Όλοι οι χριστιανοί υπερθεματίζουν για τη σημασία της χριστιανικής οικογένειας. Οι κληρικοί την εξυμνούν, οι πιστοί νέοι την ονειρεύονται, οι πιστοί γονείς την επιδιώκουν. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Είμαστε βέβαιοι ότι αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενό της;
Αιώνες πολιτισμικής ηρεμίας προσέδωσαν σταθερότητα στην οικογένεια. Οι άνθρωποι πεθαίνοντας άφηναν τον κόσμο που τους περιέβαλλε περίπου στην ίδια κατάσταση που τον είχαν βρει γεννώμενοι. Όσοι ήταν πιστοί – και τότε ήταν σχεδόν όλοι – δεν χρειάζονταν ιδιαίτερο κόπο για να εμφυσήσουν το ιδεώδες της χριστιανικής οικογένειας στα παιδιά τους. Άθεοι δεν υπήρχαν στην παραδοσιακή κοινωνία. Μόνο τα διαχρονικά πάθη των ανθρώπων διέθεταν τη δύναμη να εμποδίσουν την οικογένεια από το να είναι εν τοις πράγμασι χριστιανική...
Καθώς οι τεκτονικές πλάκες των παγκόσμιων ιδεολογικών και κοινωνικών αλλαγών μετακίνησαν όσα κάποτε εφάπτονταν ή και συνέπιπταν, παρέστη η ανάγκη να ορισθεί η χριστιανική οικογένεια εν μέσω ενός περιβάλλοντος που γινόταν όλο και λιγότερο χριστιανικό. Για πρώτη φορά. Προσωπικά δεν γνωρίζω ακόμη κάποιον ικανοποιητικό ορισμό.
Ας μελετήσουμε τις δύο συγχύσεις που ανακύπτουν και αλλοιώνουν το περιεχόμενο της νομιζομένης ως χριστιανικής οικογένειας:
Α. Πολιτισμικές συντεταγμένες εκλαμβανόμενες ως χριστιανικές αξίες.
Στην σταθερότητα εμπεδώνονται συνήθως τα αυτονόητα. Και δεν είναι πάντα σωστά. Μία από τις παρενέργειες της μακραίωνης παραδοσιακής κοινωνίας ήταν ότι εξώθησε το λαό μας να ταυτίζει τις κοινωνικές αξίες με τις εκκλησιαστικές αξίες. Το πολιτισμικά αποδεκτό κρύφτηκε πίσω από το πνευματικά δέον. Και το ιδιοποιήθηκε.
Μου συμβαίνει κάποιες φορές να συναντώ νέα ζευγάρια που ετοιμάζονται για τον γάμο τους με χαρούμενη διάθεση και άριστες προθέσεις. Αυτή η εικόνα, που δημιουργεί ψυχική ανάταση, γκρεμίζεται με οδύνη λίγα χρόνια μετά, όταν παρατηρώ μια νέα μητέρα αγχωμένη και προσκολλημένη στα παιδιά της, έναν νέο πατέρα απόμακρο και αμήχανο, που επιζητεί αντροπαρέες και προσπαθεί να εντοπίσει τον ρόλο του στο σπίτι, και μια πεθερά η οποία έχει μπει για τα καλά στη ζωή της οικογένειας (άλλοτε με επίσημη ‘βίζα’ και άλλοτε χωρίς). Η ερωτική ζωή του ζευγαριού έχει ατονήσει και συχνά αναφύονται συγκρούσεις για ποικίλα θέματα της καθημερινότητας. Ορισμένες φορές η μετάβαση προς αυτό τον εφιάλτη είναι σταδιακή και ο προσεκτικός παρατηρητής έχει την ευκαιρία να σπουδάσει την βαθμιαία ανεπαίσθητη μετατροπή των σύγχρονων (μοντέρνων κατά τα άλλα) νέων σε φερέφωνα προαιωνίων στρεβλώσεων.
Πίσω από αυτή την καταναγκαστική επαναληπτικότητα (που, ας μην ξεχνάμε, τροφοδοτεί τις οικογένειες με ένταση και τα μέλη τους με αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά) βρίσκεται το αρχέγονο μοτίβο της μεσογειακής παιδοκεντρικής οικογένειας. Στην εκδοχή αυτή ο άνθρωπος έχει ως σκοπό της ζωής του να γίνει γονέας, γι’ αυτό και μόλις το πετύχει αρχίζει να αδιαφορεί για το ότι είναι σύζυγος. Όταν πάλι τα παιδιά ανοίξουν τα φτερά τους και εγκαταλείψουν το σπίτι, πρέπει να εφευρεθούν άλλοι τρόποι για να αισθανθούν οι γονείς (κυρίως η μητέρα) χρήσιμοι. Ο ευκολότερος και δημοφιλέστερος είναι η παρέμβαση στις οικογένειες των παιδιών τους.
Η εν λόγω παρέμβαση δεν είναι πάντα τραχιά και αυτόκλητη. Πολύ συχνά το νέο ζευγάρι αυτοβούλως εκχωρεί την ‘εθνική κυριαρχία’ του λόγω των πραγματικών ή φανταστικών αναγκών του, οπότε δεν έχει νόημα ο δισταγμός του γονέα απέναντι στην επίσημη αυτή πρόσκληση. Το ‘επίσημη’ αναφέρεται στη βούληση ή ανοχή, όχι στη διαδικασία. Αντίθετα, το αίτημα αρκετές φορές εκφέρεται άτυπα, όχι ρητά, έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος (άριστη συνθήκη για την μόνιμη παραβίαση της ‘επικράτειας’), ώσπου τελικά εγκαθίσταται ένας συμβιβασμός του τύπου «η πρώτη γενιά διεισδύει στη ζωή της δεύτερης ώστε η δεύτερη αργότερα να διεισδύσει στη ζωή της τρίτης». Διαγενεολογική εκλογίκευση και μετάδοση μιας ανθεκτικής ‘παράδοσης’, με άλλα λόγια.
