Η φιλαργυρία των κληρικών και η σιμωνία των επισκόπων - Point of view

Εν τάχει

Η φιλαργυρία των κληρικών και η σιμωνία των επισκόπων


«ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» 
(Ματθ. 8:20)



Οι παρενέργειες της σχέσης των κληρικών μας με το χρήμα ως προσώπων απαιτούν ειδική μνεία, αν και μερικές φορές δεν είναι εύκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια με την πρώτη κατηγορία. Αυτό συμβαίνει όταν τα εκκλησιαστικά συμφέροντα συγχέονται με τα ατομικά, όταν οι συναλλαγές του εκκλησιαστικού οργανισμού προϋποθέτουν ή συνεπάγονται αθέμιτες οικονομικές ικανοποιήσεις κληρικών.

Φυσικά, χρειάζεται να αρχίσουμε από τις αμοιβές των «τυχερών». Πρόκειται για μια συνήθεια καθιερωμένη από αιώνες και απολύτως απαραίτητη σε εποχές στέρησης ακόμη και των στοιχειωδών. Επί πλέον σφυρηλατούσε και τον ψυχικό σύνδεσμο του πιστού με τον εφημέριό του. Όπως συμβαίνει, όμως, και με την ανθρώπινη ανάπτυξη, εκείνο που αποδείχθηκε λειτουργικό σε μία φάση καταντά περιττό ή και επιβλαβές σε άλλη. Για να μη συμβεί αυτό απαιτείται ευελιξία και αναπροσαρμογή...



Η Εκκλησία μας είναι γνωστό ότι δεν επέδειξε αυτά τα χαρίσματα και σε πολλά άλλα θέματα. Έτσι στο ζήτημα των «τυχερών» η τακτική παραμένει αμετάβλητη, παρά τις κολοσσιαίες αλλαγές που συντελέστηκαν εν τω μεταξύ: την ένταξη των εφημερίων στο κρατικό μισθολόγιο και την τεράστια άνοδο του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας η οποία επέφερε και τιμαριθμική αύξηση των «τυχερών». Αμφότερες οι αλλαγές συνέβαλαν στο σχηματισμό σειράς προβλημάτων.

Ενώ στο παρελθόν η αμοιβή στηριζόταν στο ρεαλιστικό σκεπτικό της οικονομικής στήριξης, τώρα που αποσυνδέθηκε από την άμεση οικονομική αναγκαιότητα στρέφεται ως επί το πλείστον στην τροφοδοσία της μαγικής θρησκευτικότητας. Αν και οι κοινωνικές εξελίξεις και η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου θα μπορούσαν να μας είχαν ήδη απομακρύνει από τον κίνδυνο αυτό, το καθεστώς των «τυχερών» τον συντηρεί αφού εμφανίζεται, κυρίως στα μάτια των νεοτέρων, με την εικόνα ενός ανεξήγητου «τυπικού», μιας διαδικασίας που «έτσι πρέπει να γίνει», διαφορετικά η ιεροπραξία δε θα είναι αποτελεσματική ή ο πιστός θα τιμωρηθεί για την ασέβειά του. Τυπολατρεία, δεισιδαιμονία, κληρικαλισμός: οι συνέπειες μιας νοοτροπίας κατά την οποία ο πιστός αναθέτει στον ιερέα επ’ αμοιβή να τελέσει τρισάγιο ή αγιασμό κ.λ.π., δηλαδή να διεκπεραιώσει κάτι ή να προσευχηθεί αυτός, χωρίς αίσθηση συν – λειτουργίας ενός σώματος.

Χρήσιμο είναι εδώ να προσθέσουμε πως το καθεστώς της αμοιβής αφαιρεί συχνά από τον κληρικό τη δυνατότητα να παρέμβει και να διορθώσει κακώς κείμενα κατά την τέλεση βαπτίσεων και γάμων, διότι οι υπηρεσίες του είναι αγορασμένες, επομένως «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Η εμπορική λογική άλλοτε υποχρεώνει τον ίδιο να σωπάσει κάνοντάς τον συνένοχο, ενώ άλλοτε εφοδιάζει με θράσος τους «πελάτες» οι οποίοι απαντούν στην υπόδειξη να είναι πιο σεμνοί ή να κάμουν ησυχία με αντιρρήσεις.

Έχουν εμφανισθεί και περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω μεγάλου αριθμού προσκεκλημένων, οι ενδιαφερόμενοι για γάμο ζήτησαν να αγοράσουν δύο συνεχόμενες ώρες, όπως ακριβώς αγοράζει κανείς «ζώνη» ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος. Από τη στιγμή που καταστήσαμε τα μυστήρια εμπορευματικό αγαθό με την ανάλογη διατίμηση, τα υπόλοιπα εύλογα ακολουθούν.

