να ομοιωθεί κατά το δυνατό προς τον τέλειο ηθικό χαραχτήρα του Χριστού, προς την αρετή του Χριστού». – «Μέγα και ύψιστο και αιώνιο συμφέρον έχουμε όλοι να αποκτήσουμε την αληθινή και ζωντανή πίστη, με την οποία και μόνο θα γίνουμε αιώνια ευτυχισμένοι και μακάριοι». – «Όταν ο Χριστιανός αγαπάει τον Θεό με όλη του τη καρδιά, τον εαυτό του αγαπάει, γιατί τον εαυτό του ωφελεί, τη δική του προαγωγή και τελειότητα αγαπάει, τη δική του αιώνια ευδαιμονία και μακαριότητα». – «Μεγάλη ωφέλεια επέρχεται στους ανθρώπους που, συνηγμένοι στο όνομα του Χριστού, ζητάνε από κοινού τον καταρτισμό των ψυχών τους και την πνευματική τους τελειοποίηση. Και ωφελούνται οπωσδήποτε αυτοί, όταν και οι πράξεις τους είναι σύμφωνες με τις εντολές του Θεού».
Οι φραστικοί αυτοί κοινοί τόποι της θρησκευτικής γλώσσας είναι τυπικό δείγμα ατομοκεντρικής και ερμητικά εγκοσμιοκρατικής χρησιμοθηρίας, απροκάλυπτο σύμπτωμα της ορμέφυτης ανάγκης για θωράκιση αυτοπροστασίας του εγώ. Δεν παραπέμπουν σε εμπειρική και κοινωνούμενη ψηλάφηση νοήματος της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας, σε ελπίδα φωτισμού του αινίγματος του θανάτου. Είναι ιδεολογική γλώσσα ψυχολογικής αυτοϊκανοποίησης, συγκροτημένη με αυτονόητους απριορισμούς, αξιωματικές «βεβαιότητες».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
«ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΚΑΡΟΣ», 2006