Η εν λόγω εικόνα συμπληρώνεται από τη συμμαχία μητέρας – κόρης ή μητέρας – γιου με τρόπο που θα εξωθήσει στο περιθώριο το άλλο μέλος του ζεύγους. Το ζευγάρι δεν πρέπει να κινηθεί προς την ενότητά του διότι αυτό θα αφήσει την προηγούμενη γενιά (παππού – γιαγιά) μετέωρους στο κενό του δικού τους γάμου.Μέσα από αυτό το πρίσμα αυτής της στρεβλής προνεωτερικής λογικής είναι εύλογο κάθε απόπειρα αυτονόμησης του ζευγαριού (ή των παιδιών τους) να εκλαμβάνεται ως ‘νέα ήθη’, ως αχαριστία προς τους κοπιάσαντες γονείς, ως απάρνηση της πατροπαράδοτης εκδοχής της οικογένειας. Ευτυχώς όλο και περισσότεροι πνευματικοί εξανίστανται και καταπολεμούν την παιδοκεντρικότητα και τις γονεϊκές παρεμβάσεις. Είναι όμως λίγοι σε σύγκριση με τις ανάγκες.
Ας μην παραβλέψουμε ένα ακόμη συνεπακόλουθο με οδυνηρές συνέπειες. Δεν έχει τύχει καθόλου θεολογικής επεξεργασίας η θέση της σεξουαλικότητας στην πνευματική πορεία του εγγάμου χριστιανού. Θεωρητικά έχουν διατυπωθεί ωραιότατες αλήθειες για την θεολογική σημασία του σεξ, παρατηρείται όμως χαρακτηριστική δυσαρμονία με την εμπράγματη ποιμαντική του. Συχνά οι σεξουαλικές δυσκολίες αντανακλούν το άγχος μπροστά στο ενδεχόμενο εγγύτητας, εύλογη συνέπεια της παιδοκεντρικότητας. Γύρω μας υπάρχουν πολλοί άνδρες και γυναίκες που προτιμούν (παρά την δυσφορία τους) να διατηρήσουν τον ομφάλιο ρόλο με τους γονείς τους, λόγω της ασφάλειας του γνώριμου την οποία παρέχει, παρά να ξανοιχτούν στο πέλαγος της βαθειάς ενότητας με τον/την σύζυγό τους. Επιπλέον η αγαπητική εγγύτητα είναι ασύμβατη με το προσωπείο του ‘σκληρού άντρα’ το οποίο καλλιεργείται, κυρίως από όσους έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για τον ανδρισμό τους λόγω της ψυχολογικής εξάρτησης από την μητέρα τους.
Η προσωπική μου ερμηνεία σχετικά με την υποτίμηση εκ μέρους του ποιμένα της διαγνωστικής σημασίας της σεξουαλικής ζωής των εγγάμων είναι ότι θεολογικό μεν αίτιο αυτής της δυσαρμονίας αποτελεί η λανθάνουσα ιδέα περί του ασυμβίβαστου μεταξύ ενεργού σεξουαλικής ζωής και πνευματικότητας, από δε ψυχολογικής και πολιτισμικής πλευράς η ακύρωση της σεξουαλικότητας της γυναίκας μέσω της παιδοκεντρικής στρέβλωσης. Η γυναίκα στο όραμα αυτό δεν επιτρέπεται να έχει σεξουαλικές επιθυμίες, διότι αυτό αφ’ ενός δεν συμβιβάζεται με την ‘αγία μητρότητα’, αφ’ ετέρου εγείρει το γενικότερο ζήτημα της ισοτιμίας των δύο φύλλων το οποίο αγχώνει την ανδροκρατούμενη Εκκλησία μας.
Τελική εικόνα: σταδιακή υποτονικότητα της ερωτικής ζωής του ζευγαριού, χαλάρωση της ενότητάς του, μονομερής και μη συνεργατική λήψη αποφάσεων, πόλωση και συγκρούσεις τους σχετικά με τα παιδιά, υπερβολικό άγχος για τα ζητήματα των παιδιών, ασαφή όρια με τις πατρικές οικογένειες. Ενδέχεται η οικογένεια να φροντίζει με συνέπεια τις εορταστικές της αρτοκλασίες και να καλεί τακτικά τον ιερέα για ευχέλαιο και να οδηγεί συχνά τα παιδιά για Θεία Κοινωνία, όμως η δομή σχέσεων και η καθημερινή συναισθηματική ατμόσφαιρα που διαμορφώνονται κάθε άλλο παρά συμβατές με το ευαγγέλιο είναι. Η συχνότητα με την οποία παρουσιάζεται γύρω μας αυτό το τυπικό σύμπλεγμα επιτρέπει να θεωρήσουμε ενδημικό το πρόβλημα στην χώρα μας και ερμηνεύει την ισχύ που έχει αποκτήσει ως προς την διαιώνιση του μέσω των ταυτίσεων που επιτελούνται από γενιά σε γενιά.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ «Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ», ΤΕΥΧΟΣ 135