Τον ήξερα σα νέο που είχε χαθεί στο μονοπάτι της ζωής, που τον κέντριζαν οι άγριες παρορμήσεις του και που ακολουθούσε το θάνατο κυνηγώντας τις επιθυμίες του. Τον ήξερα σαν ένα τρυφερό λουλούδι που οι άνεμοι της απερισκεψίας το είχαν παρασύρει στη θάλασσα της άσεμνης ηδονής.
Τον ήξερα από κείνο το χωριό, σαν ένα κακότροπο αγόρι που κατέστρεφε με τα σκληρά του χέρια τις φωλιές των πουλιών και σκότωνε τα μικρά πουλιά στις φωλιές τους και ποδοπατούσε τα όμορφα άνθη των ευωδιαστών λουλουδιών.
Τον ήξερα στο σχολείο σαν έφηβο που αποστρεφόταν τη μάθηση, αλαζονικό, κι εχθρό της ειρήνης και της φιλίας.
Τον ήξερα στην πόλη σαν ένα νέο που εμπορευόταν την τιμή του πατέρα του σ’ άτιμες αγορές, και ξόδευε τα χρήματα του πατέρα του σε κακόφημα σπίτια και παράδινε το νου του στο χυμό του σταφυλιού...
Ωστόσο, τον αγαπούσα. Κι η αγάπη μου γι’ αυτόν ήταν ένα μίγμα λύπης και συμπάθειας. Τον αγαπούσα γιατί οι αμαρτίες του δεν είχαν γεννηθεί από κάποιο μικρό μυαλό, αλλά ήταν πιο πολύ καμώματα μιας ψυχής χαμένης και απελπισμένης.
Το πνεύμα, αγαπητοί μου, ξεστρατίζει από το μονοπάτι της σοφίας απρόθυμα, αλλά ξαναγυρίζει σ’ αυτό πρόθυμα˙ όταν οι ανεμοστρόβιλοι της νιότης σηκώνουν χώμα και άμμο, τα μάτια τυφλώνονται για κάμποσο καιρό.
Αγαπούσα αυτόν το νέο γιατί έβλεπα το περιστέρι της συνείδησής του να παλεύει με το γεράκι της κακίας του. Κι έβλεπα ότι το περιστέρι υπέκυπτε όχι από δειλία αλλά από τη δύναμη του εχθρού του.
Η συνείδηση είναι ένας δίκαιος αλλά αδύναμος δικαστής. Η αδυναμία τού στερεί τη δύναμη να εκτελέσει την κρίση του.
Είπα ότι τον αγαπούσα. Κι η αγάπη έρχεται με διαφορετικές μορφές. Μερικές φορές έρχεται με τη σοφία και τη φρόνηση˙ άλλες φορές, με τη δικαιοσύνη˙ και πολλές φορές με την ελπίδα. Η αγάπη μου γι’ αυτόν συντηρούσε την ελπίδα μου ότι κάποια μέρα θα έβλεπα το φως να θριαμβεύει μέσα του πάνω στο σκοτάδι. Αλλά δεν ήξερα πότε και που η διαφθορά του θα μετατρεπόταν σε αγνότητα, η κτηνωδία του σε καλοσύνη, η παραλυσία του σε σοφία. Ο άνθρωπος δεν ξέρει με ποιο τρόπο η ψυχή απελευθερώνεται από τη σκλαβιά της ύλης, παρά μόνο όταν απελευθερωθεί. Ούτε γνωρίζει ο άνθρωπος πως τα λουλούδια χαμογελούν μόνο όταν έρθει η αυγή.
ΙΙ
Οι μέρες περνούσαν, ακολουθώντας τις νύχτες, κι εγώ θυμόμουν το νέο με πόνο κι αναστεναγμό˙ επαναλάμβανα τ’ όνομά του με στοργή που έκανε την καρδιά μου να ματώνει. Και να, χθες, έλαβα ένα γράμμα απ’ αυτόν που έλεγε:
«Έλα να με δεις, φίλε μου, γιατί θέλω να σε γνωρίσω μ’ ένα νέο που η καρδιά σου θα χαρεί να τον συναντήσει, κι η ψυχή σου θα νιώσει αγαλλίαση».
