Θα μπορούσες να την έλεγες και θύμα της Παναγιάς. Το όνομά της ήταν Μαρία. Οκτώ χρονών η μητέρα της την εγκατέλειψε. Αν είχε γεννηθεί άλλη μέρα… Αν ο πατέρας της δεν επέμενε για το όνομα Μαρία, η μητέρα της θα ήταν ακόμα μαζί της. Γεννήθηκε 15 Αυγούστου.
-Μην το πούμε Μαρία το κορίτσι μας Ιωάννη. Μη. Δεν θέλω να γιορτάζει τη μέρα μιας κοίμησης, τη μέρα ενός θανάτου. Η κόρη μου θέλω να είναι αφιερωμένη στη ζωή. Στη χαρά της ζωής.
Ήταν μια παράξενη γυναίκα η μητέρα της. Λίγο απόμακρη και λίγο ξένη.
-Μα τι είναι αυτά τα καμώματα; Έχεις χάσει το μυαλό σου; Υπάρχει πιο ωραίο όνομα; Γεννήθηκε ανήμερα της Παναγίας… και τη μητέρα μου Μαρία τη λένε, το ξεχνάς;
Η μητέρα παρακάλεσε. Δεν εισακούστηκε.
Το κορίτσι δεν είχε καμμιά αμφιβολία. Αν δεν είχε αυτό το όνομα, η μαμά θα την έπαιρνε ακόμα αγκαλιά. Θα την ονόμαζε με όλα εκείνα τα όμορφα ονόματα, με αυτά που κάποιες λίγες φορές, όταν δεν ήταν παραδομένη στη σιωπή την κατέκλυζε… «μωρό μου», «καρδιά μου», «καρδιά της καρδιάς μου». Κι όλα τα άλλα της ποίησης τα ονόματα, θα χάιδευαν τα αυτιά και την ψυχή της, όλα εκείνα τα ονόματα που συνήθιζε εκείνες τις λίγες, ευλογημένες στιγμές να της λέει: Οφηλία, Βιργινία, Ιοκάστη, Ελεονώρα μου.. ρόδο παντοτινό μου…
Τις πιο πολλές φορές όμως η μαμά ήταν βυθισμένη στη σιωπή. Ένα άγαλμα ασάλευτο. Το κορίτσι πίστευε ότι εκείνο φταίει για όλα αυτά. Και πάνω απ’ όλα το όνομα της. Η μητέρα της δεν την είχε πει ποτέ Μαρία.
Ήταν μια παράξενη γυναίκα η μητέρα της. Επιρρεπής σε κόσμους δικούς της, αδιαφανείς και αδιαπέραστους. Μια γυναίκα εύθραυστη κι εσωστρεφής που κάποιοι, άστοχα, θα έσπευδαν να χαρακτηρίσουν «αλλοπαρμένη», ίσως και «τρελή». Όμως ήταν η μητέρα της. Η μοναδική της μητέρα και το κορίτσι ήταν συνδεδεμένο μαζί της με ένα τρόπο μοναδικό κι ανυπέρβλητο. Το κορίτσι λάτρευε αυτήν ακριβώς την ιδιαίτερη μαμά. Και με καμία άλλη υγιή και συνηθισμένη μαμά δεν θα την άλλαζε στον κόσμο. Κι ας ένοιωθε ότι δεν θα την είχε για πάντα κοντά της. Ίσως γι αυτό. Ίσως ήξερε ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Και γι’ αυτό, κάθε λεπτό λαχταρούσε να είναι μαζί της.
Συνέβη λίγο μετά τα γενέθλια της. Έσβησε τα οκτώ κεράκια. Κι όταν όλοι τραγουδούσαν το να ζήσεις Μαρία και χρονιά πολλά, άκουσε καθαρά, τη φωνή της μητέρας της, να λέει με νόημα «κι ας μην έχεις εμένα κοντά». Ήταν μια ομολογία εγκατάλειψης. Το κορίτσι από την ημέρα που γεννήθηκε προετοιμαζόταν γι’ αυτή τη στιγμή. Πήγαν οι δυο τους στο δωμάτιο της. Εκείνο το βράδυ, η μαμά την είπε «Ελαφίνα μου».
Κράτησε το πρόσωπο της στα χέρια της κι έκλαψε ένα σιωπηλό, υπόκωφο κλάμα. Της είπε «σ’ αγαπάω, Ελαφίνα μου» και το κορίτσι σιγουρεύτηκε ότι η μαμά σε λίγο θα φύγει. Τη ρώτησε για πρώτη φορά «γιατί δεν με λες Μαρία», «γιατί δεν σου αρέσει το όνομά μου»;
Θα σου πω ένα παραμύθι που είναι αληθινό είπε η μαμά, κι εσύ θα καταλάβεις… Λένε πως εκείνα τα χρόνια τα παλιά, την εποχή που η αλήθεια των μύθων κυβερνούσε τη γη, κάθε Δεκαπενταύγουστο, τα χαράματα, ένα ελάφι ξεκινούσε από τον Όλυμπο. Λένε ότι έφτανε στους πρόποδες του βουνού, πλάι στο εκκλησάκι που υπάρχει εκεί, στη βρύση με το παγωμένο νερό. Έφτανε διψασμένο μόλις τελείωνε η λειτουργία Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον, σαν από θαύμα και αφού ξεκουραζόταν και έπινε με λαχτάρα το παγωμένο νερό, έσκυβε ευλαβικά και γινόταν θυσία.
Όλοι μαζί οι πιστοί, μαζί και τα μικρά παιδιά, με βίαιο και φριχτό τρόπο, άλλος έκοβε το κεφαλάκι του, τα πόδια, τα μάτια του τα λυπημένα, άλλος κάρφωνε την καρδιά… Και μετά, όλοι μαζί με μουσικές, έστηναν ένα χορταστικό γεύμα. Ήταν το δώρο της Παναγιάς. Λένε μάλιστα πως μια φορά δεν το άφησαν το ελάφι να πιει νερό. Βιάστηκαν να το σφάξουν διψασμένο όπως ήταν, αποτέλειωσαν το διψασμένο ελάφι. Κι όλα αυτά συμβαίνουν τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου.
Δεν υπάρχει έλεος στους ανθρώπους, είπε η μητέρα. Ο Δεκαπενταύγουστος για μένα έχει αίμα, θάνατο, θυσία…δεν θέλω, είπε. Η μητέρα του Θεού πεθαίνει αλλά είναι γιορτή γιατί σμίγει με τον γιο της τον αγαπημένο, φοβάμαι τη Μαρία… οι γυναίκες που έχουν τόσο πολύ πονέσει…αποζητούν τον θάνατο με κάθε τρόπο…
Ελαφίνα, το όνομα μου είναι Ελαφίνα, σκέφτηκε το κορίτσι. Κι αναρωτήθηκε πώς θα είναι να μεγαλώνει μοναχό του.
της Φωτεινής Τσαλίκογλου, συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο