Φιλόθεος Φάρος
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο τα δημοσιεύματα που περιγράφουν σκανδαλοθηρικά και συχνά πορνογραφικά τις αμαρτίες των κληρικών. Τα δημοσιεύματα αυτά παρουσιάζουν τους κληρικούς σαν καλοπερασάκηδες, αδιάφορους για τις ταλαιπωρίες των ανθρώπων, εκμεταλλευτές, υποκριτές, που θέλουν να περπατάνε «εν στολαίς» και να επιδεικνύονται στους δημόσιους χώρους και να έχουν την πρωτοκαθεδρία στις δημόσιες συγκεντρώσεις και που «προφάσει μακρά προσευχόμενοι», κατεσθίουν τους πενιχρούς πόρους των απλών ανθρώπων.
Όλα αυτά είναι μισές αλήθειες και γράφονται με την ξεκάθαρη πρόθεση να υπονομεύσουν το έργο της Εκκλησίας. Δεν λέγονται ούτε με αγάπη ούτε με προφητική διάθεση. Τη χρησιμοποίηση όμως της μισής αλήθειας σαν όπλου όλοι αυτοί που δημοσιεύουν αυτούς τους λιβέλλους, την έμαθαν από μας...
Ο αντίλογος σ’ αυτές τις επιθέσεις με το όπλο της μισής αλήθειας έρχεται από τα θρησκευτικά έντυπα και τους άμβωνες των εκκλησιών, όπου δραττόμεθα της ευκαιρίας των πολυπληθών συγκεντρώσεων των πανηγυρικών εορτασμών, για να εξαπολύσουμε την αντεπίθεσή μας. Και τότε αναφερόμαστε στην αυταπάρνηση των αγίων, αναλύουμε τους ισολογισμούς ορισμένων μητροπόλεων, που διέθεσαν τόσα εκατομμύρια για τους φτωχούς, και διακηρύττουμε ότι οι κληρικοί προέρχονται από φτωχές μεν αλλά τίμιες οικογένειες και ανέλαβαν «την ιερατικήν των εξουσίαν» όχι για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα, αλλά για να διακονήσουν τον λαό, και, τέλος, αναφέρουμε κάποιο μελοδραματικό γεγονός κάποιας παραστρατημένης γυναίκας, που είχε φθάσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και που την έσωσε από το φυσικό και πνευματικό θάνατο η φιλάνθρωπη επέμβαση του επισκόπου της.
Αλλά και αυτά είναι μισή αλήθεια και μάλιστα μερικά απ’ αυτά δεν είναι ούτε το δέκατο της αλήθειας. Ολόκληρη η αλήθεια είναι ότι εμείς οι κληρικοί δεν είμαστε μόνο κακοί και εγωιστές. Η αλήθεια είναι ότι όλοι έχουμε πολλές ατέλειες και πολλή αμαρτωλότητα. Αλλά και όλοι έχουμε κάποιες στιγμές ανθρωπιάς. Αρκετοί μάλιστα από μας έχουν πολλή αγάπη και αναλώνονται για τον συνάνθρωπο. Ίσως μάλιστα, αν κάναμε κάποια στατιστική, θα διαπιστώναμε μεγαλύτερο ποσοστό ανιδιοτελούς προσφοράς στους παπάδες από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ανθρώπων, αν και το πνεύμα το χριστιανικό δεν μετριέται με το στρέμμα.
Όμως, είναι επίσης αλήθεια, ότι πολλοί από μας, οι πιο πολλοί, ξεκινήσαμε μεν πάμπτωχοι, αλλά δεν παραμείναμε φτωχοί, και δεν μπορούμε έντιμα να διακηρύσσουμε γενικά ότι οι κληρικοί δεν προσέρχονται στην ιερωσύνη για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ότι συνήθως δεν το κάνουν μόνο γι’ αυτό και, μερικές φορές, πολύ λίγες, καθόλου γι’ αυτό. Ακόμη δεν μπορούμε να λέμε γενικά ότι όλοι οι κληρικοί έγιναν κληρικοί για να διακονήσουν το λαό, ή μόνο για να διακονήσουν το λαό. Με τέτοιες δηλώσεις χάνουμε εντελώς την αξιοπιστία μας, δίνουμε το δικαίωμα στους ανθρώπους να αμφισβητούν όχι μόνο την εντιμότητά μας αλλά και τη στοιχειώδη σοβαρότητά μας, και δείχνουμε ακόμη ότι υπολογίζουμε κι εμείς στο ευκολόπιστο του λαού, το οποίο καταγγέλλουμε όταν το εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοί μας.