Εγώ είπα, «Αλλίμονό μου! Θέλει ίσως να ανακατέψει τη θλιβερή φιλία του με κάποια άλλη παρόμοια; Δεν είναι μόνος του αρκετό παράδειγμα στον κόσμο της πλάνης και της αμαρτίας; Θέλει τώρα να δυναμώσει τις κακίες του με τις κακίες του συντρόφου του έτσι που εγώ να τις δω δυο φορές πιο σκοτεινές;»
Ύστερα είπα στον εαυτό μου, «Πρέπει να πάω˙ ίσως η σοφή ψυχή να μαζέψει καρπούς από τ’ αγκάθια, κι η γεμάτη αγάπη καρδιά να βγάλει φως απ’ το σκοτάδι».
Όταν βράδυασε, πήγα και τον βρήκα μόνο στο δωμάτιό του να διαβάζει ένα βιβλίο με στίχους. «Που είναι ο καινούργιος φίλος σου;» είπα, κι εκείνος απάντησε, «Εγώ είμαι, φίλε μου». Και φανέρωνε μια ηρεμία που ποτέ πριν δεν είχα δει σ’ αυτόν. Στα μάτια του μπόρεσα τώρα να δω ένα παράξενο φως που φώτιζε την καρδιά του. Αυτά τα μάτια όπου είχα δει πριν τη σκληρότητα, φεγγοβολούσαν τώρα με το φως της καλοσύνης. Ύστερα, με μια φωνή που νόμισα ότι ερχόταν από κάποιον άλλο, εκείνος είπε, «Ο νέος που γνώρισες στα παιδικά σου χρόνια και που μαζί του πήγαινες στο σχολείο, έχει πεθάνει πια. Με το θάνατο εκείνου, γεννήθηκα εγώ. Εγώ είμαι ο καινούργιος σου φίλος˙ πάρε το χέρι μου».
Καθώς έσφιγγα το χέρι του ένιωσα την ύπαρξή ενός ευγενικού πνεύματος που κυκλοφορούσε μέσα στο είναι του. Το σιδερένιο πριν χέρι του είχε γίνει απαλό κι ευγενικό. Τα δάχτυλά του που χθες ξέσκιζαν σαν τα νύχια της τίγρης, σήμερα χάιδευαν την καρδιά.
Τότε, μίλησα πάλι. «Ποιος είσαι συ, και τι έγινε; Πως έγινες αυτός ο καινούργιος άνθρωπος; Μήπως το άγιο πνεύμα μπήκε στην καρδιά σου και αγίασε την ψυχή σου; ή μήπως παίζεις κάποιο ρόλο, εφεύρημα κάποιου ποιητή;»
Κι εκείνος είπε, «Α, φίλε μου, το πνεύμα κατέβηκε σε μένα και μ’ ευλόγησε. Μια μεγάλη αγάπη έκανε την καρδιά μου αγνό, ιερό βωμό. Είναι μια γυναίκα, φίλε μου η γυναίκα που ως χθες εγώ νόμιζα παιχνίδι στα χέρια του άντρα – που μ’ απελευθέρωσε απ’ το σκοτάδι της κόλασης κι άνοιξε μπροστά μου τις πύλες του παραδείσου όπου και μπήκα. Μια αληθινή γυναίκα με πήρε στον Ιορδάνη ποταμό της αγάπης της και με βάφτισε. Η γυναίκα που την αδερφή της περιφρονούσα από την άγνοια μου με ανύψωσε στο θρόνο της δόξας. Η γυναίκα που τη συντροφιά της μόλυνα με την κακία μου εξάγνισε την καρδιά μου με την αγάπη της. Η γυναίκα που τις αδερφές της αγόραζα σα σκλάβες με το χρυσάφι του πατέρα μου, μ’ ελευθέρωσε με την ομορφιά της. Η γυναίκα που οδήγησε τον Αδάμ έξω από τον παράδεισο με τη δύναμη της θέλησής της, με ξανάμπασε στον παράδεισο με την τρυφερότητά της και την υπακοή μου».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
«ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ,
Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1974
ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν, ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης.
Γέννηση: 6 Ιανουαρίου 1883, Μπσαρί, Λίβανος
Απεβίωσε: 10 Απριλίου 1931, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