Η μεγαλύτερη από τις ανάγκες τους αμοιβή αρκετών κληρικών είναι εύλογο να γεννήσει το πάθος της φιλαργυρίας, το οποίο ανθεί περισσότερο όταν ικανοποιηθούν οι βασικές ανάγκες παρά όταν πένεται κάποιος. Άλλοτε η φιλαργυρία των κληρικών μας εκδηλώνεται ως άμεση απαιτητικότητα ή παράπονα προς τους πιστούς, για να καταβάλουν τυχερά ικανοποιητικού ύψους, άλλοτε ως πολυτελή διαβίωση, άλλοτε ως συλλογή βαρύτιμων αμφίων και σταυρών. Στους πειρασμούς αυτούς είναι περισσότερο ευάλωτοι οι άγαμοι κληρικοί επειδή έχουν σημαντικά μικρότερες δαπάνες διαβίωσης, γεγονός που συσσωρεύει ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία (αφορολόγητη) εκ των αμοιβών, η οποία «ανοίγει την όρεξη» και αλλοιώνει τον ψυχισμό

Γενικώς θεωρώ απαράδεκτο το καθεστώς της πλήρους εξομοίωσης αγάμων και εγγάμων πολυτέκνων εφημερίων ως προς τις αμοιβές˙ ακολουθεί βέβαια τα κοσμικά κριτήρια της δεδουλευμένης εργασίας, αλλά δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με το εκκλησιαστικό ήθος. Καταστρέφει τους πρώτους με τον εύκολο πλουτισμό, αδιαφορεί για τους δεύτερους που είναι ήδη βαριά φορτωμένοι με πλήθος καθηκόντων. Μία δικαιότερη κατανομή των «τυχερών» ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών θα φανέρωνε έμπρακτα το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τα στελέχη της και για τους πολύτεκνους (διπλή ιδιότητα) και θα επέτρεπε στους κληρικούς – πατέρες και συζύγους να ελευθερώσουν περισσότερο χρόνο για την συνήθως παραμελημένη οικογένειά τους.

Ταυτόχρονα θα άμβλυνε το αίσθημα της υπαλληλοποιήσεως του κληρικού (ώστε να μην του δημιουργείται η εντύπωση ότι σε κάθε ιεροπραξία συνάπτει μικρή «σύμβαση έργου») και θα μείωνε το φθόνο και τα ανομολόγητα παράπονα. Τέλος, θα σταματούσε τις φιλοδοξίες για μετάθεση σε πλουσιότερη ενορία ή σε κοιμητήριο. (Πολύχρονη οδυνηρή εμπειρία όλων μας έχει κάνει πλέον προφανές ότι μάλλον δεν χρησιμοποιούνται αξιοκρατικά κριτήρια για την ευαίσθητη στελέχωση των κοιμητηρίων).

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη φιλαργυρία των επισκόπων. Η κατάσταση είναι άξια θρήνου και χρειάζονται μέτρα ταχύτατα. Εκείνοι που από το βαθμό τους όφειλαν να δίνουν το παράδειγμα, όχι μόνο γίνονται μπροστάρηδες της διαφθοράς, αλλά και συχνά επιδιώκουν την επισκοποίησή τους ακριβώς για τον πλουτισμό τους. Άλλοι απλώς δέχονται και άλλοι καταλλήλως ζητούν αμοιβή για την παρουσία τους στην πανήγυρη της ενορίας, δηλαδή για την προεδρία της ευχαριστιακής σύναξης για την οποία και χειροτονήθηκαν!

Και δεν αρκούνται στα τυχερά από τις ιεροπραξίες τις οποίες τελούν στην επισκοπή τους (που δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να λαμβάνουν ως άγαμοι και με ελάχιστα έξοδα διαβίωσης), αλλά διακοσμούν και τα κοιμητήρια της πρωτεύουσας εισπράττοντας από κηδείες και μνημόσυνα. Πρωτοπόροι σε αυτή την αναξιοπρεπή και επονείδιστη τακτική εμφανίζονται επίσκοποι πρεσβυγενών πατριαρχείων, των οποίων το έργο αυτό αποτελεί την κύρια και αποκλειστική απασχόληση.

Ορισμένοι τελούν δυο – τρία μνημόσυνα το ίδιο πρωινό, έχοντας δώσει εντολή για διαδοχική ώρα έναρξης και συντονίζοντας την όλη επιχείρηση με το κινητό τους τηλέφωνο. Περιττό να πούμε ότι αυτά γίνονται αντιληπτά από τον κόσμο, του οποίου υποτιμούν τη νοημοσύνη (αλλά και την ευλάβεια λόγω της ιερότητας της στιγμής, εξ αιτίας της οποίας δε διαμαρτύρεται).

Το παλιό θλιβερό κίνητρο της επαγγελματικής αποκατάστασης για την είσοδο στην ιερωσύνη έχει μειωθεί σημαντικά ευτυχώς, χωρίς να εκλείψει. Μαζί του μειώθηκαν και τα κρούσματα σιμωνίας. Χωρίς να έχουν εξαλειφθεί τέτοιες περιπτώσεις μεταξύ πρεσβυτέρων, ο πειρασμός για νέες και πιο δυσδιάκριτες μορφές σιμωνίας μεταξύ επισκόπων έχει εμφανισθεί, όχι μόνο για την εκλογή αλλά κυρίως για μετάθεση.