Όσον αφορά το μελοδραματικό παράδειγμα της παραστρατημένης γυναίκας, που σε κάποια γωνιά της ελληνικής γης, πριν από αρκετά χρόνια, την επισκέφθηκε και έδειξε το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν ο επίσκοπος της περιοχής, θα μπορούσαν να αντιτάξουν σ’ αυτό, ακόμη και οι πιο ευκολόπιστοι, εκατομμύρια παραδείγματα διαλυμένων οικογενειών, συγχυσμένων νέων, δυστυχισμένων συζύγων, ταλαίπωρων ανθρώπων, που τον επίσκοπο, αν τον έχουν δει καθόλου, τον έχουν δει μόνο σε κάποια λιτανεία, χρυσοστολισμένο, να φοράει «μίτρα σαν Πέρσης σατράπης της εποχής του Δαρείου», κατά την έκφραση του Παπαδιαμάντη, κι αυτό γιατί πολύ συχνά πιστεύει ότι, αν θα κυκλοφορήσει στους δρόμους πεζός, χωρίς το επισκοπικό του αμάξι, θα βάλει σε κίνδυνο το επισκοπικό του κύρος.
Ή, αν έχουν δει τον παπά, τον έχουν δει μόνο για να διαπραγματευθούν το κόστος κάποιου γάμου, ή κάποιας κηδείας, ή, όταν τον κάλεσαν για να τους κάνει κάποιο καλοπληρωμένο ευχέλαιο, που το έκανε βιαστικά και έφυγε τρέχοντας για να προλάβει το επόμενο, χωρίς να ρωτήσει ούτε το λόγο για τον οποίο γινόταν το ευχέλαιο και χωρίς να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την οικογένεια που τον είχε καλέσει. Ή μπορεί να έχουν δει και τον παπά και τον επίσκοπο να στρέφουν προς αυτούς το δάκτυλο της επιτιμήσεως και να τους απειλούν ότι θα πάνε στην κόλαση γιατί είναι αμαρτωλοί, χωρίς ποτέ να τους έχουν πλησιάσει για να δουν γιατί είναι αμαρτωλοί.
Αυτή είναι η άλλη μισή, ή περισσότερο από τη μισή, αλήθεια, που, όταν εμείς την παρασιωπούμε, παραχωρούμε στους εχθρούς της εκκλησίας το μονοπώλιο της χρησιμοποιήσεώς της.
Το κακό που μαστίζει την εκκλησία μας σήμερα δεν είναι ότι τώρα είμαστε πιο πολλοί από άλλοτε οι ανεύθυνοι και εξαχρειωμένοι παπάδες. Ούτε ότι οι αμαρτίες όλων μας είναι πιο πολλές από εκείνες των προκατόχων μας, αλλά το ότι δεν αντιμετωπίζουμε αυτή την αμαρτωλότητα έτσι όπως μας διδάσκει η εκκλησιαστική μας παράδοση, που μας ζητάει να ομολογούμε ότι δεν «εποιήσαμεν τι αγαθόν επί της γης» και που, διά του Ισαάκ του Σύρου, μας προτρέπει: «αν δεν μπορείς να είσαι ελεήμων, δέξου ότι είσαι αμαρτωλός».
Το κακό δεν είναι που είμαστε λιγότερο άγιοι από τους προκατόχους μας, αλλά που είμαστε λιγότερο ορθόδοξοι απ’ αυτούς. Αντί να διακηρύσσουμε μόνο την αμαρτωλότητα μας, προσπαθούμε να προβάλλουμε την αρετή μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού, και, αντί να προβάλλουμε την αγιότητα των αγίων για την οικοδομή των πιστών, τη χρησιμοποιούμε σαν άλλοθι της δικής μας αβελτηρίας και για να καλύψουμε τη δική μας κατάντια.
ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ
«ΗΘΟΣ ΑΗΘΕΣ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΚΡΙΤΑΣ»,
Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1993.
ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ
Ο π. Φιλόθεος Φάρος γεννήθηκε το 1930 στον Πειραιά. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, νομικά και θεολογία. Έγινε κληρικός το 1962 και συνέχισε σπουδές στην ποιμαντική ψυχολογία και την ποιμαντική συμβουλευτική στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στις ΗΠΑ. Δίδαξε ποιμαντική ψυχολογία στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη και εργάσθηκε ως Pastoral Counselor και Family Therapy Supervisor στην πρότυπη ψυχιατρική θεραπευτική κοινότητα Human Resource Institute της Βοστώνης, όπου απέκτησε μια σημαντική ψυχοθεραπευτική εμπειρία κάνοντας ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία και κυρίως εργαζόμενος με οικογένειες και ζευγάρια. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα επεχείρησε να θέσει στην υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος την εμπειρία του, οργανώνοντας ένα πρόγραμμα ποιμαντικής κλινικής εξασκήσεως για κληρικούς σ' ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Ταυτόχρονα οργάνωσε ένα κέντρο νεότητος για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου καλλιεργείται και προάγεται η κοινοτική ζωή. Έχει γράψει πολλά άρθρα, μελέτες και δεκατρία βιβλία που διαπραγματεύονται άμεσα και καίρια για τη ζωή του ανθρώπου θέματα, όπως είναι το πένθος, ο γάμος, η ανατροφή των παιδιών, ο έρωτας κτλ.