Το όνομά σου φιγουράρει στην οθόνη μου. Ο ήχος βαρύς, σπάει τη σιωπή μου. Αναπάντητες κλήσεις δύο. Το κοιτάζω αδιάφορα σαν να μη χτύπησε ποτέ. Δε θα επιτρέψω σε τίποτα να ενοχλήσει την ηρεμία μου, δε θα σε αφήσω να σπάσεις το τείχος μου. Τείχος προστατευτικό. Από τι με προστατεύει; Μα απ’ τον εαυτό μου φυσικά. Αποστάσεις άμυνας, οι πιο σκληρές.
Πέρασε καιρός, ούτε που ξέρω πόσος. Σίγουρα αρκετός για να είχαμε προχωρήσει∙ για να με σφίγγει μια άλλη αγκαλιά και να αναστενάζεις σε ξένα σεντόνια. Αρκετός για τους άλλους, για μας λίγος. Φαίνεται πως θέλαμε πολύ αυτό το «μαζί», τόσο που γαζωθήκαμε πάνω του κι επιμείναμε να γκρεμίζουμε κάθε «χώρια» που προσπαθούσε δειλά να μας πλησιάσει.
Προσπάθησες και προσπάθησα, έτσι λέμε σε φίλους και γνωστούς. Κάναμε βήματα μπροστά. Για κάθε όμως βήμα που κοιτούσε μπροστά, φροντίζαμε να κάνουμε τρία πίσω. Όμως η απόστασή μας ήταν πλέον τόσο μεγάλη, που ούτε μπροστά μας οδηγούσε ούτε μηδένιζε τη διαφορά μας. Ούτε μαζί ούτε χώρια.
Καταδικασμένοι σε μία μέση που δεν της επιτρέπεται νέα αρχή, που δεν μπορεί να αποφύγει το τέλος -απλώς απελπισμένα παλεύει να το καθυστερήσει. Αυτό που κάποιοι θα βαφτίσουν «συναισθηματικό αδιέξοδο». Μα όταν δεν υπάρχει πόρτα, πρέπει να βρεις τρόπο να βγεις απ’ το παράθυρο, πρέπει να πάρεις αέρα.
Εσύ διάλεξες τον ασφαλή δρόμο, της φυγής. Μιας φυγής με συνεχείς επιστροφές, μια επιστροφή που με κατέστρεφε γλυκά. Δεν τα πήγαινες καλά με το ρίσκο, δε συμπαθούσες το τέλος, σε αποσυντόνιζε. Ήθελες τα ήρεμα, τα ανώδυνα, τα πολυσύχναστα δρομάκια, το φως, τη σιγουριά.
Κάποιος όμως έπρεπε να εξερευνήσει και τα σκοτεινά, τα δύσβατα. Κάποιος έπρεπε να πάρει το ρίσκο, να επιλέξει το επώδυνο, να ρίξει τίτλους τέλους. Κάποιος έπρεπε να φανεί δυνατός, σκληρός, αποφασισμένος. Κι αν δεν ήταν, να γίνει. Ο κλήρος έπεσε σε μένα.
Έτσι έτρεξα μακριά, πήρα φόρα και χάθηκα προς την αντίθετη κατεύθυνση κι ας μην ήξερα πού πηγαίνω κι ας μην ήθελα καν να φύγω. Έπρεπε να απομακρυνθώ, πριν σε μισήσω, πριν με σιχαθείς, πριν γίνουμε βαρετοί κι ανασφαλείς, πριν καταλήξουμε σαν αυτούς που κοροϊδεύαμε και γελούσαμε με το συμβιβασμό και τη μιζέρια τους. Δεν αξίζαμε τέτοιο τέλος, όχι δεν ήταν για μας.
Κάποιος έπρεπε να σπάσει αυτόν τον κύκλο που δε μας έκανε πια ευτυχισμένους παρά μόνο μας κρατούσε εκεί, φυλακισμένους κι ασφαλείς. Συνηθίσαμε την παρουσία και διαγράψαμε τη σκέψη της απουσίας, κι ας είχε καλύτερα γραμμένα για μας το μέλλον. Πού να πας μωρέ; Να φύγεις, να ρισκάρεις; Κι αν είναι χειρότερα; Εδώ, στα σίγουρα, τα δοκιμασμένα. Στα μέτρια!
Ύπουλη η συνήθεια. Την μπερδεύεις συχνά με την αγάπη. Ξέρει να καμουφλάρεται καλά, να σου γίνεται απαραίτητη, να σε εκβιάζει, να σε κρατάει κοντά της, να σε δένει κι εσύ να νομίζεις πως είσαι ελεύθερος και πως είσαι εκεί με τη θέλησή σου.
Με βλέπεις να χαμογελώ και να φλερτάρω, αγνοώ τις κλήσεις και τα μηνύματά σου. Νομίζεις πως αδιαφορώ, πως σε έχω ξεπεράσει, πως είμαι καλά χωρίς εσένα. Λες πως σε έχω πια ξεχάσει, αμφιβάλλεις ακόμα και για τα αισθήματά μου, εκείνα τα παλιά. Και να ‘ξερες αλήθεια πόσο με αδικείς.
Να ‘ξερες πόσα βράδια παλεύω με τον εαυτό μου, πόσες φορές τα δάχτυλά μου φλερτάρουν με τον αριθμό σου, πόσα «Μου λείπεις» γράφει και σβήνει μηχανικά ο κέρσορας και πόσα «Σ’ αγαπάω» καταπίνω για να μη γίνουν ουρλιαχτά. Να ‘ξερες πόσα δάκρυα καταπιέζω μέσα σε υστερικά γέλια.
Δε θα μάθεις όμως γιατί κουράστηκα να προσπαθούμε μάταια για κάτι που έχει τελειώσει κι εμείς απλώς αρνούμαστε να το δούμε. Γιατί δε θέλω να χαμογελάμε για δύο ώρες και να κλαίμε για πέντε. Γιατί η σκέψη σου με οδηγεί σε σένα και κάθε πισωγύρισμα με αποτελειώνει. Γι’ αυτό μου απαγορεύω να σε σκέφτομαι, γι’ αυτό θα σε αφήσω να πιστεύεις πως αδιαφορώ. Δε σ’ αγαπάω, δε μου λείπεις, δε σε σκέφτομαι κι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει απ’ τη δύση.