Οι Πατέρες μας είχαν αντιληφθεί εγκαίρως τον κίνδυνο, γι’ αυτό και απαγορεύουν αυστηρότατα τη μετάθεση επισκόπου με τον 14ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων, τον 21οκανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας και τον 1ο κανόνα της Συνόδου στη Σαρδική.(Όλοι επικυρώθηκαν από τον 5ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Διαπιστώνουν ότι το κίνητρο είναι «πλεονεξία και αλαζονεία», αφού κανείς δε ζητά να μετατεθεί σε μικρότερη και πτωχότερη επισκοπή, αλλά το αντίθετο. Μία μόνο εξαίρεση επιτρέπουν, όταν τη μετάθεση επιβάλει το συμφέρον της Εκκλησίας, «αλλά κρίσει πολλών επισκόπων και παρακλήσει μεγίστη» (των άλλων, όχι του ενδιαφερομένου).

Στην προβληματική σχέση των κληρικών μας με το χρήμα δε θα έπρεπε να παραλείψουμε την ασύλληπτη σπατάλη κατά την ανταλλαγή επισήμων δώρων. Νομίζω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να δεχθεί ως φυσιολογική την κατοχή από επισκόπους και αρχιμανδρίτες αναρίθμητων στολών, εγκολπίων, σταυρών, δικηροτρίκηρων, μιτρών, ράβδων, εικόνων κ.λ.π., τη στιγμή που ακόμη και σήμερα πεινούν δίπλα μας πολλοί, ενώ στην ιεραποστολή οποιαδήποτε «σταγόνα» πέσει τους ξεδιψά.

Προτείνω εδώ επίσημα να συναφθεί «συμφωνία κυρίων» στην ελλαδική Εκκλησία ώστε να καταργηθούν πλήρως τα υλικά δώρα και, αντί αυτών, να κατατίθεται κάποιο ποσό π.χ. στα ιδρύματα της επισκοπής του εορτάζοντος μητροπολίτη ή στο γραφείο εξωτερικής ιεραποστολής. (Πολλοί κοσμικοί εδώ μας δίνουν μαθήματα με τη συνήθεια φιλανθρωπικής προσφοράς «αντί στεφάνου» ή αντί εόρτιων καρτών προς τους πελάτες τους). Το ίδιο και στις επίσημες επισκέψεις εκκλησιαστικών ηγετών. Ας μην ξεχνούμε και τα πολυτελή γεύματα, που θα έπρεπε να αποτελούσαν υποδείγματα λιτότητας.

Με τέτοια προβλήματα στη νοοτροπία ημών των κληρικών δεν πρέπει να εκπλήσσει η βαθειά υποτίμηση εκ μέρους μας του πάθους της φιλαργυρίας και της απληστίας στους λαϊκούς που καθοδηγούμε. Έχουμε διαμορφώσει δική μας κλίμακα ιεράρχησης των αμαρτιών στην οποία τα εν λόγω πάθη κατατάσσονται ιδιαίτερα χαμηλά. Συνακόλουθα η αδιαφορία για τον διπλανό και η εγωκεντρικότητα, η απανθρωπία και η σκληρότητα, περνούν ανενόχλητες από το εξομολογητήριο, πολύ συχνά δεν εισέρχονται καθόλου σ’ αυτό, την ώρα που αναλισκόμαστε σε αυτάρεσκες «πνευματικές» συζητήσεις για λεπτά «νηπτικά» ζητήματα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 
ΤΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ 
«ΟΔΥΝΗ ΣΩΜΑΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ»,
 ΕΚΔΟΣΗ  ΑΚΡΙΤΑΣ, 2009
             
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΘΕΡΜΟΣ
Ο π. Βασίλειος Θερμός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1957 και σπούδασε Ιατρική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων. Είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίκουρος καθηγητής Ποιμαντικής στην ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών. Έχει μετεκπαιδευθεί ως "επισκέπτης επιστήμων" (Visiting Scholar) στο Πανεπιστήμιο Harvard, στο Boston University, στο Boston College, και στο Andover Newton. Βιβλία και άρθρα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ρουμανικά. Για το σύνολο του έργου του έχει εκπονηθεί μεταπτυχιακή εργασία(master thesis) στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Balamand στον Λίβανο. Βασικά του ενδιαφέροντα αποτελούν η ποιμαντική παρουσία της Εκκλησίας, η θρησκευτικότητα σε συνάρτηση με την προσωπικότητα, η ψυχολογία και ψυχοπαθολογία του θρησκευτικού βιώματος και της θρησκευτικής συμπεριφοράς, η ψυχολογία του κληρικού και του εκκλησιαστικού οργανισμού, η ψυχολογία της θρησκευτικής διαστάσεως του πολιτισμού, ο διάλογος ψυχαναλύσεως και θεολογίας, τα ζητήματα λειτουργικής κ.α. Ασχολείται με την επιμόρφωση κληρικών και άλλων στελεχών της Εκκλησίας (Ελλάδα, Αμερική, Φιλανδία), ενώ διδάσκει και στην Θεολογική ακαδημία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Υπηρετεί στην Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.



via

Pages