Μια μέρα η Λογική και η Τύχη συναντήθηκαν σε ένα στενό γεφύρι.
Άρχισαν αμέσως να μαλώνουν ποια δικαιούται να περάσει πρώτη. Τελικά
αποφάσισαν να κάνουν έναν διαγωνισμό για να αποδειχτεί ποια είναι η
δυνατότερη.
Από το γεφύρι φαινόταν ένας νεαρός γεωργός που όργωνε το χωράφι
του.
— Ανάλαβέ τον, είπε η Τύχη. Κάνε τον ό,τι θέλεις και, αν με κερδίσεις,
από τότε και πέρα θα σου αναγνωρίζω πάντα το προβάδισμα.
Η Λογική συμφώνησε και έκανε κατοχή στον γεωργό. Αμέσως εκείνος
σκέφτηκε:
— Μια ζωή θα είμαι γεωργός; Γιατί να μη δοκιμάσω κάτι για το οποίο
έχω περισσότερες ικανότητες και μπορεί να είμαι πιο πετυχημένος και πιο
ευτυχισμένος;
Ξέζεψε τα ζώα του και γύρισε στο χωριό.
— Πατέρα, αποφάσισα να φύγω από το χωριό και να πάω να γίνω
κηπουρός. Είναι κάτι που μου αρέσει και που θα μου δίνει περισσότερα
χρήματα.
Ο πατέρας του δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει αλλά σκέφτηκε ότι
είχε άλλους δυο γιους και τα χωράφια του δεν θα έφταναν να θρέψουν τρεις
οικογένειες.
— Να πας στο καλό, Βάνεκ, του είπε λυπημένος.
Ο νέος κατέβηκε στην πόλη και σε λίγο χάζευε γύρω από τα ανάκτορα.
Πλησίασε τον γέρο κηπουρό και του είπε:
— Παππού, μήπως χρειάζεσαι κάποια βοήθεια για τις πιο βαριές
δουλειές;
Πραγματικά ο κηπουρός τον πήρε δοκιμαστικά στη δούλεψή του και ο
Βάνεκ, που, πέρα από τα νιάτα, είχε και μεράκι για τη δουλειά αυτή, σε δυο-
τρία χρόνια είχε μετατρέψει σε παράδεισο τον κήπο των ανακτόρων. Έγινε
αρχικηπουρός όταν ο άλλος αποσύρθηκε λόγω γηρατειών.
Συχνά, καθώς ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η δεκαεξάχρονη κόρη τους, η
Γιολάντα, με το αγαπημένο σκυλάκι της βολτάριζαν στον κήπο, έπιαναν
συζήτηση με τον Βάνεκ. Έτσι ο νέος έμαθε ότι η κόρη τους ήταν μουγκή κι ο
βασιλιάς είχε υποσχεθεί το χέρι της και το μισό βασίλειο σ’ όποιον την έκανε
να μιλήσει.
— Γιατί να μη δοκιμάσω κι εγώ; αναρωτήθηκε ο Βάνεκ. Τι έχω να
χάσω; Τίποτα!
Πήρε λοιπόν την άδεια, πήγε την άλλη μέρα στο δωμάτιο της
πριγκίπισσας και, χωρίς να μιλήσει σ’ αυτήν, γύρισε και ρώτησε τον σκύλο
της:
— Καλό μου σκυλάκι, έχω ακούσει ότι είσαι πολύ σοφό και θα ήθελα τη
γνώμη σου για κάτι που με βασανίζει. Πριν από λίγο καιρό ταξίδευα με έναν
γλύπτη και έναν ράφτη.
Η νύχτα μας βρήκε στο δάσος και, επειδή φοβόμασταν τους λύκους, αποφασίσαμε ένας από μας να μένει φρουρός για
μερικές ώρες.
Πρώτος έμεινε ξάγρυπνος ο γλύπτης, ο οποίος για να μην
αποκοιμηθεί, έφτιαξε το άγαλμα μιας πολύ ωραίας κοπέλας, σαν την
αφέντισσά σου.
Όταν αποκοιμήθηκε ο γλύπτης και άρχισε να ξενυχτά ο
ράφτης, για να περάσει την ώρα του έφτιαξε ένα πολύ ωραίο φόρεμα για την
κοπέλα. Όταν ήρθε η σειρά μου να είμαι φρουρός σκέφτηκα ότι μια τόσο
ωραία γυναίκα θα πρέπει να έχει και φωνή γι’ αυτό την έμαθα να μιλάει.
Το
πρωί που ξύπνησαν και οι άλλοι αρχίσαμε να μαλώνουμε σε ποιον ανήκει η
κοπέλα κι ακόμα δεν έχουμε καταλήξει σε συμφωνία. Στον γλύπτη, στον
ράφτη ή σε μένα; Τι λες εσύ που είσαι τόσο έξυπνος σκύλος; ρώτησε ο Βάνεκ.
Ο σκύλος τον κοίταζε με κατανόηση αλλά δεν απαντούσε.
Τότε πετάχτηκε η πριγκίπισσα και είπε:
— Ασφαλώς ανήκει σε σένα που της έδωσες τη φωνή, γιατί θα ήταν
πολύ δύσκολη η ζωή της χωρίς να μπορεί να επικοινωνεί με τους άλλους.
— Ευχαριστώ πολύ, πριγκίπισσα. Αυτό πίστευα κι εγώ. Για να μην τα
πολυλογούμε, λοιπόν, μου ανήκεις και θα σε παντρευτώ, μια και σε έκανα να
μιλήσεις.
Η κοπέλα είχε κιόλας ερωτευτεί το σωτήρα της, αλλά ο βασιλιάς, μ’ όλο
που χάρηκε που ξαναβρήκε η κόρη του τη φωνή της, δεν δεχόταν σε καμιά
περίπτωση να την παντρέψει με έναν ταπεινής καταγωγής, όπως ήταν ο
Βάνεκ.
— Θα σου δώσω όσα λεφτά θέλεις, αλλά δεν μπορώ να σου δώσω ούτε
την κόρη μου, ούτε το βασίλειό μου, γιατί δεν έχεις ευγενική καταγωγή.
— Μα, Μεγαλειότατε, δεν είχες δώσει την υπόσχεσή σου; Με ποια
λογική την παραβαίνεις τώρα; Γιατί δεν κρατάς τον λόγο σου; Τι παράδειγμα
δίνεις στους υπηκόους σου; Και τι σημασία έχει αν δεν έχω ευγενική
καταγωγή;
— Πω πω! Βρίζει τον μεγαλειότατο ο αχρείος! είπε ο πρωθυπουργός που
ήταν παρών. Πρέπει να τιμωρηθεί υποδειγματικά για το θράσος του!
— Να αποκεφαλιστεί αμέσως ο υβριστής! έδωσε εντολή ο βασιλιάς
παρά τα παρακάλια της Γιολάντας.
Ο Βάνεκ οδηγήθηκε στον χώρο των εκτελέσεων και ο δήμιος έβαλε
μπροστά την καρμανιόλα...
— Τα έκανες θάλασσα! πετάχτηκε και είπε η Τύχη στη Λογική. Ενώ τα
πήγαινες καλά ως ένα σημείο, κάπου παραπήρες θάρρος και από εκεί και πέρα
τα χάλασες. Δεν είναι το καθετί θέμα λογικής. Μπορεί η λογική να βοηθάει,
αλλά... Για να δω αν μπορώ να κάνω κάτι τώρα για να σώσω τον δύστυχο
Βάνεκ!
Η Λογική παραδέχτηκε ότι είχε οδηγήσει την υπόθεση στο αδιέξοδο και
παρέδωσε τον Βάνεκ στην Τύχη. Το πρώτο που έκανε εκείνη ήταν να χαλάσει
την καρμανιόλα. Κάπου μπερδεύτηκαν τα σχοινιά και τα ξύλα της, η λεπίδα
είχε σφηνώσει, ούτε προς τα κάτω έπεφτε στο κεφάλι του άτυχου Βάνεκ, αλλά
ούτε και προς τα πάνω πήγαινε για να την ξαναμολήσει ο δήμιος, ο οποίος
άρχισε να ξεστομίζει βρισιές που μόνο οι δήμιοι χρησιμοποιούν.
Την ίδια στιγμή έφτασε λαχανιασμένη η πριγκιποπούλα. Έβαλε το
κεφάλι της δίπλα στο κεφάλι του Βάνεκ στην καρμανιόλα και δήλωσε ότι
αποφάσισε ότι δεν θέλει να ζήσει άλλο.
Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δώσει εντολή να ματαιωθεί η εκτέλεση, να
χριστεί «κατ’ εξαίρεσιν» ο Βάνεκ πρώτος ιππότης και να αρχίσουν οι
προετοιμασίες για τον γάμο του με την Γιολάντα.
— Ουφ! έκανε καταϊδρωμένη η Τύχη, μόλις που πρόλαβα την τελευταία
στιγμή!
Η Λογική αναγνώρισε την ήττα της και ομολόγησε ότι, όσο κι αν είναι
συνήθως καλός οδηγός, μερικές φορές μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα στο
αδιέξοδο. Αναγνώρισε λοιπόν το προβάδισμα στην Τύχη και από τότε, όταν
συναντιούνται σε κάποια στενή γέφυρα, σε δρόμο ή σε κάποιο μονοπάτι της
ζωής, η Λογική παραμερίζει για να περάσει η Τύχη.
Άρχισαν αμέσως να μαλώνουν ποια δικαιούται να περάσει πρώτη. Τελικά
αποφάσισαν να κάνουν έναν διαγωνισμό για να αποδειχτεί ποια είναι η
δυνατότερη.
Από το γεφύρι φαινόταν ένας νεαρός γεωργός που όργωνε το χωράφι
του.
— Ανάλαβέ τον, είπε η Τύχη. Κάνε τον ό,τι θέλεις και, αν με κερδίσεις,
από τότε και πέρα θα σου αναγνωρίζω πάντα το προβάδισμα.
Η Λογική συμφώνησε και έκανε κατοχή στον γεωργό. Αμέσως εκείνος
σκέφτηκε:
— Μια ζωή θα είμαι γεωργός; Γιατί να μη δοκιμάσω κάτι για το οποίο
έχω περισσότερες ικανότητες και μπορεί να είμαι πιο πετυχημένος και πιο
ευτυχισμένος;
Ξέζεψε τα ζώα του και γύρισε στο χωριό.
— Πατέρα, αποφάσισα να φύγω από το χωριό και να πάω να γίνω
κηπουρός. Είναι κάτι που μου αρέσει και που θα μου δίνει περισσότερα
χρήματα.
Ο πατέρας του δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει αλλά σκέφτηκε ότι
είχε άλλους δυο γιους και τα χωράφια του δεν θα έφταναν να θρέψουν τρεις
οικογένειες.
— Να πας στο καλό, Βάνεκ, του είπε λυπημένος.
Ο νέος κατέβηκε στην πόλη και σε λίγο χάζευε γύρω από τα ανάκτορα.
Πλησίασε τον γέρο κηπουρό και του είπε:
— Παππού, μήπως χρειάζεσαι κάποια βοήθεια για τις πιο βαριές
δουλειές;
Πραγματικά ο κηπουρός τον πήρε δοκιμαστικά στη δούλεψή του και ο
Βάνεκ, που, πέρα από τα νιάτα, είχε και μεράκι για τη δουλειά αυτή, σε δυο-
τρία χρόνια είχε μετατρέψει σε παράδεισο τον κήπο των ανακτόρων. Έγινε
αρχικηπουρός όταν ο άλλος αποσύρθηκε λόγω γηρατειών.
Συχνά, καθώς ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η δεκαεξάχρονη κόρη τους, η
Γιολάντα, με το αγαπημένο σκυλάκι της βολτάριζαν στον κήπο, έπιαναν
συζήτηση με τον Βάνεκ. Έτσι ο νέος έμαθε ότι η κόρη τους ήταν μουγκή κι ο
βασιλιάς είχε υποσχεθεί το χέρι της και το μισό βασίλειο σ’ όποιον την έκανε
να μιλήσει.
— Γιατί να μη δοκιμάσω κι εγώ; αναρωτήθηκε ο Βάνεκ. Τι έχω να
χάσω; Τίποτα!
Πήρε λοιπόν την άδεια, πήγε την άλλη μέρα στο δωμάτιο της
πριγκίπισσας και, χωρίς να μιλήσει σ’ αυτήν, γύρισε και ρώτησε τον σκύλο
της:
— Καλό μου σκυλάκι, έχω ακούσει ότι είσαι πολύ σοφό και θα ήθελα τη
γνώμη σου για κάτι που με βασανίζει. Πριν από λίγο καιρό ταξίδευα με έναν
γλύπτη και έναν ράφτη.
Η νύχτα μας βρήκε στο δάσος και, επειδή φοβόμασταν τους λύκους, αποφασίσαμε ένας από μας να μένει φρουρός για
μερικές ώρες.
Πρώτος έμεινε ξάγρυπνος ο γλύπτης, ο οποίος για να μην
αποκοιμηθεί, έφτιαξε το άγαλμα μιας πολύ ωραίας κοπέλας, σαν την
αφέντισσά σου.
Όταν αποκοιμήθηκε ο γλύπτης και άρχισε να ξενυχτά ο
ράφτης, για να περάσει την ώρα του έφτιαξε ένα πολύ ωραίο φόρεμα για την
κοπέλα. Όταν ήρθε η σειρά μου να είμαι φρουρός σκέφτηκα ότι μια τόσο
ωραία γυναίκα θα πρέπει να έχει και φωνή γι’ αυτό την έμαθα να μιλάει.
Το
πρωί που ξύπνησαν και οι άλλοι αρχίσαμε να μαλώνουμε σε ποιον ανήκει η
κοπέλα κι ακόμα δεν έχουμε καταλήξει σε συμφωνία. Στον γλύπτη, στον
ράφτη ή σε μένα; Τι λες εσύ που είσαι τόσο έξυπνος σκύλος; ρώτησε ο Βάνεκ.
Ο σκύλος τον κοίταζε με κατανόηση αλλά δεν απαντούσε.
Τότε πετάχτηκε η πριγκίπισσα και είπε:
— Ασφαλώς ανήκει σε σένα που της έδωσες τη φωνή, γιατί θα ήταν
πολύ δύσκολη η ζωή της χωρίς να μπορεί να επικοινωνεί με τους άλλους.
— Ευχαριστώ πολύ, πριγκίπισσα. Αυτό πίστευα κι εγώ. Για να μην τα
πολυλογούμε, λοιπόν, μου ανήκεις και θα σε παντρευτώ, μια και σε έκανα να
μιλήσεις.
Η κοπέλα είχε κιόλας ερωτευτεί το σωτήρα της, αλλά ο βασιλιάς, μ’ όλο
που χάρηκε που ξαναβρήκε η κόρη του τη φωνή της, δεν δεχόταν σε καμιά
περίπτωση να την παντρέψει με έναν ταπεινής καταγωγής, όπως ήταν ο
Βάνεκ.
— Θα σου δώσω όσα λεφτά θέλεις, αλλά δεν μπορώ να σου δώσω ούτε
την κόρη μου, ούτε το βασίλειό μου, γιατί δεν έχεις ευγενική καταγωγή.
— Μα, Μεγαλειότατε, δεν είχες δώσει την υπόσχεσή σου; Με ποια
λογική την παραβαίνεις τώρα; Γιατί δεν κρατάς τον λόγο σου; Τι παράδειγμα
δίνεις στους υπηκόους σου; Και τι σημασία έχει αν δεν έχω ευγενική
καταγωγή;
— Πω πω! Βρίζει τον μεγαλειότατο ο αχρείος! είπε ο πρωθυπουργός που
ήταν παρών. Πρέπει να τιμωρηθεί υποδειγματικά για το θράσος του!
— Να αποκεφαλιστεί αμέσως ο υβριστής! έδωσε εντολή ο βασιλιάς
παρά τα παρακάλια της Γιολάντας.
Ο Βάνεκ οδηγήθηκε στον χώρο των εκτελέσεων και ο δήμιος έβαλε
μπροστά την καρμανιόλα...
— Τα έκανες θάλασσα! πετάχτηκε και είπε η Τύχη στη Λογική. Ενώ τα
πήγαινες καλά ως ένα σημείο, κάπου παραπήρες θάρρος και από εκεί και πέρα
τα χάλασες. Δεν είναι το καθετί θέμα λογικής. Μπορεί η λογική να βοηθάει,
αλλά... Για να δω αν μπορώ να κάνω κάτι τώρα για να σώσω τον δύστυχο
Βάνεκ!
Η Λογική παραδέχτηκε ότι είχε οδηγήσει την υπόθεση στο αδιέξοδο και
παρέδωσε τον Βάνεκ στην Τύχη. Το πρώτο που έκανε εκείνη ήταν να χαλάσει
την καρμανιόλα. Κάπου μπερδεύτηκαν τα σχοινιά και τα ξύλα της, η λεπίδα
είχε σφηνώσει, ούτε προς τα κάτω έπεφτε στο κεφάλι του άτυχου Βάνεκ, αλλά
ούτε και προς τα πάνω πήγαινε για να την ξαναμολήσει ο δήμιος, ο οποίος
άρχισε να ξεστομίζει βρισιές που μόνο οι δήμιοι χρησιμοποιούν.
Την ίδια στιγμή έφτασε λαχανιασμένη η πριγκιποπούλα. Έβαλε το
κεφάλι της δίπλα στο κεφάλι του Βάνεκ στην καρμανιόλα και δήλωσε ότι
αποφάσισε ότι δεν θέλει να ζήσει άλλο.
Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δώσει εντολή να ματαιωθεί η εκτέλεση, να
χριστεί «κατ’ εξαίρεσιν» ο Βάνεκ πρώτος ιππότης και να αρχίσουν οι
προετοιμασίες για τον γάμο του με την Γιολάντα.
— Ουφ! έκανε καταϊδρωμένη η Τύχη, μόλις που πρόλαβα την τελευταία
στιγμή!
Η Λογική αναγνώρισε την ήττα της και ομολόγησε ότι, όσο κι αν είναι
συνήθως καλός οδηγός, μερικές φορές μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα στο
αδιέξοδο. Αναγνώρισε λοιπόν το προβάδισμα στην Τύχη και από τότε, όταν
συναντιούνται σε κάποια στενή γέφυρα, σε δρόμο ή σε κάποιο μονοπάτι της
ζωής, η Λογική παραμερίζει για να περάσει η Τύχη.
(Τσεχία)
Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο 277
Χρήστος Μαγγούτας